Η ΕΛΛΑΔΑ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΘΕΡΜΟΤΕΡΗ ΚΑΙ ΞΗΡΟΤΕΡΗ
Πόσο ευάλωτη είναι η ελληνική φύση και πώς διαγράφεται το μέλλον της χώρας μας την εποχή της κλιματικής κρίσης; Ο Νίκος Πέτρου, πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρίας Προστασίας της Φύσης, της παλαιότερης μη κυβερνητικής οργάνωσης προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος της χώρας μας, απαντά σε όλες μας τις ερωτήσεις.
Η προσπάθεια προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος της χώρας μας ξεκίνησε πολύ πριν η οικολογία γίνει μόδα και κίνημα. Το 1951, για την ακρίβεια. Όταν ιδρύθηκε η Ελληνική Εταιρία Προστασίας της Φύσης (ΕΕΠΦ).
Ο επί χρόνια πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρίας και από το 2021 Αντιπρόεδρος του διεθνούς Ιδρύματος για την Περιβαλλοντική Εκπαίδευση (Foundation for Environmental Education - FEE), Νίκος Πέτρου, μας ξεναγεί στην παλαιότερη μη κυβερνητική οργάνωση προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος της χώρας και μιλά για το μέλλον μας σε συνάρτηση μαζί του.
Η επαφή του με τη φύση ξεκίνησε σε νεαρή ηλικία, όταν ακολουθούσε τον πατέρα και τους θείους του σε κυνήγι στα βουνά της Ρούμελης, μας λέει. Η αγάπη του για τα πουλιά συνδυάστηκε με το ενδιαφέρον του για τη φωτογραφία όταν απέκτησε, μαθητής γυμνασίου, την πρώτη του μηχανή.
Κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών του σπουδών ήρθε σε επαφή με τη λειτουργία των ΜΚΟ, τον περιβαλλοντικό εθελοντισμό και τη δουλειά στο πεδίο.
«Από το 1988, άρχισα να φωτογραφίζω τη φύση και την άγρια ζωή στην Ελλάδα και τα επόμενα χρόνια δημοσιεύτηκαν τα πρώτα μου άρθρα, εκδόθηκαν τα πρώτα μου βιβλία, άρχισα να κάνω ομιλίες και παρουσιάσεις και να συνεργάζομαι με οργανώσεις. Έτσι κάπως ξεκίνησε και η επαφή μου με την Ελληνική Εταιρία Προστασίας της Φύσης, το 2000, όταν προσκλήθηκα να μιλήσω για τον Αχελώο και το θέμα τη εκτροπής», διηγείται.
– Πόσο εύκολη ήταν η συζήτηση για περιβαλλοντικά θέματα στην Ελλάδα πριν από 70 χρόνια;
Στη ρημαγμένη από την Κατοχή και τον εμφύλιο Ελλάδα, όταν προτεραιότητες ήταν η επιβίωση και η ανασυγκρότηση της χώρας, η ανάγκη για προστασία της φύσης ήταν αδιανόητη για τους περισσότερους.
Σχεδόν όλοι οι ιδρυτές της Ελληνική Εταιρία Προστασίας της Φύσης προέρχονταν από τον Ελληνικό Ορειβατικό Σύνδεσμο. Είχαν επαφή με τη φύση και γνώριζαν τις καταστροφές που είχαν συντελεστεί. Έβλεπαν τις δυσκολίες που υπήρχαν στην επίλυση των προβλημάτων αυτών και την ανάγκη επιστημονικής τεκμηρίωσης, ενημέρωσης του κοινού, διοικητικών παρεμβάσεων. Πολλοί είχαν πρωτοστατήσει, στα μέσα της δεκαετίας του 1930, στις πιέσεις του Ορειβατικού προς τις Αρχές που οδήγησαν στη θεσμοθέτηση των δύο πρώτων Εθνικών Δρυμών: του Ολύμπου και του Παρνασσού. Επίσης, είχαν επαφή με επιστήμονες, οργανώσεις και φορείς του εξωτερικού, σε μια περίοδο που το περιβαλλοντικό κίνημα άρχισε να επεκτείνεται διεθνώς.
