Η Μάρθα Μπουζιούρη πίσω από το μικρόφωνο, σε σκηνή της παράστασης «Pietà». Φωτογραφία: Πάτροκλος Σκαφίδας

ΓΥΝΑΙΚΟΚΤΟΝΙΕΣ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ: Η ΜΑΡΘΑ ΜΠΟΥΖΙΟΥΡΗ ΜΙΛΑΕΙ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ «ΠΙΕΤΑ»

Η σκηνοθέτρια Μάρθα Μπουζιούρη αγγίζει στην «Pietà» το επώδυνο όσο και επίκαιρο θέμα της γυναικοκτονίας, με μια παράσταση θεάτρου ντοκιμαντέρ βασισμένη στις μαρτυρίες των μητέρων πέντε θυμάτων.

Πέντε μεγάλες απουσίες βρίσκονται στον πυρήνα της Pietà. Πέντε κορίτσια και νέες γυναίκες που έπεσαν θύματα γυναικοκτονίας. Τα ονόματά τους κατά πάσα πιθανότητα τα έχεις ακούσει κάποια στιγμή στις ειδήσεις: Ελένη Τοπαλούδη, Ερατώ Μανωλακέλλη, Ντόρα Ζαχαριά, Γαρυφαλλιά Ψαρράκου, Σοφία Σαββίδου. Εκείνο που μπορεί να μην έχεις ακούσει είναι τα ονόματα των μητέρων τους: Κούλα Αρμουτίδου, Ελένη Κρεμαστιώτη, Κατερίνα Κώτη, Αλεξάνδρα Μάκου, Ρόζα Φωτιάδου. Αυτές οι πέντε γυναίκες που βίωσαν την υπέρτατη απώλεια, τη δολοφονία του παιδιού τους, στάθηκαν έμπνευση και οδηγός της Pietà, μιας παράστασης θεάτρου ντοκιμαντέρ, σε σκηνοθεσία της Μάρθας Μπουζιούρη.

Η Pietà έκανε πρεμιέρα στο 66ο Φεστιβάλ Φιλίππων στην Καβάλα τον περασμένο Σεπτέμβριο, συνέχισε τον χειμώνα στην Κεντρική Σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου και ξεκίνησε δεύτερο κύκλο παραστάσεων στο Σύγχρονο Θέατρο από τις 5 Απριλίου 2024. Επί σκηνής, δίπλα σε τέσσερις ηθοποιούς βρίσκεται και η Μάρθα Μπουζιούρη.

Ο τίτλος, που σημαίνει «έλεος» στα ιταλικά, παραπέμπει στο πρώτο γλυπτό που φιλοτέχνησε ο Μιχαήλ Άγγελος, το διάστημα 1497-1499. Βρίσκεται στο Βατικανό και απεικονίζει την Παναγία που κρατά στα χέρια της το νεκρό σώμα του παιδιού της, του Ιησού, μετά την αποκαθήλωση.

Μάρθα Μπουζιούρη
Η Μάρθα Μπουζιούρη. Φωτογραφία: Πάτροκλος Σκαφίδας

Προσπαθώ να βρω λέξεις για να καταγράψω την εμπειρία μου από την παράσταση, αλλά δυσκολεύομαι. Ίσως γιατί στο μυαλό μου όλες μπλέκουν με τα κλισέ που επιστρατεύουν οι δημοσιογράφοι όταν μιλούν για γυναικοκτονίες – και η Pietà μόνο κλισέ δεν είναι. Το αντίθετο.

Είναι μια παράσταση που αποδίδει πρώτ’ απ’ όλα την ανθρώπινη υπόσταση των θυμάτων και των δικών τους, που φωτίζει στοιχεία από τις ζωές και τις προσωπικότητές τους με τρόπο που καμία είδηση δεν μπορεί να κάνει. Με ευαισθησία. Με ανθρωπιά.

