ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΥΤΛΗΣ: «ΕΧΩ ΔΙΑΟΛΙΑ ΜΕΣΑ ΜΟΥ»
Ο σκηνοθέτης Γιώργος Κουτλής ετοιμάζεται να αποχαιρετίσει πανηγυρικά τους πολυσυζητημένους «Παίχτες» του με παραστάσεις σε ανοιχτά θέατρα και αναζητά ισορροπία στη φρενίτιδα που διακρίνει μέχρι τώρα τη ζωή του.
Νομίζω οποιοσδήποτε θεατρόφιλος δεν έχει δει του «Παίχτες» του Νικολάι Γκόγκολ στην παράσταση που σκηνοθέτησε ο Γιώργος Κουτλής νιώθει να υπολείπεται σε κάτι. Τουλάχιστον έτσι νιώθω εγώ, που ναι μεν κατάφερα να εξασφαλίσω εισιτήρια τη δεύτερη χρονιά που παιζόταν το έργο στο θέατρο Κιβωτός, αλλά είχα την ατυχία να ακυρωθούν εκείνη την εβδομάδα οι παραστάσεις λόγω ασθένειας ενός μέλους του καστ.
Για να καταλάβει κανείς τι σήμαινε να βγάλεις εισιτήρια για τους «Παίχτες» τους δύο προηγούμενους χειμώνες, να πω ότι τον Δεκέμβριο κατάφερα να κλείσω μετά βίας τρία εισιτήρια για τις 26 Μαρτίου, και μάλιστα στην τελευταία σειρά της αίθουσας! Μετά την ακύρωση της παράστασης, για όσο ακόμα θα παιζόταν στην Αθήνα –πριν ανέβει και Θεσσαλονίκη– ο θεός του θεάτρου δεν ήταν με το μέρος μας και ο συντονισμός της παρέας αποδείχτηκε ανέφικτος.
Ευτυχώς για μας, έχουμε τώρα μια ακόμα ευκαιρία –την τελευταία, όπως επισημαίνει ο Γιώργος Κουτλής– καθώς οι «Παίχτες» θα ξεδιπλώσουν την ξέφρενη ενέργειά τους σε Summer Edition, σε ανοιχτά θέατρα της Αττικής. Εκτός από τη σκηνοθεσία, ο Κουτλής υπογράφει και τη μετάφραση του έργου – από τα ρώσικα!
Δώσαμε ραντεβού για να τα πούμε στις εγκαταστάσεις του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου στην Πειραιώς 160, όπου επαναλήφθηκε φέτος μια άλλη πολυσυζητημένη παράστασή του, «Ο σκύλος, η νύχτα και το μαχαίρι» του Μάριους φον Μάγιενμπουργκ. Την είχα δει δυο μέρες νωρίτερα και, αν ήθελα πριν να δω τους «Παίχτες» μία, μετά από αυτό θέλω να τους δω εκατό!
Οι «Παίχτες» ξαναχτυπούν
– Ξεκίνησες το θεατρικό καλοκαίρι σου με την επανάληψη του «Σκύλου» στο Φεστιβάλ και τώρα θα συνεχίσεις με τους «Παίχτες». Πώς είναι να βλέπεις δυο δουλειές σου να πηγαίνουν τόσο καλά ώστε να ξαναπαίζονται;
Είναι μεγάλη χαρά και να σου πω ότι τον χειμώνα θα ξαναπαιχτεί «Ο άνθρωπος απ’ το Παντόλσκ», που έκανα στο Εθνικό Θέατρο, και η «Στρέλλα», στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Είναι ωραίο να βλέπεις κάτι για το οποίο κουράστηκες να ζει περισσότερο. Νιώθεις μια ολοκλήρωση και είναι λίγο πιο εύκολο ψυχολογικά να δεις κάτι να κλείνει έχοντας διαγράψει έναν κύκλο πιο μεγάλο από το προγραμματισμένο.
– Νομίζω είναι κι ένα ασφαλές κριτήριο ότι η δουλειά σου αρέσει στον κόσμο.
