Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΧΘΕΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΦΑΚΟ ΤΟΥ HENRI CARTIER-BRESSON
Η ελληνική ψυχή περασμένων δεκαετιών απαθανατίστηκε σε εμβληματικές φωτογραφίες του Henri Cartier-Bresson, πολλές από τις οποίες εκτίθενται για πρώτη φορά στο κοινό, στο μουσείο του Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή στην Αθήνα.
Το καλοκαίρι του 1987, το Ίδρυμα Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή εγκαινίασε τη Νέα Πτέρυγα του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης στην Άνδρο, με μία έκθεση έργων του σπουδαίου Γάλλου φωτογράφου Henri Cartier-Bresson (1908-2004). Σε ηλικία 79 ετών τότε, είχε ο ίδιος επιλέξει τις 150 φωτογραφίες που παρουσιάστηκαν, ενώ ταξίδεψε αυτοπροσώπως στο νησί για να επιβλέψει το στήσιμο της έκθεσης. Ωστόσο, σήμερα δεν υπάρχει καμία καταγραφή του τι ακριβώς είχε συμπεριλάβει.
«Επειδή ήταν το ξεκίνημα της πολιτιστικής δραστηριότητας του Ιδρύματος στην Άνδρο, δεν υπάρχει κατάλογος», εξηγεί η Μαρία Κουτσομάλλη-Moreau, υπεύθυνη συλλογής του Ιδρύματος. «Έκτοτε, κάθε έκθεση συνοδεύεται από τον σχετικό κατάλογο, αλλά δυστυχώς δεν ξέρουμε τι ακριβώς είχε φέρει τότε».
Εκείνο που ξέρουμε είναι ότι ο Henri Cartier-Bresson και η δεύτερη σύζυγός του, η επίσης φωτογράφος Martine Franck, ήταν αγαπημένοι φίλοι του Βασίλη και της Ελίζας Γουλανδρή, έχοντας γνωριστεί μαζί τους στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ή στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Φέτος, η φιλία που ένωνε τα δύο αυτά ζευγάρια στάθηκε αφορμή για να επιχειρήσει το Ίδρυμα Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή κάτι μοναδικό στην ιστορία του: να παρουσιάσει δύο αδελφικές εκθέσεις στα μουσεία του σε Άνδρο και Αθήνα, με έργα που προέρχονται από τη συλλογή του Ιδρύματος Cartier-Bresson.
Στην Άνδρο παρουσιάζεται μια αναδρομική έκθεση του έργου της Martine Franck, με τίτλο «Κοιτάζοντας τους άλλους», ενώ στην Αθήνα παρουσιάζονται στον ίδιο χώρο δύο διαφορετικές εκθέσεις αφιερωμένες στο έργο του Henri Cartier-Bresson. Η πρώτη έχει τίτλο «Η αποφασιστική στιγμή» και περιλαμβάνει 76 από τις 126 φωτογραφίες του που είχαν περιληφθεί στο μνημειώδες ομότιτλο άλμπουμ, που εκδόθηκε το 1952. Η δεύτερη, υπό τον τίτλο «Ελλάδα», περιλαμβάνει φωτογραφίες που τράβηξε ο Cartier-Bresson στη χώρα μας κατά τη διάρκεια τριών ταξιδιών που πραγματοποίησε το 1937, το 1953 και το 1961, οι οποίες στο μεγαλύτερο μέρος τους παρουσιάζονται για πρώτη φορά στο κοινό.
Την επιμέλεια της ελληνικής ενότητας ανέλαβε η Μαρία Κουτσομάλλη-Moreau, που βρέθηκε στην έδρα του Ιδρύματος Cartier-Bresson για να μελετήσει τα αρχεία του και να κάνει την επιλογή.