Pieta
Εκτός από τη Μάρθα Μπουζιούρη, στον πρώτο κύκλο παραστάσεων έπαιξαν οι ηθοποιοί Νικολίτσα Αγγελακοπούλου, Μαρία Μοσχούρη, Μαριάνθη Παντελοπούλου και Ελίνα Ρίζου. Στην δεύτερο κύκλο, την τελευταία αντικαθιστά η Δώρα Παρδάλη. Φωτογραφία: Πάτροκλος Σκαφίδας
Εκτός από τη Μάρθα Μπουζιούρη, στον πρώτο κύκλο παραστάσεων έπαιξαν οι ηθοποιοί Νικολίτσα Αγγελακοπούλου, Μαρία Μοσχούρη, Μαριάνθη Παντελοπούλου και Ελίνα Ρίζου. Στην δεύτερο κύκλο, την τελευταία αντικαθιστά η Δώρα Παρδάλη.

Θα έλεγα πως είναι δύσκολο να δεις την Pietà και να μη βουρκώσεις. Όπως θα έλεγα –ίσως και με μεγαλύτερη σιγουριά– πως δεν υπάρχει περίπτωση να μετανιώσεις που την είδες. Έφυγα από το θέατρο θέλοντας οπωσδήποτε να μιλήσω με τη Μάρθα Μπουζιούρη για την παράσταση και για το θέατρο ντοκιμαντέρ γενικότερα. Γιατί πιστεύω ότι αυτό που έκανε η ίδια και όλη η ομάδα της Pietà είναι –και δεν αποφεύγω τελικά το κλισέ– ένας άθλος.

– Πώς πήρατε την απόφαση να δημιουργήσετε την Pietà;

Εδώ και περίπου 5 χρόνια η έμφυλη διάσταση καταλαμβάνει μεγάλο κομμάτι της δουλειάς μου, μάλλον επειδή είχε αρχίσει να με απασχολεί όλο και πιο έντονα στη ζωή μου. Έτσι κι αλλιώς, στο θέατρο με το οποίο καταπιάνομαι, τα όρια ζωής και σκηνής δεν είναι ποτέ ευδιάκριτα. Η αρχή έγινε το 2018 με την Αμάρυνθο στο Φεστιβάλ Αθηνών. Μετά ακολούθησαν Τα Ταξίδια της Πηνελόπης στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, ενώ μέσα στον covid ολοκληρώθηκε το κινηματογραφικό ντοκιμαντέρ À DEUX VOIX, που έχει στο επίκεντρο μια σπάνια γυναικεία φιλία.

Η Pietà λοιπόν προέκυψε οργανικά, σαν αυτονόητη συνέχεια μιας δημιουργικής διαδρομής και μιας προσωπικής ενδοσκόπησης που ψηλαφεί εκφάνσεις της έμφυλης ταυτότητας, αγγίζοντας συχνά τραυματικές περιοχές. Πρώτα ως γυναίκα και μετά ως άνθρωπος που κάνει θέατρο αναμετρήθηκα με την επιθυμία-ανάγκη να κάνω αυτή την παράσταση.

Pieta
Η Μάρθα Μπουζιούρη, οι ηθοποιοί και οι μητέρες των θυμάτων μετά το τέλος παράστασης. Φωτογραφία: Πάτροκλος Σκαφίδας
Η Μάρθα Μπουζιούρη, οι ηθοποιοί και οι μητέρες των θυμάτων μετά το τέλος παράστασης.

– Στην Pietà βρίσκεστε επί σκηνής μαζί με τις τέσσερις ηθοποιούς που δίνουν φωνή στις μαρτυρίες των πέντε μητέρων με τις οποίες δουλέψατε για την παράσταση. Γιατί θελήσατε να είστε εκεί;

Πριν πάρει σχήμα η ιδέα της Pietà στο μυαλό μου, δεν φανταζόμουν ότι για πρώτη φορά θα ανέβαινα στη σκηνή σε έργο που σκηνοθετούσα. Ωστόσο το τόλμησα, όσο κι αν με τρόμαζε η πολλαπλή ιδιότητα του σκηνοθέτη / δραματουργού / ερευνητή / ηθοποιού, γιατί όλο αυτό το ταξίδι που διανύσαμε παρέα με άλλες γυναίκες, όλο αυτό που προηγήθηκε και διαμόρφωσε τελικά αυτό που ακουμπήσαμε στη σκηνή, ήθελα κάπως να αποτυπωθεί και στο ίδιο το έργο. Ήθελα αυτή η παράσταση να επικοινωνήσει τις ραφές και τις ρωγμές της, τα μονοπάτια από τα οποία πέρασε, προκειμένου να ενδυναμώσει την πρωτογενή αμεσότητα και βιωματικότητά της. Κι ένιωσα πως εγώ, ως Μάρθα και όχι ως ρόλος, ήμουν ενδεχομένως το όχημα για να συμβεί.