– Σήμερα, τι σημαίνει στην πράξη κλιματική κρίση για την Ελλάδα;
Όλα τα προγνωστικά μοντέλα προβλέπουν αύξηση της μέσης θερμοκρασίας στη χώρα μέχρι το 2050, από 2°C με το «καλό» σενάριο, μέχρι και 3,5°C με το «κακό» σενάριο. Η Ελλάδα θα γίνει θερμότερη και ξηρότερη. Οι ημέρες καύσωνα θα αυξηθούν και η βροχόπτωση θα μειωθεί κατά 10-30%, κάτι που σημαίνει ότι θα αυξηθούν και οι ημέρες υψηλού κινδύνου πυρκαγιάς (από 15-70%). Τα ακραία καιρικά φαινόμενα θα γίνουν συχνότερα, εντονότερα και μεγαλύτερης διάρκειας, και οι πλημμύρες περισσότερες, ενώ θα ενταθεί η ερημοποίηση και η διάβρωση εδαφών. Θα αυξηθούν αισθητά τα «θερμά επεισόδια», δηλαδή οι ημέρες κατά τις οποίες η θερμοκρασία ξεπερνά συγκεκριμένα όρια. Ενδεχομένως θα υπάρξει άνοδος της στάθμης της θάλασσας, απώλεια βιοποικιλότητας και αλλοίωση του τοπίου. Επιπλέον, θα αυξηθεί η κατανάλωση ενέργειας για ψύξη και τα κόστη αποκατάστασης ζημιών λόγω ακραίων καιρικών φαινομένων.
Οι αλλαγές αυτές θα επηρεάσουν την αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή. Αν και κάποιες περιοχές, ιδιαίτερα οι βορειότερες, θα ευνοηθούν λόγω της παράτασης της βλαστητικής περιόδου και της μείωσης των παγετών, οι περισσότερες συνέπειες θα είναι αρνητικές, λόγω μείωσης των υδατικών πόρων, της εδαφικής υγρασίας και της γονιμότητας του εδάφους, αλλά και της εμφάνισης παρασίτων και ασθενειών. Οι επιπτώσεις θα εξαρτηθούν από τις τοπικές συνθήκες και τη συμπεριφορά κάθε είδους, είναι όμως πολύ πιθανό να επηρεαστούν βασικές καλλιέργειες, όπως της ελιάς και του αμπελιού.
Θα επηρεαστεί και ο τουρισμός, ιδιαίτερα στα νησιά και την παράκτια ζώνη, λόγω μείωσης των υδατικών πόρων και αύξησης των καυσωνικών επεισοδίων, των θερμών ημερών και τροπικών νυχτών. Σε κάποιες περιοχές, κυρίως στη βόρεια ηπειρωτική χώρα, ενδέχεται να υπάρχουν θετικές επιδράσεις και επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου.
Η προσαρμογή στις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης απαιτεί κεντρικό εμπνευσμένο μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, κάτι που δεν φαίνεται να υπάρχει, καθώς μένουμε προσκολλημένοι σε παρωχημένα μοντέλα αγροτικής και τουριστικής ανάπτυξης.
ΔΕΝ ΜΑΘΑΙΝΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΑ ΛΑΘΗ ΜΑΣ ΚΑΙ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΖΗΣΟΥΜΕ ΣΕ ΕΝΑΝ ΠΛΑΝΗΤΗ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΑΠΟ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ.
– Πόσο εφικτή είναι πια η αναχαίτιση της κλιματικής κρίσης; Μήπως πλέον είναι αργά και πρέπει να βρούμε τρόπο να ζήσουμε με τις συνέπειες των πράξεών μας;
Η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής είναι μια ιστορία χαμένων ευκαιριών. Από τις πρώτες αναφορές στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και τη Συνάντηση Κορυφής της Γης στο Ρίο ντε Τζανέιρο, η βιομηχανία των ορυκτών καυσίμων ξόδεψε και ξοδεύει τεράστια ποσά σε παραπληροφόρηση. Με αυτόν τον τρόπο υπέσκαψε την αξιοπιστία της επιστημονικής γνώσης και χειραγώγησε πολίτες, πολιτικούς και κυβερνήσεις, εμποδίζοντας την υιοθέτηση μέτρων που θα μπορούσαν να μειώσουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και να οδηγήσουν σε ήπια προσαρμογή. Η Σύνοδος της Κοπεγχάγης ήταν μια ακόμη χαμένη ευκαιρία, καθώς δεν επιτεύχθηκε αποτελεσματική και νομικά δεσμευτική παγκόσμια συμφωνία.
