Η ΚΕΒΗ ΣΑΡΡΗ ΕΖΗΣΕ ΜΙΑ ΖΩΗ ΓΕΜΑΤΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΤΑ 81 ΤΗΣ ΕΓΡΑΨΕ ΒΙΒΛΙΟ
H Κεβή Σαρρή είναι μια γυναίκα που έχει ζήσει πέντε ζωές σε μία! Στα άκρα και πάντα με επαναστατική διάθεση προς πάσα κατεύθυνση, έγραψε στα 81 της βιβλίο για να το χαρίσει στον εγγονό της. Και νιώθει σαν 30!
Όποιος γνωρίζει την Κεβή, θα ξέρει ότι προφανώς δεν θέλει και πολλά κομπλιμέντα και –κυρίως– ότι δεν θεωρεί τον εαυτό της κάτι το σπουδαίο. Κάπως έτσι, άλλωστε, αντιδρούν και οι πραγματικά ουσιαστικοί ή/και σπουδαίοι άνθρωποι – καθένας στο δικό του επίπεδο, βεβαίως.
Τη γνώρισα μικρή, ήμουν 19, και εξαιτίας μιας προσωπικής σχέσης μπήκα σε μια παρέα ανθρώπων 20 χρόνια μεγαλύτερών μου. Η τύχη ήταν το ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι. Άνθρωποι που ήξεραν τη μισή Ελλάδα, που λέει ο λόγος, όχι εκείνη του χρήματος, μα εκείνη του πνεύματος.
Τα ονόματα περιτριγύριζαν την ατμόσφαιρα κι ένιωθες να ζεις κάπου αλλού, σε έναν χωροχρόνο όπου οι μεγάλοι μας και οι ωραίοι μας, ποιητές, ζωγράφοι, μελοποιοί, συγγραφείς, είχαν δημιουργήσει ένα μικρό σύμπαν μέσα στην παγκοσμιότητα για να ζουν με μεράκι, γνώση, αρχές και πιστεύω αδιαπραγμάτευτα, φαντασία και τόλμη.
Η Κεβή έζησε χαρές και λύπες, όλα τα ανθρώπινα και όλα με πάθος. Και άκρα – αστεία και πιο δύσκολα. Και όλα τα αντιμετώπιζε τελικά με χιούμορ. Πώς αλλιώς εκείνη η αριστερή γυναίκα, που για πρώτη δουλειά ως κοριτσάκι δούλευε στην Υπηρεσία Πληροφοριών; Έρωτες, λοιπόν, φιλίες, πρωτοπορία, τα μπουζούκια, οι καλλιτέχνες, το Πολυτεχνείο… Η οικογένεια, η όχι οικογένεια, η Ινδία.
Όλα εκεί, σε ένα βιβλίο που διαβάζεται σε ένα βράδυ. Με εύκολη γλώσσα, απλή, και παραγράφους γεμάτες εικόνες.
Την παρέα τη βλέπω ακόμη. Είναι όλοι εκεί και καλά. Και τους απολαμβάνω. Την Κεβή, τον Ιάκωβο (και μέντορά μου), τη Ζυράννα (ναι, τη Ζατέλη), τη Λίλη, τον Θανάση… Γιατί είναι πιο νέοι από τους νέους. Και συζητούν ώρες με γέλια και βαθιά κουλτούρα.
Κεβή Σαρρή: Μια ζωή σαν παραμύθι
– Κεβή, θα μπορούσες να κάνεις μια περίληψη της πλούσιας ζωής σου;
Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, αλλά μεγάλωσε στο Κολωνάκι. Μετά το σχολείο άρχισα να δουλεύω στο υπουργείο, ως ιδιαιτέρα του κυρίου Γεωργαλά για τρία χρόνια. Μετά παντρεύτηκα και στα 21 μου ήρθε η κόρη μου. Ο γάμος μου κράτησε 15 χρόνια και το 1978 χώρισα. Από κει και πέρα, έμενα με την κόρη μου, η οποία όμως μετά από λίγα χρόνια έφυγε στην Ιταλία για να σπουδάσει. Εγώ δούλεψα έναν χρόνο ως διακοσμήτρια, είδα όμως ότι δεν μου άρεσε αυτό το επάγγελμα τελικά.