Όντως, το να επαναλαμβάνεται κάτι σημαίνει ότι είχε ανταπόκριση. Είναι πάντα ευχάριστο μια παράσταση που έχει τεσταριστεί να περιμένεις ότι θα τη δει περισσότερος κόσμος και θα εισπράξεις τη χαρά και την αγάπη του.
– Κάνεις τροποποιήσεις από τη μία σεζόν στην άλλη, ή όχι;
Αναλόγως. Συνήθως κάνω ελάχιστες. Είναι παραστάσεις που τις έχω ολοκληρώσει όπως θα ήθελα να τις ολοκληρώσω. Για την ώρα, έχω κάνει μόνο μικροαλλαγές.
– Θα είναι όντως η τελευταία ευκαιρία να δούμε τους «Παίχτες»;
Ναι, έχουμε αποφασίσει ότι δεν θα συνεχίσουμε, τουλάχιστον όχι του χρόνου. Είπαμε να κάνουμε έντεκα τελευταίες παραστάσεις σαν αποχαιρετιστήριες, ένα πανηγυρικό φινάλε. Και για τους ανθρώπους που δεν είχαν καταφέρει να έρθουν και για όσους θέλουν να την ξαναδούν και για μας τους ίδιους.
– Είναι μεγάλη αλλαγή που βγαίνει σε ανοιχτό χώρο;
Είναι μια μεγάλη αλλαγή, αλλά νομίζω ότι θα της ταιριάξει πολύ ο καλοκαιρινός ουρανός. Εγώ θεωρώ ότι η παράσταση είχε στηθεί από την αρχή με συναυλιακούς όρους, ξεκινάει με μία συναυλία, τελειώνει με μία συναυλία, και έχει έντονη αλληλεπίδραση και αμεσότητα.
– Είναι αρκετά μεγάλη πια χρονικά η πορεία που έχουν διαγράψει οι «Παίχτες». Τι κρατάς από την αρχή όλου αυτού του εγχειρήματος;
Πριν κάνω τους «Παίχτες» είχα κάνει μία παράσταση στην Ελλάδα και μία παράσταση στην Εσθονία. Οι «Παίχτες» ξαφνικά μου δημιούργησαν καριέρα, θα το πω έτσι. Κρατάω ότι μπορείς να κάνεις με τους φίλους σου τη φάση σου, με την τρέλα σου και την όρεξή σου, και αυτό τελικά να έχει ανταπόκριση. Μάλλον όταν κάτι γίνεται με αγάπη και με κέφι, ο κόσμος το βλέπει και στο ανταποδίδει.
– Εγώ νομίζω ότι η δική σου ματιά έχει κάτι παραπάνω από το κέφι και τη χαρά με τους φίλους.
Εγώ κάνω τη δουλειά μου. Σπούδασα αυτό το επάγγελμα, το λατρεύω, είναι το πάθος μου, η δουλειά και το χόμπι μου ταυτόχρονα. Και έχω πίστη ότι άμα κάνεις καλά τη δουλειά σου, τα πράγματα θα λειτουργούν. Αυτό που μου έδειξαν οι «Παίχτες», συγκεκριμένα, είναι ότι δεν χρειάζεται να κάνεις εκπτώσεις, καθόλου. Αν πιστεύεις σε κάτι και το ακολουθήσεις, θα γίνει! Αυτό. Γιατί πραγματικά, με τα παιδιά είμαστε χρόνια φίλοι, είπαμε να κάνουμε τη φάση μας και αυτό λειτούργησε τρελά!
– Μου έκανε εντύπωση που κάποιες δουλειές σου που ακολούθησαν είχαν κλειστεί πριν ακόμα κάνουν οι «Παίχτες» τέτοια επιτυχία.