– Όλοι οι δημιουργικοί συντελεστές της παράστασης είναι γυναίκες, κάτι που επισημαίνεται στη σύντομη περιγραφή της στο πρόγραμμα του ΘτΝΚ. Συνιστά αυτό κάποιου είδους δήλωση; Δεν θα μπορούσε να είναι ανάμεσά τους και άντρες;

Δεν είναι δήλωση, είναι απλώς μια εκ των υστέρων συνειδητοποίηση. Δεν σκέφτηκα ποτέ ότι οι άντρες δημιουργικοί συντελεστές δεν έχουν θέση στην παράσταση. Αυθόρμητη ήταν η σταδιακή σύνθεση της ομάδας. Εκεί οδηγηθήκαμε οργανικά, όχι με όρους αποκλεισμού των αντρών αλλά μέσα από την επιθυμία να δημιουργήσουμε ένα τόπο ασφάλειας, τρυφερότητας και αλληλοφροντίδας. Έναν τόπο για να πενθήσουμε, να γιορτάσουμε, να τιμήσουμε, να συνειδητοποιήσουμε αυτό το «θα μπορούσε να συμβεί σε εμένα», να αρθρώσουμε όσα μας πονάνε, να διεκδικήσουμε, να μην ξεχάσουμε. Η θηλυκή ενέργεια δεν επικράτησε εναντίον της αρσενικής. Υπαγορεύτηκε από τις βιωματικές συνθήκες και τη θερμοκρασία αυτής της δουλειάς, και εκ των υστέρων σκέφτομαι πως μάλλον ναι, δεν θα μπορούσε να έχει γίνει αλλιώς.

Μάρθα Μπουζιούρη
Η Μάρθα Μπουζιούρη. Φωτογραφία: Πάτροκλος Σκαφίδας
Η Μάρθα Μπουζιούρη.

– Υπήρξε κάτι στη φάση προετοιμασίας της παράστασης που σας εξέπληξε;

Μια διαρκής έκπληξη ήταν αυτή η διαδρομή, από την αρχή ως το τέλος της. Και ένα τεράστιο δώρο. Από την πρώτη συνάντηση με την Αλεξάνδρα Μάκου, που μου αποκάλυψε τον σπάνιο δεσμό φιλίας με τον οποίο συνδέονται οι πέντε μητέρες, μέχρι τον τρόπο που με υποδέχτηκαν μία-μία ξεχωριστά και όλες μαζί. Η ζεστασιά, η εμπιστοσύνη, η δύναμή τους – τίποτα από τα παραπάνω δεν ήταν αυτονόητο. Είμαι ευγνώμων, ως γυναίκα και ως καλλιτέχνις, σε αυτές τις σπουδαίες γυναίκες. Ο τρόπος που επεξεργάζονται, με τρυφερότητα, θάρρος και αξιοπρέπεια, το υπέρτατο τραύμα τους, μετασχηματίζοντάς το σε συλλογική δράση, σε δημόσιο αγώνα «για να μη χαθεί ένα ακόμα κορίτσι», «για να μεγαλώσει ένα αγόρι με σεβασμό και αγάπη προς το άλλο φύλο», είναι πολιτική στάση, και για όλ@ εμάς, πολύτιμο μάθημα ζωής.

– Ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία στην πορεία μέχρι την πρεμιέρα;

Ο φόβος να μην επανατραυματίσω, άθελά μου, τις μητέρες. Γι’ αυτό ποτέ δεν έθεσα ερωτήσεις. Τις άκουγα να μου μιλούν, με τις αισθήσεις μου οξυμμένες, επιδιώκοντας να κατοικήσω μαζί τους ένα χώρο οικειότητας. Ένα χώρο αμοιβαίας εμπιστοσύνης κι ευαλωτότητας. Δεν θα ξεχάσω την αφοπλιστική απάντησή τους, τον τρόπο που καθησύχασαν τις ανησυχίες μου: «Δεν μπορείς να μας τραυματίσεις ξανά, γιατί το τραύμα δεν έκλεισε ποτέ. Μόνο μεγαλώνει με τον καιρό, μόνο πιο δύσκολο γίνεται». Οι γυναίκες αυτές μου μιλούσαν για τα παιδιά τους με έναν τρόπο σπαρακτικό, θεραπευτικό και μεταφυσικό μαζί.