Η επόμενη δουλειά μου ήταν ως τραγουδίστρια, στην αρχή σε μια κοσμική ταβέρνα και μετά σε μπουζουξίδικα, επί τριάμισι χρόνια. Το βαρέθηκα και σταμάτησα, αλλά παράλληλα είχα ανοίξει στο Κολωνάκι, με την αδελφή μου στην αρχή και μετά μόνη μου, ένα δισκάδικο, το περίφημο Fifty Fifty, το οποίο προωθούσε κυρίως μουσική από όλο τον κόσμο. Αυτό κράτησε μέχρι τις αρχές του ’90, οπότε τα δισκάδικα άρχισαν να μην πηγαίνουν και τόσο καλά.
Για ένα διάστημα, λόγω της οικονομικής δυσπραγίας, πήγαινα και τραγουδούσα δύο φορές την εβδομάδα στη «Στοά των Αθανάτων» – ένα πάρα πολύ ωραίο μαγαζί και μια καταπληκτική εμπειρία για μένα. Έκανα και κάποιες εκπομπές στο ραδιόφωνο, που τότε ήταν κρατικό, με ιταλική παραδοσιακή μουσική και τροβαδούρους απ’ όλο τον κόσμο. Είχαμε και μια εκπομπή με τη Μαρία Λαϊνά για τη δεκαετία του ’50 στην Ελλάδα. Τελικά αποφάσισα να μετατρέψω το μαγαζί σε πωλητήριο ινδικών μικροεπίπλων και διαφόρων αντικειμένων, και άρχισαν τα ταξίδια στην Ινδία. Είχε προηγηθεί ένα ταξίδι στο Νεπάλ, που μου το έκανε δώρο ένας φίλος. Εκεί αναλάβαμε κατά κάποιον τρόπο ένα πάρα πολύ φτωχό παιδί, το οποίο ο φίλος μου το έστειλε στο κολλέγιο να σπουδάσει. Διατηρούμε ακόμα επαφές μαζί του. Στην Ινδία έχω ταξιδέψει δεκατέσσερεις φορές και οκτώ στο Νεπάλ.
Όταν μου αύξησαν πάρα πολύ το ενοίκιο στο μαγαζί, συνεννοήθηκα με τον πατέρα μου, που είχε ένα άλλο στην Πλάκα, να πάω εκεί και να του δίνω ενοίκιο. Στο μεσοδιάστημα όμως έπαθε ένα ελαφρύ εγκεφαλικό, το οποίο ήταν αδύνατο να το ανεχτεί, λόγω του χαρακτήρα του κυρίως, και βγήκε στην επιφάνεια ο πατέρας της παιδικής μου ηλικίας. Ένας πολύ σκληρός και παράλογος άνθρωπος, που τελικά δεν μου έδωσε το μαγαζί και εγώ έμεινα άνεργη. Αναγκάστηκα να προσληφθώ στο κατάστημα μιας φίλης μου, για να συμπληρώσω τα ένσημά μου, και έτσι πήρα σύνταξη γύρω στα 61 μου χρόνια. Από κει και πέρα, επί δύο χρόνια ασχολήθηκα με μετανάστες – ήθελα να γράψω και ένα βιβλίο για τους μετανάστες, αλλά δεν τα κατάφερα για διάφορους λόγους. Ύστερα άρχισα να ζω τη ζωή ενός συνταξιούχου, όμως πάντα διασκέδαζα, έβγαινα έξω με μια μεγάλη γυναικοπαρέα που είχα και συνεχίζω μέχρι σήμερα.
– Το βιβλίο «Χάρις σε σένα» πώς προέκυψε;
Ξεκίνησε ως μία προσπάθεια να γράψω την ιστορία μου στον εγγονό μου –όχι για να γράψω ένα βιβλίο. Διάφοροι φίλοι όμως που το διάβασαν στο μεταξύ, με προέτρεψαν να το κάνω βιβλίο και έτσι προχώρησα. Δεν είχα να φοβηθώ κάτι – ποτέ δεν με ένοιαζε η γνώμη του κόσμου.