Ναι, και ο «Άνθρωπος απ’ το Παντόλσκ» και η «Στρέλλα» είχαν κλειστεί από πριν. Είχα κάνει μια παράσταση στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού, το «Παίζοντας το θύμα», που την αγαπάω πάρα πολύ, και την έχουν δει νομίζω 300 άνθρωποι. Ήταν επί κορονοϊού, παίξαμε με 30% χωρητικότητα μόνο για δέκα φορές. Αυτή η παράσταση δημιούργησε ένα πολύ καλό όνομα στον χώρο, αλλά ακόμη δεν με ήξερε το ευρύτερο κοινό. Με τους «Παίχτες» έγινε το μπαμ. Και είχε πλάκα, γιατί ξαφνικά ήρθαν 500 προτάσεις και εγώ έλεγα ότι είμαι κλεισμένος, φαινόταν σαν να γίνεται κάτι τρελό. Και το «Ο σκύλος, η νύχτα και το μαχαίρι» το είχα προτείνει στο Φεστιβάλ Αθηνών πριν γίνουν οι «Παίχτες».
– Πάρα πολύ σουρεάλ έργο ο «Σκύλος»!
Εγώ το λατρεύω. Του χρόνου ξανακάνω Μάγιενμπουρκ, τον «Άσχημο», το είχα διαβάσει όσο ακόμα ήμουν στην σχολή στη Ρωσία. Τον αγαπάω πάρα πολύ αυτόν τον συγγραφέα, νομίζω ότι θα κάνω πολλά έργα του.
– Έλεγες κάπου ότι τελειώνουν τα έργα που είχες διαβάσει και ήθελες να ανεβάσεις. Έχεις βρει καινούργια;
Από τον Μάρτη, που έχει πέσει λίγο η τρέλα και έχω ηρεμήσει, άρχισα να μαζεύω. Διαβάζω, ψάχνω, παραγγέλνω βιβλία από το εξωτερικό, πήγα δύο ταξίδια...
– Έχει τύχει να δεις έξω ένα έργο που να θέλεις να ανεβάσεις στην Ελλάδα;
Δεν μου έχει συμβεί ακόμη. Μου έχει συμβεί να διαβάσω έργα πού μου αρέσουν και να αναζητήσω και άλλα του ίδιου συγγραφέα. Υπάρχουν και κάποια έργα πιο κλασικά, που έχω διαβάσει από τα φοιτητικά μου χρόνια, Σαίξπηρ ας πούμε, στα οποία θα πάω όταν έρθει η ώρα. Θα δούμε. Ένας καθηγητής μου έλεγε: «Τα έργα δεν τα διαλέγεις, σε διαλέγουν».
– Τι σημαίνει όταν έρθει η ώρα να κάνω Σαίξπηρ; Πότε έρχεται η ώρα;
Μάλλον όταν μπορείς να έχεις μια διανομή με πολλά άτομα, γιατί δεν είναι πάντα εύκολο. Ας πούμε ότι ο Σαίξπηρ, όπως και το αρχαίο δράμα και ο έμμετρος λόγος είναι σαν «πίστες» στις οποίες φτάνεις σταδιακά. Και μόνο από «αθλητικό ενδιαφέρον» –όπως έλεγε επίσης ένας καθηγητής μου– λες ας το δοκιμάσω κι αυτό. Κάποια στιγμή θα μου δημιουργηθεί η ανάγκη, πιστεύω...
Ο υπερκινητικός Γιώργος Κουτλής
– Ρίχνοντας μια ματιά στο βιογραφικό σου, από τις σπουδές στη Νομική μέχρι τη Δραματική Σχολή του Ωδείου, το μεταπτυχιακό στη Σκηνοθεσία στη Ρωσία και όσα ακολούθησαν, έχω την αίσθηση ότι δεν έχεις σταματήσει ποτέ να κάνεις πολλά πράγματα ταυτόχρονα. Είναι έτσι;
Γενικά, είμαι πάρα πολύ υψηλής ενέργειας άνθρωπος, είμαι στη σπίντα. Αυτός είναι ο βιορυθμός μου από πολύ παλιά και περνάω καλά. Αποφεύγω και τον καφέ, γιατί αν πιω ανεβαίνει αυτό πολύ περισσότερο και γίνομαι κουραστικός. Βαριέμαι πάρα πολύ εύκολα, οπότε μου αρέσει όλη την ώρα να στρέφω την προσοχή μου σε κάτι που μπορεί να με παθιάσει. Ναι, νιώθω ότι έχω διαόλια μέσα μου, δεν μπορώ να κάτσω εύκολα σε ησυχία.