«Ήταν κάτι το εντελώς μοναδικό για την πορεία μου», μου λέει η ίδια. «Με έβαλαν στο γραφείο όπου βρίσκεται η Aude Raimbault, υπεύθυνη των συλλογών και επιμελήτρια της ενότητας Η αποφασιστική στιγμή, μαζί με άλλα δύο άτομα. Μου έφερναν τα κουτιά στα οποία φυλάσσεται το αρχείο ανά έτη, και πραγματικά γελούσαν γιατί με έβλεπαν να τα ανοίγω, να κοιτάζω τις φωτογραφίες και να λέω κάθε τρεις και λίγο: Πω πω! Μα τι είναι αυτό; Μα δεν το πιστεύω!
»Ήταν συγκλονιστικό για μένα, γιατί δεν είχα καταλάβει ότι ο Cartier-Bresson είχε ταξιδέψει τόσο στην Ελλάδα και είχε βγάλει τόσες φωτογραφίες».
Ο Henri Cartier-Bresson και η ελληνική ψυχή
«Προσωπικά, γνώριζα μόνο κάποιες λιγοστές και ήδη διάσημες φωτογραφίες, όπως τις Σίφνος, Αγίων Ασωμάτων 45, Αθήνα και Ήπειρος», γράφει η Μαρία Κουτσομάλλη-Moreau στον διπλό κατάλογο για το εκθεσιακό αφιέρωμα. Όπως σημειώνει, «ο Henri κατόρθωσε, καλύτερα από κάθε άλλον, να συνθέσει πάνω στο φωτογραφικό φιλμ κάτι πολύ δύσκολο να περιγραφεί: την ελληνική ψυχή. Η Jacqueline de Romilly και ο Jacques Lacarrière, επίσης Γάλλοι, μπόρεσαν να την περιγράψουν με μεγάλη εκφραστικότητα.
»Αλλά χάρη στον Henri, αυτή η άπιαστη έννοια απέκτησε μορφή, πήρε σάρκα και οστά. Τα πρόσωπα που παρελαύνουν, επώνυμοι και μη, νέοι ή ηλικιωμένοι, συμπληρώνουν, καθένα με τον τρόπο του, το ολοκληρωμένο πορτραίτο ενός λαού αγέρωχου μπροστά στις αντιξοότητες, γενναιόδωρου παρά την ανέχεια που έχει βιώσει, υπερήφανου για τις παραδόσεις του, την πατρογονική και πολιτισμική κληρονομιά του».
Τα ταξίδια του Henri Cartier-Bresson στην Ελλάδα
Το 1937, ο Henri Cartier-Bresson έρχεται στην Ελλάδα μαζί με την πρώτη του σύζυγο, λίγο μετά τον γάμο τους. Οι δυο τους επισκέφθηκαν περιοχές όπως η Αθήνα, το Γαλαξίδι, οι Δελφοί, οι Μυκήνες, η Ύδρα και οι Σπέτσες, και οι ελάχιστες φωτογραφίες που σώζονται δεν έχουν ακόμα τη ματιά του φωτορεπόρτερ.
«Ανάμεσά τους υπάρχουν αυθόρμητες φωτογραφίες της γυναίκας του και φωτογραφίες θα έλεγα τουριστικές», επισημαίνει η Μαρία Κουτσομάλλη-Moreau. «Ας πούμε, πήρε φωτογραφία τον Ισθμό της Κορίνθου, το θέατρο των Δελφών, αλλά δεν είχε τόσο την επαγγελματική ματιά, γιατί εξάλλου το ’37 ο ίδιος δεν θεωρούσε τον εαυτό του επαγγελματία φωτορεπόρτερ. Στα δύο επόμενα ταξίδια, το ’53 και το ’61, αλλάζουν όλα. Εκεί είναι πραγματικά φωτορεπόρτερ, σε βαθμό που ενώ το ταξίδι του ’53 δεν είναι συνδυασμένο με καμία επαγγελματική ανάθεση, παρ’ όλα αυτά τα αρνητικά του δείχνουν έναν επαγγελματία την ώρα της δουλειάς, ο οποίος γράφει κείμενα για κάθε φωτογραφία, ώστε να μπορεί να δώσει το σωστό μήνυμα σε όποιο περιοδικό θα ενδιαφερόταν μετά να τις εκδώσει».
