ΓΙΑ ΠΟΙΑ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΤΩΝ ΓΙΟΡΤΩΝ ΜΙΛΑΤΕ;
Αντιδρούσα όταν άκουγα φίλους και γνωστούς να λένε για τη «μελαγχολία των γιορτών». Αλλά κάποια στιγμή έβαλα στη θήκη το ξίφος των ενστάσεων...
Καταφεύγω συχνά σε κλασικά βιβλία που έχω διαβάσει. Τα νιώθω πολύτιμο ορυχείο με διαμαντάκια υψηλής αξίας. Κάπως έτσι έβγαλα προχθές από την βιβλιοθήκη μου τη «Μελαγχολία του Παρισιού». Μπωντλαίρ, φυσικά.
Δεν πρόκειται για μελαγχολικές ιστορίες, αλλά –όπως εύστοχα γράφει το εξώφυλλο της έκδοσης (Ερατώ)– για «μελωδική ονειροπόληση». Άρχισα να διαβάζω στο μεσοδιάστημα δύο αγώνων του Μουντιάλ, έχοντας απέναντί μου τα φωτάκια του χριστουγεννιάτικου δέντρου – ένα πολύχρωμο σύμπαν από αστεράκια στο σαλόνι μου. Έτσι τα ’βλεπα.
Και, μέρες που ’ναι, θυμήθηκα φίλους και γνωστούς που λένε ότι μελαγχολούν στις γιορτές. Ειδικά τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά. Κι εγώ, που δεν ξέρω τι θα πει «μελαγχολία των γιορτών», δεν μπορούσα να τους καταλάβω. Νόμιζα πως ήταν πόζα ή παροδική δυσθυμία επειδή στις γιορτές αναγκάζονταν να διαθέτουν περισσότερο χρόνο εγκλωβισμένοι σε αδιέξοδο συζυγικό σχήμα ή σε σχέση που δεν είχε οξυγόνο.
Αντιδρούσα μάλιστα όταν τους άκουγα να λένε για τη «μελαγχολία των γιορτών». Αλλά κάποια στιγμή έβαλα στη θήκη το ξίφος των ενστάσεων και είπα στον εαυτό μου: «Δεν ξέρεις τι άνεμοι παγωμένοι φυσούσαν μέσα τους όταν ήταν παιδιά και γιατί σκλήρυνε το βλέμμα τους μόλις άναβαν τα λαμπιόνια των γιορτών. Άσε που δεν ξέρεις τι μπορεί να κουβαλά εκ γενετής ο καθένας».
Τέλος πάντων, λύπες και στενοχώριες έχω ζήσει πολλές. Όπως όλοι. Αλλά δεν θυμάμαι ποτέ να ’χει στήσει αντίσκηνο μέσα μου η μελαγχολία, δηλαδή «η βαριά δυσθυμία και η συνεχής επίπονη λύπη», όπως ορίζει την μελαγχολία ο George Bonneville, μελετητής του Μπωντλαίρ.
Αναρωτήθηκα πολλές φορές τι είναι αυτό που δεν επιτρέπει να εγκατασταθεί στη ζωή μου μέλαν καθεστώς, η μαύρη χολή δηλαδή, η οποία εκκρίνεται από τη σπλήνα, σύμφωνα με την μεσαιωνική θεωρία των χυμών του οργανισμού.
Απάντηση δεν έχω πάρει. Ούτε το ψάχνω. Αρκούμαι σε προσωπικές ερμηνείες, όπως, για παράδειγμα, το ότι πετάω τη σκούφια μου για τα μικρά – και για κάποιους ασήμαντα. Αυτά με κρατούν σε μια ευφρόσυνη εγρήγορση και οικοδομούν ένα τείχος αντίστασης στις επελάσεις πιθανής μελαγχολίας.
Εννοείται ότι δεν ξεχνώ τα μεγάλα που αποτελούν τα θεμέλια της προσωπικής οικοδομής. Τους έρωτες, ακόμη κι όταν ναυαγούν, τη δουλειά, ειδικά αν τη γουστάρεις και την απολαμβάνεις, τα παιδιά σου που μεγαλώνουν, τον σεβασμό και την εκτίμηση από τους άλλους, τον ήσυχο ύπνο τις νύχτες, την αγάπη για τους γονείς, τ’ αδέλφια σου και τους συγγενείς…
Όμως εκείνα τα μικρά, τα καθημερινά, τα «ασήμαντα» είναι που αρωματίζουν τη ζωή, συντηρούν τη ζωηράδα της, συμμετέχουν στα παιχνίδια της αλεγρίας και αναχαιτίζουν την καταβύθιση σε μελαγχολικά υπόγεια. Εκείνα! Ετούτα δω, δηλαδή:
Η χαρά για τα άνθη της λεμονίτσας στο μπαλκόνι μου, η απόλαυση της βροχής πίσω από τα τζάμια του αγαπημένου καφενείου, η έγνοια για τους αγώνες του Παναιτωλικού και τα πανηγύρια για τις νίκες του, ένα ωραίο κείμενο, μια ευγενική καλημέρα από αγνώστους, η αναμονή για μακρινό ταξίδι με αυτοκίνητο, οι μουσικές των αιώνων και χίλια δυο ευφρόσυνα του καθεμέρα.
Άλλο δεν έχω να πω για τη μελαγχολία και τα συναφή, πάρεξ μια πρόταση για διάβασμα τώρα στις γιορτές. Εκτός από την «Μελαγχολία του Παρισιού», ψάξτε και το υπέροχο βιβλίο του Θεοδόση Πελεγρίνη «Η μελαγχολία της Αναγέννησης»…