– Ως ηθοποιός συμμετείχες μόνο σε μία παράσταση.
Ήδη από τη Σχολή, όταν σπούδαζα ηθοποιός, ήξερα μέσα μου ότι θα σκηνοθετήσω. Θέλησα να το κάνω όσο πιο καταρτισμένα και σοβαρά γίνεται – σοβαρά, όχι σοβαροφανή, έχει διαφορά. Γι’ αυτό είπα να μάθω τι σημαίνει να είσαι ηθοποιός. Μετά, στη Ρωσία, ηθοποιοί, σκηνοθέτες και σκηνογράφοι έχουν μια συνσπουδή. Οπότε εκεί έπαιζα και σκηνοθετούσα επίσης, και στην πορεία κατάλαβα ότι είμαι σίγουρα φτιαγμένος για σκηνοθέτης! Οπότε δηλώνω και είμαι σκηνοθέτης μόνο. Άντε και καμιά φορά μεταφραστής και δάσκαλος υποκριτικής. Αυτοί είναι οι ρόλοι που νιώθω ότι μπορώ να υπηρετήσω επαγγελματικά. Τον ηθοποιό, μόνο για πλάκα μπορώ να τον κάνω.
– Πώς ασχολήθηκες με τη μετάφραση;
Αρχικά επειδή υπήρχαν ρωσικά έργα που ήθελα να ανεβάσω στην Ελλάδα. Από Ρώσικα σε Ελληνικά μπορώ να μεταφράσω. Και όταν άρχισα να το κάνω, κατάλαβα ότι είναι η καλύτερη προεργασία για έναν σκηνοθέτη. Έχουμε ένα οικογενειακό εξοχικό έξω από τη Νέα Μάκρη και καθόμουν στη φύση, με ένα λάπτοπ και ένα λεξικό, και πέρναγα τέλεια. Οριακά ήταν διαλογισμός η διαδικασία. Οπότε, μερικές φορές μπορεί να σου πω ότι ψήνομαι να κάνω μετάφραση για να ξεκουραστώ. Φέτος πρώτη φορά έκανα μετάφραση για έργο που δεν σκηνοθέτησα εγώ, την «Πλαστελίνη», μετά από ανάθεση. Δεν έχω πάντα χρόνο να το κάνω, αλλά είναι κάτι που επίσης μου αρέσει.
– Είπες ότι η μετάφραση είναι λίγο σαν διαλογισμός. Έχεις κάνει ποτέ διαλογισμό, ουσιαστικά;
Έχω προσπαθήσει λίγο. Είχα πάθει μια εποχή μανία με τον Ντέιβιντ Λιντς, ο οποίος ασχολείται με τον υπερβατικό διαλογισμό, και έψαχνα ό,τι μπορούσα ιντερνετικά. Έχω κάνει κάποιες προσπάθειες, αλλά ποτέ δεν πήγα να κάνω μαθήματα, εννοώ σε κάποιο κέντρο ή με επαγγελματίες. Ακόμη δεν έχω καταφέρει να χαλινεύσω την τσίτα μου, αν και θεωρώ ότι θα μου έκανε πολύ καλό. Θα έρθει η ώρα του, ξέρω ’γω;
– Από ό,τι ξέρω, δεν είχες καλλιτεχνικό background από την οικογένειά σου, μάλλον νομικό.
Ναι. Ο πατέρας μου είναι δικηγόρος, η αδερφή μου είναι δικηγόρος, κι εγώ τελείωσα τη Νομική. Η μάνα μου είναι νευρολόγος. Πέρα από το ότι οι γονείς μου είναι ελεύθερα πνεύματα, δεν υπήρχε κάποια κατεύθυνση προς τις τέχνες. Προφανώς υπήρχε τέχνη στο σπίτι, πηγαίναμε θέατρο, αλλά δεν ήταν και το πρώτο πράγμα που κάναμε. Γύρω στα 11, 12, 13 μου χρόνια έφαγα πετριά με το σινεμά. Από ένα σημείο και μετά νομίζω ότι έβλεπα δύο ταινίες τη μέρα, είχα πάθει εθισμό.