Για παράδειγμα, για τη φωτογραφία που τράβηξε μπροστά από το κτίσμα στην Αγίων Ασωμάτων 45 –που υπάρχει μέχρι και σήμερα– με τις δύο Καρυάτιδες, έγραφε: «Αρχαιοπρεπής εξώστης, κατασκευασμένος στα τέλη του περασμένου αιώνα, δισέγγονος του Ερέχθειου. Πιθανότατα, η αντίθεση ανάμεσα στην εξιδανικευμένη αγαλματοποιία και τον ντόπιο πληθυσμό δεν είναι μεγαλύτερη τώρα απ’ όσο ήταν κατά την κλασική περίοδο».
Σε φωτογραφίες από ταβέρνες της Αθήνας και του Πειραιά, απαθανατίζει και περιγράφει γλαφυρά το ζεϊμπέκικο: «Σε ταβέρνα-καφενείο, ένας Έλληνας χορεύει ζεϊμπέκικο υπό τους ήχους της μουσικής που παίζει μια ορχήστρα μπουζουκιών. Η ορχήστρα περιλαμβάνει πιάνο, ακορντεόν, κλαρίνο και αρκετά μπουζούκια, ενώ πάντα υπάρχει μια νεαρή τραγουδίστρια στο κέντρο της ορχήστρας, με ύφος μοιραίας γυναίκας. Το ζεϊμπέκικο χορεύεται από έναν άνδρα. Όλοι κάθονται και πίνουν, ώσπου κάποιος σηκώνεται και αρχίζει να χορεύει. Κανείς δεν δίνει ιδιαίτερη προσοχή και κανείς δεν τον χειροκροτά όταν τελειώνει. Απλά επιστρέφει στο τραπέζι του και κάθεται.
»Πρόκειται για χορό αυτοσχεδιασμού, παρότι έχει τους δικούς του κανόνες. Εκτελείται με μεγάλη σοβαρότητα, τα μάτια είναι πάντοτε στραμμένα κάτω, η κίνηση αργή, καμιά φορά σχεδόν ξέπνοη. Στο τέλος μιας αργόσυρτης φιγούρας, με μια απότομη κίνηση ο χορευτής χτυπά το πόδι του ή σκύβει για να ακουμπήσει το πάτωμα, ξαναρχίζοντας κατόπιν τον αργό, κυκλικό, περιστροφικό χορό. Το ζεϊμπέκικο είναι απολύτως ατομικό και πολύ αποκαλυπτικό για την προσωπικότητα του χορευτή, τόσο μάλιστα που ορισμένες φορές νιώθεις αμηχανία ως θεατής. Τα μάτια του χορευτή εστιάζονται στα πόδια του, σαν να γυρεύει ένα σωματικό κέντρο βάρους, κι ο ίδιος ο χορός είναι η αναζήτηση ενός πνευματικού κέντρου βάρους. Η σημασία του χορού έχει χαθεί, τον έφεραν όμως οι πρόσφυγες από τη Σμύρνη, και αποτελεί δημοφιλή μορφή χορού στην Ελλάδα».