– Ποιες, λοιπόν, ήταν οι πιο καθοριστικές στιγμές σε αυτή την τόσο ταραχώδη, πλούσια και όμορφη ζωή;
Όταν ήμουν μικρή, σε σχέση με τις αδερφές μου, έβλεπα πολύ διαφορετικά τον κόσμο. Τους συγγενείς μας δεν τους έβλεπα όλους το ίδιο, μέσα μου έκανα διάφορους διαχωρισμούς. Η μητέρα μου είχε δύο αδέρφια, το ένα ήταν η πάμπλουτη Αμερικάνα θεία μου, και το άλλο, ο πρωτότοκος, ήταν ζητιάνος. Δηλαδή, η πλούσια έμενε στη Μεγάλη Βρεταννία, σε σουίτα, και απέξω ο θείος ζητιάνευε μιλώντας γαλλικά – γιατί είχε τελειώσει γαλλικό σχολείο. Τα δικά μας οικονομικά ήταν πολύ περιορισμένα, αλλά μπαινόβγαινα στη Μεγάλη Βρεταννία, παίρναμε πρωινό στου Zonar’s, κατεβαίναμε στα Aστέρια της Γλυφάδας – τα έβλεπα όλα κάπως κινηματογραφικά. Από όλο αυτό, το μάθημα ζωής για μένα ήταν ότι η μεν θεία –αν και πάμπλουτη, όπως είπα– ήταν ένας πολύ δυστυχισμένος άνθρωπος, που ουσιαστικά δεν αγαπούσε κανέναν και δεν την αγαπούσε κανείς. Ο δε ζητιάνος θείος ήταν ένας ευτυχής άνθρωπος, που έλεγε πάντα δόξα τω Θεώ. Αυτό ήταν πολύ καθοριστικό για μένα, όσον αφορά τον τρόπο που έβλεπα τα πράγματα.
Ήμουν ένα πάρα πολύ καταπιεσμένο παιδί, κυρίως εξαιτίας του πατέρα μου, ενώ εμένα μου άρεσε να τραγουδάω, να χορεύω, να σκηνοθετώ. Και ενώ θα έδινα εξετάσεις στο Πολυτεχνείο, με τον πατέρα μου βέβαια διαρκώς πάνω από το κεφάλι μου, κατάλαβα ότι ένας καλός γάμος θα με απομάκρυνε από το σπίτι, θα έκανε χαρούμενη και τη μητέρα μου που την αγαπούσα πολύ, οπότε επέλεξα αυτό τον δρόμο. Γνώρισα τον άντρα μου, έφτιαξα έναν έρωτα μέσα στο κεφάλι μου, γιατί δεν μπορούσα να λειτουργήσω συμφεροντολογικά, και έτσι παντρευτήκαμε. Ήταν ένας άνθρωπος που είχε τελειώσει την Ανωτάτη Εμπορική, είχε δικό του σπίτι και μια καλή οικονομική κατάσταση – παρόλο που η οικογένειά του ήταν λαϊκή, ενώ εμείς ήμασταν αστοί.
Όταν δούλευα στο υπουργείο, πριν από τη χούντα, ο Γεωργαλάς έγραφε την αντικομμουνιστική προπαγάνδα στην Υπηρεσία Πληροφοριών, όπου ήμουν διορισμένη, και εγώ κρατούσα τις σημειώσεις του. Ήταν άψογος απέναντί μου και εγώ κυκλοφορούσα άνετα ό,τι ώρα ήθελα εκεί μέσα, ενώ οι υπόλοιποι χρειάζονταν ειδική άδεια για να μπουν. Μέχρι τότε, βέβαια, εγώ από πολιτική δεν έπαιρνα καθόλου χαμπάρι. Αργότερα, επειδή ο άντρας μου ήταν αριστερός και είχε δει αυτά που έγραφα, μου είπε ότι ήταν αυστηρώς απόρρητα και έπρεπε να προσέχω. Εγώ, με τα χεράκια μου, έχω γράψει όλη τη βία και τη νοθεία του Καραμανλή το ’61. Όταν έφυγε ο Γεωργαλάς και έφεραν στη θέση του κάτι καραβανάδες και έσφιξαν τα πράγματα, χωρίς να πω τίποτα σε κανέναν δικό μου, πήγα και υπέβαλα παραίτηση.