– Έτσι όπως σε ακούω, με όλη αυτήν την ενέργεια που περιγράφεις, αναρωτιέμαι αν ήταν δύσκολο για τους γονείς σου να σε διαχειριστούν ως παιδί.
Θα σου πω: σιγά σιγά, μεγαλώνοντας, παρατηρώ τη μητέρα μου και νομίζω ότι έχει την ίδια ενέργεια. Την παιδική μου ηλικία τη θυμάμαι αρκετά ομαλή. Ήμουν καλός μαθητής και είχα μια ικανότητα να είμαι συνεπής στις υποχρεώσεις που έχει ένα παιδί, να μη δημιουργώ προβλήματα, ώστε να μπορώ να κάνω ό,τι θέλω μετά. Με τα προβλήματα που προφανώς βγαίνουν στην εφηβεία, ξέγνοιαστα όμως.
– Ήταν μια επαναστατική κίνηση να στραφείς τελικά στον χώρο του θεάματος;
Ναι, στην προσωπική μου βιογραφία είναι μια μεγάλη νίκη το να πάρω τη ζωή μου στα χέρια μου και να κάνω αυτό που θέλω. Και το να βλέπεις ότι αυτό που κάνεις βρίσκει ανταπόκριση σε κάνει να πιστεύεις πολύ στον εαυτό σου, σου δίνει τρομερή αυτοπεποίθηση. Βέβαια, τρία χρόνια σκηνοθέτης είμαι. Δηλαδή τώρα ξεκινάω. Αλλά έχω πάρει τόση ανταπόδοση, ώστε να νιώθω πολύ χαρούμενος με αυτές τις επιλογές.
– Είχες φόβους που έπρεπε να ξεπεράσεις;
Σε κάθε δουλειά που κάνω, κάθε φορά που σκηνοθετώ, υπάρχει ένα σημείο που λέω μέσα μου ότι μάλλον δεν το ’χω. Όταν πραγματικά πας να βγάλεις τον καλύτερό σου εαυτό, έρχεται κάποια στιγμή που νομίζεις ότι δεν έχεις ιδέα, παθαίνεις πανικούς, λες να τα παρατήσεις. Κάθε φορά το περνάω αυτό. Αλλά από την πρώτη στιγμή ήταν σαν να είχα μέσα μου μια τρομερή βεβαιότητα, δεν μπορώ να το εξηγήσω. Είμαι από τους τυχερούς; Δεν ξέρω. Η αλήθεια είναι ότι κάποια πράγματα ήρθαν πιο νωρίς από ό,τι μπόρεσα να ονειρευτώ. Ήλπιζα ότι θα γίνουν, πίστευα ότι θα γίνουν, αλλά σε πολύ μεγαλύτερο βάθος χρόνου και με μεγαλύτερη δυσκολία.
– Είπες ότι σου άρεσαν πάρα πολύ οι ταινίες. Σκηνοθεσία κινηματογράφου έχεις σκεφτεί να κάνεις;
Οριακά το σκέφτομαι καμιά φορά να σπουδάσω και λίγο κινηματογράφο, θα μ’ άρεσε πάρα πολύ. Νομίζω ότι κάποια στιγμή θα μπλέξω. Όταν οι συνθήκες είναι κατάλληλες, θα το ρισκάρω κι ας φάω τα μούτρα μου, γιατί η φάση είναι μια ζωή την έχουμε, ό,τι όνειρο έχουμε θα το δοκιμάσουμε. Τώρα δεν ξέρω πότε θα 'ναι.