Στην Επίδαυρο με τη Μαρία Κάλλας
Στο τρίτο του ταξίδι, το 1961, είχε έρθει ως απεσταλμένος του περιοδικού Holiday και της αμερικάνικης Vogue, με ένα πρόγραμμα οργανωμένο σε συνεργασία με τον ΕΟΤ, που του έδωσε την ευκαιρία να επισκεφθεί την Αθήνα, τον Βόλο, το Πήλιο, τη Θεσσαλία, την Ήπειρο, την Πελοπόννησο, τις Κυκλάδες και την Επίδαυρο. Μάλιστα, στις 6 Αυγούστου φωτογράφισε στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου τις πρόβες της όπερας «Μήδεια», σε σκηνικά και κοστούμια Γιάννη Τσαρούχη, με τη Μαρία Κάλλας στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Η συγκεκριμένη λήψη περιλαμβάνεται στην έκθεση σε μια ειδική σύγχρονη αναπαραγωγή που έγινε κατ’ εξαίρεση, αφού το Ίδρυμα Cartier-Bresson δεσμεύεται από τις επιθυμίες των ιδρυτών να εκθέτει μόνο φωτογραφίες τους που είχαν τυπωθεί όσο εκείνοι ήταν εν ζωή, οπότε και τις είχαν εγκρίνει.
«Αυτή ήταν μία από τις τελευταίες εκπλήξεις που είχα μελετώντας το αρχείο», θυμάται η Μαρία Κουτσομάλλη-Moreau. «Όταν είδα σε φωτογραφίες εκείνης της χρονιάς τον Τσαρούχη να είναι μαζί με ερμηνευτές στην Επίδαυρο, κατάλαβα ότι επρόκειτο για τη συγκεκριμένη παράσταση και ζήτησα να δω τα αρνητικά, γιατί ήμουν σίγουρη ότι θα έβλεπα κάπου την Κάλλας. Είδα τελικά ότι ο Cartier-Bresson είχε πάρει μόλις τέσσερις-πέντε φωτογραφίες αυτής της ιδιαίτερης στιγμής που εκείνη μιλάει με τον Τσαρούχη, κατά πάσα πιθανότητα λίγο πριν μπει ή μόλις βγαίνει από τη σκηνή. Ζήτησα αν μπορούσαμε κατ’ εξαίρεση να κάνουμε μια αναπαραγωγή του αρνητικού, για να το συμπεριλάβουμε στα ντοκουμέντα που πλαισιώνουν τις φωτογραφίες του».
Οι φωτογραφίες που δεν βλέπουμε
Ρωτάω τη Μαρία Κουτσομάλλη-Moreau αν είδε άλλες φωτογραφίες σε αρνητικά του αρχείου που πραγματικά θα ευχόταν να μπορούσαμε να δούμε κι εμείς, και με παραπέμπει σε ένα ακόμα ντοκουμέντο που υπάρχει στους τοίχους της έκθεσης: μια σελίδα από το Scrapbook που είχε ετοιμάσει ο Henri Cartier-Bresson για την προετοιμασία της αναδρομικής έκθεσής του στο MoMΑ της Νέας Υόρκης το 1947: «Είχε κολλήσει σε ένα ημερολόγιο ένα σύνολο μικρών φωτογραφιών, για να κάνουν οι επιμελητές της έκθεσης την τελική επιλογή. Σε μία σελίδα, την οποία παρουσιάζουμε σε μεγάλο πόστερ, υπάρχουν τα Μέγαρα, που έχουμε στην έκθεση σε αυθεντικό τιράζ. Αν ανέβεις δύο φωτογραφίες πιο πάνω, υπάρχει ένα συγκλονιστικό πορτρέτο γυναίκας και πραγματικά είναι πολύ κρίμα που δεν μπορούμε να βρούμε τιράζ της».
Όπως λέει, ο Cartier-Bresson είχε να θυμάται τη γενναιοδωρία των Ελλήνων, που την εξέφραζαν όχι μόνο επιτρέποντάς του να τους βγάλει φωτογραφία αλλά και πρακτικά: «Μία φωτογραφία του που δεν είναι στην έκθεση και μου άρεσε πάρα πολύ απεικονίζει μια οικογένεια που συνάντησε νομίζω μεταξύ Κορίνθου και Πάτρας. Ήταν χωρικοί που δούλευαν στο κτήμα τους και την ώρα της ξεκούρασης είχαν σταθεί να φάνε το μεσημεριανό τους. Ήταν μόλις ένα κρεμμύδι και μια φέτα ψωμί, και του πρότειναν να τα μοιραστούν μαζί του, παρότι αυτό ήταν όλο κι όλο το γεύμα τους».