Pieta
Το κείμενο της παράστασης είναι βασισμένο στις αφηγήσεις των μητέρων αλλά και σε βιωματικό υλικό των ηθοποιών. Φωτογραφία: Πάτροκλος Σκαφίδας
Το κείμενο της παράστασης είναι βασισμένο στις αφηγήσεις των μητέρων αλλά και σε βιωματιό υλικό των ηθοποιών.

Το ένιωσα πολύ νωρίς –μου το είπαν και οι ίδιες άλλωστε– πως η ζωή τους από εδώ και στο εξής είναι να μιλούν για τα κορίτσια τους, για το φωτεινό ίχνος που άφησαν στη σύντομη ζωή τους, χωρίς ωστόσο να παραλείπουν τη διαρκή βία που υφίστανται οι ίδιες και οι οικογένειές τους, από τη δολοφονία του παιδιού τους μέχρι το γολγοθά των δικαστηρίων και την τιμωρητική σχεδόν στάση της πολιτείας. Ήταν κοινή μας επιδίωξη η Pietà να μην περάσει μόνο από τα μονοπάτια της απώλειας και του πένθους, αλλά να ενεργοποιήσει μια γλώσσα πολιτικά αιχμηρή και ταυτόχρονα συναισθηματική, φωτίζοντας τις ζωές των γυναικών που δεν είναι πια ανάμεσά μας, ψηλαφώντας τους μηχανισμούς επιβίωσης, την αδιάρρηκτη σχέση μητέρας-κόρης έτσι όπως εξακολουθεί να υφίσταται σε ένα μη υλικό επίπεδο, αλλά και την επουλωτική ισχύ της γυναικείας φιλίας έτσι όπως διοχετεύεται σε έναν κοινό, δίκαιο αγώνα.

– Πώς νιώσατε στην πρεμιέρα; Αλλάζει η εμπειρία από παράσταση σε παράσταση;

Το βράδυ της πρεμιέρας θα το κρατώ για πάντα στην καρδιά μου. Ήταν μια κορύφωση που συμπύκνωσε και αποφόρτισε ένα βαθιά συναισθηματικό και πολιτικά αιχμηρό ταξίδι σχεδόν ενός χρόνου. Πάνω στη σκηνή, πέντε γυναίκες. Απέναντί μας, σε απόσταση αναπνοής, στην πρώτη σειρά, πέντε ακόμα γυναίκες. Μητέρες. Πρωταγωνίστριες. Είναι από εκείνες τις σπάνιες στιγμές που βιώνεις την ανθρωποκεντρική, θεραπευτική δύναμη του θεάτρου. Νιώθεις τους κραδασμούς του να ξεκινούν από τη σκηνή και να καταλαμβάνουν ανεξέλεγκτα την πλατεία. Αυτή η ενέργεια παραμένει ανεξάντλητη σε κάθε παράσταση. Δεν μπορώ να το βάλω σε λέξεις αυτό που συμβαίνει κάθε βράδυ στη σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου. Ίσως φταίει πως η Pietà δεν βιώνεται ούτε από το κοινό ούτε από εμάς, τους δημιουργικούς συντελεστές, ως μια παράσταση αλλά περισσότερο ως μια συλλογική, ψυχοσυναισθηματικά συντονισμένη εμπειρία.

Pieta
Σκηνή από την παράσταση. Φωτογραφία: Πάτροκλος Σκαφίδας
Σκηνή από την παράσταση.

– Σας έχει απασχολήσει γιατί ο όρος γυναικοκτονία δεν έχει ενσωματωθεί στη σχετική νομοθεσία της χώρας μας;

Προφανώς. Ξέρετε, η  νομοθετική ρύθμιση και η επακόλουθη ποινικοποίηση της γυναικοκτονίας θα είχε πρωτίστως σημειολογική αξία. Θα σήμαινε το τέλος της αποσόβησης της έμφυλης διάστασης του εγκλήματος της γυναικοκτονίας μέσα από μια παραπλανητική ρητορική που μιλάει για «οικογενειακές τραγωδίες» και «εγκλήματα πάθους». Θα σήμαινε επίσης οργανωμένη καταγραφή και παρακολούθηση της έκτασης του φαινομένου και άρα στοχευμένες δράσεις πρόληψης, προστασίας και υποστήριξης σε θεσμικό επίπεδο, κάτι που η πολιτεία δεν είναι διατεθειμένη να πράξει.