Ο Γιώργος Κουτλής πέρα από τη σκηνή
– Η δουλειά είναι πάντα προτεραιότητα στη ζωή σου;
Μέχρι τώρα ναι, σε τρομακτικό βαθμό, ενάντια στη ζωή. Τώρα, θεωρώ ότι για να μπορέσω να συνεχίσω να είμαι παραγωγικός θα πρέπει να ισορροπήσω, ώστε να μπορώ να ανατροφοδοτούμαι από την πηγή την καλλιτεχνική, που είναι η ίδια ζωή. Όταν δουλεύεις ασταμάτητα, από ένα σημείο και μετά χάνεις επαφή από τον πραγματικό κόσμο, από τους ανθρώπους, και κλείνεσαι σε μια φούσκα καλλιτεχνική που είναι επικίνδυνη. Τον πρώτο καιρό, επειδή είμαι και καινούριος σκηνοθέτης, ήταν πολύ δύσκολη η διαχείριση ψυχολογικά. Τώρα, προσπαθώ να βρω τα πατήματά μου, να υπάρχει έστω ένα ρεπό τη εβδομάδα, για να καθαρίζει το κεφάλι. Προτεραιότητα θα είναι η δουλειά μου, γιατί είμαι εθισμένος, αλλά να αφήνει χώρο και για άλλα πράγματα.
– Τι απολαμβάνεις εκτός δουλειάς;
Προσπαθώ να πηγαίνω να παίζω μπάλα, μπας και κουνηθώ λίγο, γιατί η δουλειά μου έχει πολύ καθισιό. Έχουμε φτιάξει ένα γκρουπάκι με διάφορους ηθοποιούς, μουσικούς, και πάμε και παίζουμε μεταξύ μας. Έχω μανία με το σινεμά, προφανώς. Μ’ αρέσει το φαΐ πολύ, είτε είναι junk food είτε είναι πιο κυριλέ, είναι κάτι που το απολαμβάνω. Δεν είμαι ούτε του καφέ, ούτε του μπαρ. Φαΐ, σινεμά, μπάλα και ταξίδια, ταξίδια όσο γίνεται περισσότερο.
– Ποιο είναι το ωραιότερο ταξίδι που έχεις κάνει;
Ήταν στα 18 μου, με Interrail. Γυρίσαμε όλη την Ευρώπη μέσα σε 30 μέρες, με backpacks. Είμαι τυχερός, έχω πάει και στο Βλαδιβοστόκ, έχω πάει στη Νέα Υόρκη, κάθε φορά με άλλες συνθήκες. Τώρα, πριν δυο μήνες, πήγα Βερολίνο. Πέρασα φανταστικά, είναι μια πόλη όπου θα ζούσα. Νομίζω ότι είναι το κέντρο της Ευρώπης. Αλλά μ’ αρέσουν όλα, ψήνομαι να γνωρίζω καινούριους πολιτισμούς, οπότε σκοπός μου είναι να κάνω και μεγάλα, μακρινά ταξίδια.
– Τι θα δούμε από εσένα τον χειμώνα;
Όπως ανέφερα στην αρχή, έχω τον «Άνθρωπο απ’ το Παντόλσκ», που θα παιχτεί από 20 Σεπτεμβρίου στο Θέατρο Κιβωτός σε συμπαραγωγή με το Εθνικό. Θα επαναληφθεί η «Στρέλλα», στη Λυρική. Και ξεκινάει η καινούργια μου παραγωγή τον Νοέμβριο, ο «Άσχημος» του Μάριους φον Μάγιενμπουργκ στο θέατρο Βασιλάκου, με τον Ορφέα Αυγουστίδη, τον Ηλία Μουλά, τη Μαίρη Μηνά, τον Γιάννη Κλίνη.
– Έχεις πει ότι σου αρέσει να βάζεις ταμπέλες στα έργα σου.
Έχω βάλει σε όλα! Μας το έβαζαν και σαν άσκηση, όρισε το είδος, το genre, γιατί θα σε βοηθήσει. Οι «Παίχτες» είναι μια κωμωδία αδρεναλίνης. Ο «Σκύλος, η νύχτα και το μαχαίρι» είναι ψυχεδελική κομεντί τρόμου. Ο «Άνθρωπος απ’ το Παντόλσκ» είναι αστυνομικό θρίλερ παραλόγου. Και ο «Άσχημος» είναι μια σαρδόνια, σκοτεινή κωμωδία. Αυτά.
Δες πού θα παιχτούν το καλοκαίρι «Οι Παίχτες» και κλείσε εισιτήρια