Περνώντας τα χρόνια, σημαντικός σταθμός στη ζωή μου ήταν ο ξάδερφός μου ο Άλκης. Ήταν ένας άνθρωπος με μια πολύ περίεργη και βαριά αρρώστια, ο οποίος πέθανε στα 29 του χρόνια και ήταν κάτι που καθόρισε τη ζωή μου. Η πολιτικοποίησή μου άρχισε με τον άντρα μου τον Τάσο, γιατί τότε τρέχαμε στις διαδηλώσεις του Παπανδρέου και λοιπά. Έγινε όμως κυρίως με τον Άλκη και την παρέα του, η οποία αποτελούνταν από τον Σαββόπουλο, τον Κυριτσόπουλο, τον Αντρέα τον Στάικο και διάφορους άλλους τέτοιους. Θαύμαζα πολύ τον Σαββόπουλο, γιατί πηγαίναμε σχεδόν κάθε μέρα στο «Ροντέο» και στο «Κύτταρο» τότε. Κάποια στιγμή φιλοξενήσαμε τον Άλκη σπίτι μας για δυόμισι μήνες και σε αυτό το διάστημα έγινε η αλλαγή πορείας της ζωής μου. Ανοίχτηκε μπροστά μου ένας δρόμος που δεν τον ήξερα. Με τους φίλους του μιλούσαν για κινηματογράφο, βιβλία, ιδέες… Εγώ τότε είπα ότι αυτή είναι μια γλώσσα που δεν την καταλαβαίνω, αλλά σίγουρα θα τη μάθω.
Άλλος σταθμός στη ζωή μου ήταν η γνωριμία μου με τον Περικλή Κοροβέση, μετά το διαζύγιό μου. Ήταν αυτό που λέμε κεραυνοβόλος έρωτας. Το πυροτέχνημα κράτησε τρεις μήνες και η αγάπη μια ζωή.
Συγχρόνως βέβαια ήταν και ένας άνθρωπος με τον οποίο αποκλείεται να ζούσα μαζί, όσο κι αν τον αγαπούσα. Ήταν ένας άνθρωπος γεννημένος επαναστάτης, είχε τον δικό του τον χαβά – που ήταν τελείως διαφορετικός από τον δικό μου, αλλά η αγάπη υπερίσχυε όλων. Τον αγαπούσα και τον θαύμαζα πολύ, αλλά συγχρόνως μου ερχόταν να του σπάσω και τα μούτρα, επειδή έπινε πολύ και τότε άλλαζε προσωπικότητα.
Ήμουν παρούσα στα γεγονότα και της Νομικής και του Πολυτεχνείου. Πριν από τρεις εβδομάδες τότε είχε πεθάνει ο Άλκης και εγώ ήμουν σαν ζόμπι. Μας τηλεφώνησε ο Παντελής Βούλγαρης να κατέβουμε στην Αθήνα γιατί γινόταν το σώσε. Όταν δεν ήμασταν στο Πολυτεχνείο, πηγαίναμε για λίγο στο σπίτι μιας φίλης στη Στουρνάρη. Σε μια φάση ακούμε ότι πέφτουν δακρυγόνα, πάμε στο φαρμακείο και ξαναγυρίζουμε πίσω. Πέφτει ένα δακρυγόνο μπροστά στα πόδια μου, με σέρνει ο φίλος μου ο Ιάκωβος μέσα στο σπίτι και τότε μας πήραν τηλέφωνο και μας είπαν να μην πάμε πάλι στο Πολυτεχνείο γιατί κατεβαίνουν τα τανκς. Από τον έκτο όροφο της πολυκατοικίας, είδαμε όλα όσα συνέβησαν στο Πολυτεχνείο τότε. Ανοίγαμε την πόρτα της εισόδου να μπουν να γλιτώσουν άνθρωποι που κυκλοφορούσαν στον δρόμο. Θυμάμαι έναν δημοσιογράφο, μέσα στα αίματα, που μας είπε ότι σκοτώνουν κόσμο. Είδαμε με τα μάτια μας το τανκ που πέρασε πάνω από την πύλη. Φρικιαστικά πράγματα Το πένθος μου για τον Άλκη τότε ήταν ασήκωτο και το Πολυτεχνείο ήταν σαν να με επανέφερε στη ζωή. Κατάλαβα δηλαδή ότι η ζωή συνεχίζεται…
Η Ινδία ήταν κι αυτή ένα καθοριστικό σημείο της ζωής μου, γιατί με το που πάτησα το πόδι μου εκεί, αισθάνθηκα ότι έχω κάποια σχέση με αυτή τη χώρα. Δηλαδή, όταν πήγα στη Βραζιλία, ήμουν τουρίστρια – στην Ινδία, δεν ήμουν τουρίστρια. Την αγάπησα την Ινδία, τις μυρωδιές της, τη βρώμα της, τα χαμόγελα των ανθρώπων, τη φιλοξενία τους, την τεράστια διαφορά – γιατί και στη ζωή μου δεν μ’ αρέσει ο μέσος δρόμος, βαριέμαι. Μου άρεσε πολύ που είχα την άνεση να αισθάνομαι πάμπλουτη και να μένω στο Παλάτι του Μαχαραγιά και μετά να ξεχύνομαι στα παζάρια, μέσ’ στη βρώμα και τη φτώχεια. Αυτός ο συνδυασμός ήταν ό,τι καλύτερο για μένα, δεν ένιωθα κάποια ενοχή.