Ωστόσο, η ορατότητα που έχει διεκδικήσει και κατακτήσει ο φεμινιστικός λόγος είναι μια σημαντική αρχή. Για πρώτη φορά τοποθετούμε τη γυναικοκτονία στην πολιτική της διάσταση, αρθρώνοντας έναν λόγο αιχμηρό και συναισθηματικό μαζί, καταδικάζοντας νοοτροπίες που κακοφορμίζουν εδώ και χρόνια. Κάποια στιγμή, αυτή η αυτονόητη διεκδίκηση να «συζητάμε επιτέλους τα πράγματα με το όνομα τους» θα δώσει καρπούς. Κοιτάξτε δίπλα μας για παράδειγμα. Η Κύπρος πρόσφατα οδηγήθηκε στη νομοθετική ρύθμιση και ποινικοποίηση της γυναικοκτονίας. Ένα σημαντικό βήμα.

– Την ημέρα που είδα την Pietà το κοινό ήταν στην πλειονότητά του γυναίκες. Τι θα λέγατε στον οποιονδήποτε για να τον παρακινήσετε να τη δει;

Όποια μέρα κι αν βλέπατε την Pietà ή μια οποιαδήποτε άλλη παράσταση, το κοινό στην πλειονότητά του θα ήταν και πάλι γυναίκες. Το κοινό του θεάτρου είναι γυναικοκρατούμενο, όπως αντίστροφα το κοινό του γηπέδου είναι ανδροκρατούμενο. Βαθιά προβληματικό, κατά τη γνώμη μου, και ενδεικτικό μιας στερεοτυπικής κατηγοριοποίησης έμφυλων ρόλων και ταυτοτήτων. Τη μέρα που ένα αγόρι, (ότ)αν το επιθυμεί, θα μπορεί να ξεκινά μαθήματα μπαλέτου και ένα κορίτσι, αντίστοιχα, φόρμουλας 1, χωρίς να αποθαρρύνεται μέσα στο σπίτι ή να δέχεται bullying έξω από αυτό, τότε σίγουρα θα έχουμε τελειώσει και με τις θεατρικές παραινέσεις προς ενηλίκους. Μέχρι τότε, θα συνεχίζουμε να ανεβάζουμε πολλές ακόμα Pietà.

Μάρθα Μπουζιούρη
Την επομένη της πρεμιέρας, μετά την παράσταση ακολούθησε συζήτηση στην οποία συμμετείχαν οι μητέρες των θυμάτων, η Μάρθα Μπουζιούρη καθώς και η Ελένη Κωστοπούλου, μητέρα του Ζακ Κωστόπουλου, με συντονίστρια τη δημοσιογράφο Ράνια Τζίμα. Φωτογραφία: Πάτροκλος Σκαφίδας
Την επομένη της πρεμιέρας, μετά την παράσταση ακολούθησε συζήτηση στην οποία συμμετείχαν οι μητέρες των κοριτσιών, η Μάρθα Μπουζιούρη καθώς και η Ελένη Κωστοπούλου, μητέρα του Ζακ Κωστόπουλου, με συντονίστρια τη δημοσιογράφο Ράνια Τζίμα.

– Έχω την εντύπωση ότι πολύς κόσμος δεν είναι εξοικειωμένος με το θέατρο ντοκιμαντέρ ως είδος. Πώς το βλέπετε εσείς ως δημιουργός τέτοιων παραστάσεων και καλλιτεχνική διευθύντρια του Διεθνούς Δικτύου Θεάτρου Ντοκιμαντέρ;

Έχετε δίκιο. Μέχρι και πριν μια δεκαπενταετία ήταν σχεδόν άγνωστη λέξη στον ελληνικό θεατρικό χάρτη. Έχουμε ακόμα απόσταση να διανύσουμε, από την άλλη η ορατότητά του μεγαλώνει σημαντικά, γιατί μαζί της μεγαλώνει και η ανάγκη που το γεννά. Το θέατρο ντοκιμαντέρ είναι αποτέλεσμα της κρίσης του πολιτισμού εντός του οποίου δημιουργείται. Αφουγκράζεται την κοινωνία, ανασαίνει μαζί της, και αναδύεται κάθε φορά που η πραγματικότητα μας μουδιάζει, μας πονά, μας εξαγριώνει.