Μεγάλοι Έλληνες απέναντι στον φακό του Henri Cartier-Bresson
Εκτός από τον Γιάννη Τσαρούχη, και άλλοι διάσημοι Έλληνες είχαν στηθεί απέναντι από τον φακό του, όπως ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας το 1953 και ο Οδυσσέας Ελύτης το 1961.
«Γενικά, ήταν τόσο περιέργος για τη χώρα στην οποία πήγαινε, που ήθελε να ζήσει σαν τον λαό της και να γνωρίσει ανθρώπους που θα μπορούσαν να του μεταφέρουν γνώσεις για τον τόπο», μου εξηγεί η Μαρία Κουτσομάλλη-Moreau. «Κι επειδή ήταν ιδιαίτερα φιλέλληνας, όπως πολλοί Γάλλοι της εποχής, σίγουρα είχε την ανάγκη να μιλήσει με διανοούμενους, για να του μεταφέρουν την αίσθηση της ελληνικότητας όπως την αισθανόντουσαν πλέον οι μοντέρνοι Έλληνες».
Μολονότι η έκθεση στην Αθήνα είναι θα έλεγα χορταστική, στην πραγματικότητα εκπροσωπεί ένα πολύ μικρό κομμάτι από την κληρονομιά του Henri Cartier-Bresson, και ρωτάω την επιμελήτρια του ελληνικού σκέλους της πώς αισθανόταν που έπρεπε να εστιάσει μόνο εκεί.
«Όταν ήρθε η ώρα να γράψω το κείμενό μου, σκέφτηκα λιγάκι σε σχέση με την έκθεση Ο νεοϊμπρεσιονισμός στα χρώματα της Μεσογείου, την οποία είχα επιμεληθεί», μου απαντάει. «Σε αυτή υπήρχε ένα πολύ εμβληματικό και εντελώς επαναστατικό έργο του Georges Seurat, το Ένα κυριακάτικο απόγευμα στο νησί της Γκραντ Ζατ, το οποίο είναι δύο επί τρία μέτρα, έξι τετραγωνικά εν ολίγοις. Ένας Γάλλος κριτικός τέχνης που είχε υποστηρίξει ιδιαίτερα τους νεοϊμπρεσιονιστές και τον θαυμάζω πολύ, ο Félix Fénéon, όταν είχε έρθει η σειρά του να μιλήσει για το έργο αυτό είχε αποφασίσει να ασχοληθεί με ένα μικρό τετράγωνό του, 10 εκατοστά επί 10 εκατοστά, γιατί θεωρούσε ότι μέσα από αυτή την πολύ συγκεκριμένη ματιά θα μπορέσει κανείς να καταλάβει γιατί είναι τόσο επαναστατική αυτή η ζωγραφική.
»Έτσι λοιπόν εγώ, όταν ήρθε η σειρά μου να δω όλο το έργο του Cartier-Bresson υπό το φως της Ελλάδος, ένιωθα πραγματικά ότι είχα πιάσει ένα μικροσκόπιο και μέσα από αυτή την πολύ μικρή επιλογή έπρεπε να αναδείξω ό,τι είναι πιο ουσιαστικό για τη φωτογραφία του. Και το πιο ουσιαστικό είχε να κάνει καθαρά με τον άνθρωπο, ο οποίος είναι στο κέντρο όλων των φωτογραφιών, αλλά και με τη μεγάλη ανησυχία θα έλεγα του δημιουργού για τη γεωμετρία και για τη φύση. Αυτά καθοδήγησαν την επιλογή μου».
Η έκθεση «Henri Cartier-Bresson» θα διαρκέσει μέχρι τις 27 Οκτωβρίου 2024. Ίδρυμα Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή, Αθήνα: Ερατοσθένους 13, Παγκράτι.