Παρά τον ενθουσιασμό μετά τη Συμφωνία του Παρισιού και την ευρεία αποδοχή στόχων για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, πολλές χώρες δεν τήρησαν τις δεσμεύσεις τους, οι εκπομπές αυξήθηκαν και τα ποσά για τη στήριξη της μετάβασης των αναπτυσσόμενων χωρών δεν δόθηκαν ποτέ. Με τα σημερινά δεδομένα, ακόμα και αν υλοποιηθούν πλήρως όλες οι δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει οι χώρες, η μέση θερμοκρασία του πλανήτη ενδέχεται να αυξηθεί έως και 2,7°C μέχρι το 2100. Η πρόσφατη άτολμη δήλωση των G20 και η στάση των μεγάλων ρυπαντών στην COP26 της Γλασκώβης, που εμπόδισαν δραστικές δεσμεύσεις, δεν αφήνουν περιθώρια για εφησυχασμό.
Το παράθυρο ευκαιρίας για να επιτευχθεί ο στόχος συγκράτησης της αύξησης της μέσης θερμοκρασίας κάτω από τον 1,5°C κλείνει το 2030. Αν η προσαρμογή είχε αρχίσει με τη Συμφωνία του Κανκούν, το 2010, θα χρειαζόταν μείωση των παγκόσμιων εκπομπών κατά 3,3% ετησίως ως το 2030. Σήμερα, απαιτείται πλέον μείωση κατά 16% ετησίως, κάτι που είναι ανέφικτο. Ήδη φαίνεται πως γίνεται αποδεκτό το σενάριο υπέρβασης του 1,5°C μέχρι το 2040, με σταδιακή επάνοδο σε χαμηλότερη τιμή μέχρι το τέλος του αιώνα, με τη χρήση τεχνολογιών μαζικής απορρόφησης διοξειδίου του άνθρακα από την ατμόσφαιρα. Αυτό δίνει τη δυνατότητα στις οικονομικές και πολιτικές ηγεσίες να συνεχίσουν το μοντέλο “business as usual” που μας οδήγησε εδώ, μεταθέτοντας τις ευθύνες τους στο μέλλον και βασίζοντας την τύχη της ανθρωπότητας σε τεχνολογίες που αναμένεται να εφευρεθούν ή είναι αδύνατον να εφαρμοστούν στην κλίμακα που απαιτείται. Επιπλέον, οι επιπτώσεις της αύξησης πέραν των 2°C είναι απρόβλεπτες, καθώς πολλοί επιστήμονες ανησυχούν για αλυσιδωτές επιταχυνόμενες αντιδράσεις, όταν ξεπεραστούν κάποια κρίσιμα όρια στα οικοσυστήματα. Πολύ πιο ανησυχητικές είναι οι ολοένα αυξανόμενες φωνές που προτείνουν ακραίες γεωμηχανικές «λύσεις», με μεγάλης έκτασης παρεμβάσεις στη στρατόσφαιρα για να περιοριστεί η προσπίπτουσα ηλιακή ακτινοβολία, λύσεις ακόμη πιο αβέβαιες και απρόβλεπτες.
Δυστυχώς, φαίνεται ότι δεν μαθαίνουμε από τα λάθη μας και θα πρέπει να ζήσουμε με τις συνέπειές τους σε έναν πλανήτη τελείως διαφορετικό από αυτόν που γνωρίζουμε.
– Πόσο σημαντικός μπορεί να γίνει ο ρόλος της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα;
«Η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση ξεκίνησε στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1980, αρχικά ως πρωτοβουλία εκπαιδευτικών που οραματίζονταν ένα διαφορετικό σχολείο, που θα προωθούσε τη βιωματική εκπαίδευση, την εκπαίδευση στο ύπαιθρο, τον περιορισμό της αυταρχικότητας, την ενεργό δράση των μαθητών μέσα στην εκπαιδευτική διαδικασία. Στη συνέχεια, πλαισιώθηκε από θεσμικές αποφάσεις και επεκτάθηκε ως Εκπαίδευση για το Περιβάλλον και την Αειφορία, που περιλαμβάνει εκτός από το περιβάλλον τους άλλους βασικούς πυλώνες της αειφορίας, την κοινωνία και την οικονομία.
Από τότε, το πλαίσιο εφαρμογής στηριζόταν στις εθελοντικές πρωτοβουλίες εκπαιδευτικών που εφάρμοζαν προγράμματα στον περιορισμένο χρόνο του διδακτικού ωραρίου, ενώ είχαν υποστήριξη κυρίως από τις περιφερειακές διευθύνσεις εκπαίδευσης, τα Κέντρα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης (νυν ΚΕΠΕΑ), τις ΜΚΟ με εμπειρία στο αντικείμενο και άλλους φορείς.