Η ίδρυση του Διεθνούς Δικτύου Θεάτρου Ντοκιμαντέρ σηματοδοτεί έναν τόπο έρευνας, συνάντησης και δημιουργικής ανταλλαγής μεταξύ δημιουργών, βιωματικών συντελεστών και κοινού, μια γέφυρα μεταξύ σκηνής και πραγματικού κόσμου. Μέσα από το ΔΔΘΝ επιδιώκουμε να αναδείξουμε τη σημασία του θεάτρου ντοκιμαντέρ και τη θέση του ως ισότιμη έκφραση της σύγχρονης δραματουργίας, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς. Πιστεύω βαθιά πως το θέατρο ντοκιμαντέρ είναι ένα ουσιωδώς λαϊκό και συμπεριληπτικό θέατρο, γιατί μπορεί να προσελκύσει ανθρώπους που δεν ανήκουν στην κατηγορία του «θεατρόφιλου κοινού», αλλά και να επαναπροσδιορίσει την παραδοσιακή έννοια του κοινού ως αποδέκτη, διαρρηγνύοντας τα όρια μεταξύ σκηνής και πλατείας.

Τοπαλούδη
Στην αρχή της συζήτησης που έγινε στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, ο Γιάννης Τοπαλούδης πρόσφερε λουλούδια σε όλες τις συμμετέχουσες του πάνελ. Εδώ, με τη μητέρα της Ελένης Τοπαλούδη, την Κούλα Αρμουτίδου. Φωτογραφία: Πάτροκλος Σκαφίδας
Στην αρχή της συζήτησης που έγινε στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, ο Γιάννης Τοπαλούδης πρόσφερε λουλούδια σε όλες τις συμμετέχουσες του πάνελ. Εδώ, με τη μητέρα της Ελένης Τοπαλούδη, την Κούλα Αρμουτίδου.

– Αν υποθέσουμε ότι κάθε θέμα σας θα μπορούσε να είναι αντικείμενο ταινίας ντοκιμαντέρ, τι σας παρακινεί να το προσεγγίσετε μέσα από το θέατρο;

Ωραίο timing γι’ αυτή την ερώτηση. Όπως σας ανέφερα προηγουμένως, μόλις ολοκλήρωσα το πρώτο μου κινηματογραφικό ντοκιμαντέρ À DEUX VOIX, και αναρωτήθηκα αντίστροφα: τι με παρακίνησε να αφηγηθώ αυτή την ιστορία μέσα από την κινηματογραφική γλώσσα αντί για την οικεία θεατρική;

Νομίζω πως η επιλογή μου υπαγορεύεται οργανικά από την αισθηθική – μια λέξη που αγαπώ να χρησιμοποιώ – η οποία ορίζει με τη σειρά της τους δημιουργικούς και βιωματικούς άξονες κάθε δουλειάς μου. Το σίγουρο είναι πως στο θέατρο χτίζω σκηνές με κινηματογραφικούς όρους και κάνω δραματουργία όπως θα έκανα μοντάζ. Aντίστοιχα το σινεμά που με ενδιαφέρει είναι μπολιασμένο με την ανθρωποκεντρική αμεσότητα του θεάτρου. Όπου κι καταλήγω κάθε φορά, απολαμβάνω την αίσθηση ελευθερίας που διανοίγει η ώσμωση των δύο αυτών δημιουργικών πεδίων.