– Ένιωσες αλλού ενοχή;
Ενοχή με είχε πιάσει όταν είχα πάει στη Βουδαπέστη, το ’66. Το ’56 εκεί είχε γίνει επανάσταση και μετά από μια δεκαετία πήγα εγώ, ως κομμουνίστρια υποτίθεται, αν και κατά βάθος ήμουν άσχετη. Γίνονταν πανευρωπαϊκοί αγώνες και είχαμε πάει με τον άντρα μου, που ήταν αθλητικός παράγοντας. Είναι μια πανέμορφη πόλη, αλλά τότε υπήρχε απίστευτη φτώχεια και μια μιζέρια που στην Ινδία δεν την αισθάνθηκα ποτέ. Στη Βουδαπέστη ήταν και οι άνθρωποι φοβισμένοι. Θυμάμαι ότι μπήκαμε στο στάδιο, που ήταν φίσκα στον κόσμο. Μπήκε πρώτη η Ελλάδα και έγινε χαμός – είχαμε τότε τον Παπανικολάου τον επικοντιστή. Ακολούθησαν η Γαλλία, η Αγγλία και ο κόσμος ζητωκραύγαζε. Εγώ, με τα χέρια μου υψωμένα, περίμενα να μπει η Σοβιετική Ένωση –γιατί είχε και απίστευτη ομάδα, με πρωταθλητές κόσμου– και τότε πέφτει μία μουγκαμάρα απίστευτη. Πάγωσα με αυτό που είδα και είπα μέσα μου ότι κάτι στραβό σκέφτομαι εγώ, η «κομμουνίστρια». Μετά από αυτό, στο ξενοδοχείο αρχίσαμε να παρατηρούμε ότι υπήρχαν χαφιέδες, κάτι που δεν είχαμε καταλάβει μέχρι τότε. Δεν έπαψα να είμαι αριστερή, αλλά έγινα εντελώς αντισοβιετική.
– Και ο Λούκυ;
Ένα από τα πιο γοητευτικά πρόσωπα που έχω γνωρίσει στη ζωή μου ήταν ο Λουκιανός. Γίναμε πολύ καλοί φίλοι και είχαμε τόσο κοινή γλώσσα, που παρότι μιλούσαμε ατελείωτες ώρες, θα μπορούσαμε να μη λέμε τίποτα και πάλι να συνεννοούμαστε. Ήταν σαν νεραϊδογεννημένος, δεν είχε πρακτική διάσταση. Είχα τραγουδήσει και μαζί του κάποια στιγμή – πέρασα τον ωραιότερο μήνα στη ζωή μου, σε μια περιοδεία σε όλη την Ελλάδα, σαν σε σχολική εκδρομή.
– Τι θα ήθελες να πεις με δυο φράσεις στον εγγονό σου, στον οποίο αφιερώνεις και το βιβλίο;
Του λέω από την καρδιά μου αυτό που γράφω και στο τέλος του βιβλίου: Τα δύσκολα να μην τ' αφήνεις να σε παίρνουν από κάτω, να είσαι γενναιόδωρος με τα αισθήματα και ανοιχτοχέρης με την τσέπη σου, και να ασχοληθείς με αυτά που σε κάνουν ευτυχισμένο.