Τα τελευταία δύο χρόνια γίνεται μια προσπάθεια να γίνει καθολική η ΠΕ μέσω της εφαρμογής των εργαστηρίων δεξιοτήτων. Όμως, η κατάτμηση σε κατηγορίες θεμάτων, ένα από τα οποία είναι το περιβάλλον, δεν προωθεί τη διεπιστημονικότητα, βασικό προαπαιτούμενο για την ΠΕ.
Υπό το πρίσμα της κλιματικής κρίσης, ο ρόλος της ΠΕ πρέπει να είναι κεντρικός. Είναι σημαντικό να εκπαιδεύσουμε τη νέα γενιά με αξίες, δεξιότητες και γνώσεις, ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του μέλλοντος.
– Υπάρχει κάποιος στόχος που αποτελεί «αγκάθι» για το φυσικό περιβάλλον της Ελλάδας;
Ένα διαχρονικό πρόβλημα είναι η αναγνώρισή της αξίας της βιοποικιλότητας και η αποτελεσματική προστασία της.
Στην ιδρυτική διακήρυξη της Ελληνικής Εταιρίας Προστασίας της Φύσης, ο Ιάκωβος Σαντοριναίος τόνισε ότι τα στοιχεία της φύσης αντιμετωπίζονταν αποκλειστικά ως πλουτοπαραγωγικοί παράγοντες, ότι η χλωρίδα και η πανίδα της Ελλάδος δεν είχαν μελετηθεί, ότι πολλά είδη είχαν ήδη αρχίσει να σπανίζουν και άλλα βρίσκονταν στην οδό της εξαφάνισης χωρίς καμία πρόβλεψη για να διασωθούν, ότι δεν είχε ληφθεί πρόνοια για τη μόρφωση του κοινού σχετικά με την αξία και την προστασία της φύσης.
Είναι συγκλονιστικό, για εμάς που γνωρίζουμε τι έχει χαθεί στις μέρες μας και τι εξακολουθεί να χάνεται, να αναλογιζόμαστε ότι ο Ιάκωβος Σαντοριναίος μιλούσε ήδη το 1951 για «το πολύ μικρό μέρος που υπολείπεται ανέπαφο από τη φύση της χώρας μας».
Ακόμη και σήμερα, παρά τα θετικά βήματα, συχνά μέσα από τις προσπάθειες και την πίεση των περιβαλλοντικών οργανώσεων προς την Πολιτεία, παραμένουν ακόμη προβλήματα σε αρκετούς τομείς. Η έλλειψη κεντρικού χωροταξικού σχεδιασμού και οι αποσπασματικές ρυθμίσεις δραστηριοτήτων και χρήσεων γης, ο αργός χαρακτηρισμός των δασικών εκτάσεων και η αυθαίρετη δόμηση, η ανεπαρκής διαχείριση των απορριμμάτων, τα κενά στο σύστημα διαχείρισης προστατευόμενων περιοχών, η πλημμελής εφαρμογή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και η αδυναμία των ελεγκτικών μηχανισμών εμποδίζουν την αποτελεσματική προστασία της βιοποικιλότητας.
Η Ελλάδα καταδικάστηκε, το 2020, από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διότι δεν καθόρισε εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας τους απαιτούμενους στόχους και δεν θέσπισε τα αναγκαία μέτρα διατήρησης για το δίκτυο Natura 2000. Το μεγάλο οριζόντιο έργο εκπόνησης Ειδικών Περιβαλλοντικών Μελετών καθυστερεί αδικαιολόγητα. Έτσι, το μεγαλύτερο μέρος του δικτύου εξακολουθεί να μην προστατεύεται, την ίδια στιγμή που ο νέος Οργανισμός Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (ΟΦΥΠΕΚΑ) δεν είναι ακόμη πλήρως λειτουργικός.
Αν και η απώλεια βιοποικιλότητας είναι αλληλένδετη με την κλιματική αλλαγή, στη χώρα μας αυτό συστηματικά αγνοείται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η προώθηση μεγάλων έργων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ακόμη και μέσα σε προστατευόμενες περιοχές, παραβλέποντας τη συμβολή της βιοποικιλότητας στον μετριασμό των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, ή άλλων έργων, όπως τα αντιπλημμυρικά, με πεπαλαιωμένες αντιλήψεις, αγνοώντας τις λύσεις βασισμένες στη φύση.