– Τι περιθώρια αφήνει το θέατρο ντοκιμαντέρ ως προς τη χρονική απόσταση από τα γεγονότα με τα οποία ασχολείται; Υπάρχει όριο στο να καταπιαστείτε με κάτι πολύ παλιό;

Δεν αντιλαμβάνομαι κάποιο περιορισμό ως προς τη χρονική απόσταση. Δεν θα με απέτρεπε να καταπιαστώ με ένα γεγονός που συνέβη έναν αιώνα πριν, αν κατάφερνα να βρω τρόπο να το προσεγγίσω ανθρωποκεντρικά και όχι αμιγώς ιστορικά (εννοώ μέσα από τεκμήρια, καταγεγραμμένες μαρτυρίες κλπ), αν και αισθάνομαι πως είναι πιο τίμιο και ενδιαφέρον οι άνθρωποι τους οποίους αφορά το έργο να το συνδιαμορφώνουν, ή τουλάχιστον να έχουν πρόσβαση σε αυτό, να μπορούν να εκφέρουν λόγο και αντίλογο. Οι νεκροί δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα: η ιστορία τους ξαναγράφεται εν αγνοία τους.

Pieta
Σκηνή στο φινάλε της παράστασης. Φωτογραφία: Πάτροκλος Σκαφίδας
Σκηνή στο φινάλε της παράστασης.

Γι’ αυτό επιλέγω να καταπιάνομαι με το παρόν. Και για έναν ακόμα λόγο: στο επίπεδο του πολιτικού, έχει σημασία να μπολιάζουμε την Ιστορία με ιστορίες πέραν της κυρίαρχης αφήγησης, να φωτίζουμε όψεις της βιωμένης εμπειρίας λιγότερο ορατές, περισσότερο επείγουσες. Μια τέτοια επιλογή ωστόσο, ενέχει σοβαρές ηθικές προεκτάσεις, για εμάς που φέρνουμε στη σκηνή φορτισμένα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα ή τραυματικά γεγονότα την ώρα που η Ιστορία ακόμα γράφεται, δουλεύοντας μάλιστα στενά με τα εμπλεκόμενα πρόσωπα.

– Στην αντίθετη περίπτωση, όταν καταπιάνεστε με κάτι πρόσφατο και μάλλον «νωπό», όπως στην Pietà, είναι ζητούμενο ή/και εφικτό να υπάρχει αντικειμενικότητα;

Στον πυρήνα του θεάτρου που με αφορά βρίσκεται ο άνθρωπος και η βιωμένη εμπειρία του, όχι τα γεγονότα. Άρα, μοιραία, η έννοια της αντικειμενικότητας είναι έξω από τη δημιουργική περιοχή μου. Αυτός είναι και ο λόγος που αντιστέκομαι στον όρο «θέατρο ντοκουμέντο» γιατί κουβαλάει σημειολογικά μια υπόσχεση τεκμηρίου-απόλυτης αλήθειας.

Μάρθα Μπουζιούρη
Η Μάρθα Μπουζιούρη. Φωτογραφία: Πάτροκλος Σκαφίδας
Η Μάρθα Μπουζιούρη.

Πεποίθησή μου είναι πως ο δημιουργός δεν είναι ποτέ αντικειμενικός ή ουδέτερος. Από μόνη της η επιλογή του θέματος και η σκοπιά που διαλέγει να το φωτίσει αποτελούν ήδη θέση. Από εκεί κι έπειτα, κάθε ένας/μία –θεατής ή δημιουργικός συντελεστής– μπαίνει σε αυτό το δημιουργικό ταξίδι με τις προσλαμβάνουσες, τις υποθέσεις, τις αντιστάσεις και τις προσδοκίες του. Δεν είναι ζητούμενο η αντικειμενικότητα αλλά η δύναμη που έχει το θέατρο να διεγείρει τον αναστοχασμό και την κριτική σκέψη, να γεννά ερωτήσεις, να δονεί το συναίσθημα χωρίς να το εκβιάζει. Η δύναμη, εν τέλει, που έχει να μας μετακινεί και όχι να καθησυχάζει τις βεβαιότητές μας. Το θέατρο ανοίγει έναν τεράστιο χώρο για να κατοικήσει η αλήθεια όχι ως μοναδική εκδοχή της πραγματικότητας αλλά ως επίκληση στη μη λήθη.

Ο 2ος κύκλος παραστάσεων της Pietà» της Μάρθας Μπουζιούρη παίζεται στο Σύγχρονο Θέατρο. Κλείσε εισιτήρια

SLOW MONDAY NEWSLETTER

Θέλεις να αλλάξεις τη ζωή σου; Μπες στη λογική του NOW. SLOW. FLOW.
Κάθε Δευτέρα θα βρίσκεις στο inbox σου ό,τι αξίζει να ανακαλύψεις.