Συγκλονιστικό επίσης παράδειγμα, που δείχνει πως μικρές μεταβολές σε βιοτικούς ή αβιοτικούς παράγοντες μπορούν να οδηγήσουν σε τεράστιες απώλειες, ακόμη και σε περιοχές που θεωρούμε ότι προστατεύονται επαρκώς, είναι η επιδημία της γρίπης που πρόσφατα σκότωσε συνολικά περισσότερους από 2.000 αργυροπελεκάνους στην Ελλάδα.
– Αν η πολιτεία δεν στηρίξει περιβαλλοντικές ενέργειες, έχει σημασία η κινητοποίηση από πλευράς οργανώσεων;
Όταν η πολιτεία δεν στηρίζει το περιβάλλον, ο ρόλος των περιβαλλοντικών οργανώσεων γίνεται ακόμη σημαντικότερος. Είναι οι μόνοι φορείς που μπορούν να ελέγχουν την τήρηση της νομοθεσίας και των ενωσιακών υποχρεώσεων της χώρας, να παρεμβαίνουν στη διοίκηση, ακόμη και με νομικές ενέργειες, αλλά και να ενημερώνουν, να ευαισθητοποιούν και να κινητοποιούν τους πολίτες.
Δυστυχώς, διαχρονικά το ενδιαφέρον της πολιτείας για πραγματική προστασία του φυσικού περιβάλλοντος είναι χαμηλό. Παρά τις ηχηρές εξαγγελίες, την τελευταία τριετία παρατηρείται μια σημαντική υποχώρηση της προστατευτικής νομοθεσίας, που επιτρέπει την προώθηση έργων και δραστηριοτήτων που χαρακτηρίζονται «στρατηγικές επενδύσεις», με τεράστιο περιβαλλοντικό αντίκτυπο, συχνά με «φωτογραφικές» ρυθμίσεις και ανεπαρκείς μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων, όπως π.χ. οι αιολικοί σταθμοί στις βραχονησίδες του Αιγαίου, τη Σκύρο και την Οίτη, τεράστιοι φωτοβολταϊκοί σταθμοί στην περιοχή του Κιλκίς και στο Μενοίκιο, η δημιουργία σύνθετης τουριστικής επένδυσης στην Ίο, που περιορίζει τη χρήση και πρόσβαση σε παραλίες. Αξιοσημείωτη είναι και η προσπάθεια περιορισμού της διαβούλευσης με τα ενδιαφερόμενα μέρη στο απολύτως τυπικό, με το μικρότερο δυνατό χρονικό περιθώριο. Πρόκειται για σαφή περιορισμό της διαφάνειας, ειδικά για μεγάλες επενδύσεις, αντίθετα με επιταγές της ενωσιακής νομοθεσίας.
Παράνομες πρακτικές, όπως η λαθροθηρία, η απόρριψη ρύπων και η ανεξέλεγκτη συλλογή αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών αλλά και ορχιδεών για την παρασκευή σαλεπιού, συνεχίζονται. Για την καταπολέμηση της χρήσης δηλητηριασμένων δολωμάτων λίγα πράγματα έχουν γίνει στην πράξη και η θανάτωση άγριων ειδών είναι τακτικό φαινόμενο.
Η Ελλάδα παρουσιάζει εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά ανακύκλωσης και συνεχίζει να βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις μεταξύ των χωρών της ΕΕ, ενώ η διαχείριση και επεξεργασία των ανακυκλώσιμων υλικών δεν λειτουργεί ορθά με πολύ χαμηλά ποσοστά ανάκτησης υλικών.
Μεγάλη περιβαλλοντική απειλή είναι και το πρόγραμμα ανάπτυξης υδρογονανθράκων σε χερσαίες και θαλάσσιες περιοχές της Ηπείρου, της Αιτωλοακαρνανίας, της δυτικής Πελοποννήσου, του Ιονίου και της Κρήτης. Οι περισσότερες από τις περιοχές αυτές, περιλαμβάνουν πλήρως ή μερικώς περιοχές Natura 2000, ή/και άλλες προστατευόμενες περιοχές. Η ταχύτατη προώθηση του προγράμματος εκμηδένισε τη δυνατότητα ενημέρωσης και ουσιαστικής συμμετοχής των πολιτών και κάθε ενδιαφερόμενου, ενώ δεν υπάρχει τεκμηρίωση για τη συνολική οικονομική επίπτωσή του. Η γεωστρατηγική διάσταση των υδρογονανθράκων στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και τα θέματα εθνικής εξωτερικής πολιτικής επισκιάζουν τους προβληματισμούς για την περιβαλλοντική διάσταση που δεν είναι συμβατή με τους κλιματικούς και περιβαλλοντικούς στόχους της χώρας.