ΓΙΑΤΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΧΑΝΟΥΝ ΤΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΤΟΥΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ;
Ένας εκπαιδευτικός που ολοκλήρωσε τη φετινή σχολική χρονιά σε σχολείο εκτός Αθηνών επιχειρεί να εξηγήσει γιατί οι μαθητές χάνουν το ενδιαφέρον τους για την εκπαίδευση, ιδίως στην επαρχία.
Μπορεί τα σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης να έβαλαν «λουκέτο» για τους μαθητές έως τον Σεπτέμβρη, οι εργασίες των εκπαιδευτικών όμως συνεχίζουν αδιάκοπα μέχρι την ολοκλήρωση του πρώτου μήνα του θέρους. Διαδικαστικά θέματα για την ομαλή έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς πρέπει να διευθετηθούν, γεγονός που αναδεικνύει και τον προβληματισμό των εκπαιδευτικών, ο οποίος εκφράζεται μέσα από εκτενείς συζητήσεις αναφορικά με το πώς μπορούν να δοθούν επιπλέον κίνητρα στους μαθητές και τις μαθήτριες, ώστε να δείξουν μεγαλύτερη ζέση για την επαφή με τη γνώση.
Είναι κοινό μυστικό ότι το ζήτημα της αδιαφορίας των μαθητών για το σχολείο δεν αποτελεί χαρακτηριστικό συγκεκριμένων ομάδων, φυλετικών ή κοινωνικών. Μια τέτοια προσέγγιση θα έμοιαζε εντελώς στερεοτυπική, εάν αναλογιστεί κανείς ότι ανεξαρτήτως εθνικότητας, ιδεολογίας ή καταβολών η πλειοψηφία των νέων, ιδίως μακριά από τα αστικά κέντρα, εύκολα χάνει το ενδιαφέρον της για την εκπαίδευση, καθώς επικεντρώνεται στην άμεση, εύκολη και γρήγορη επαγγελματική αποκατάσταση.
Τα αίτια του φαινομένου αυτού δεν είναι, τις περισσότερες φορές, ευδιάκριτα. Άλλοτε ζήτημα προτύπων της εποχής κι άλλοτε ελπίδα βελτίωσης της οικονομικής συνθήκης των νοικοκυριών από τα οποία προέρχεται το κάθε παιδί, συμβάλλουν στην πρόκριση της επαγγελματικής προόδου έναντι της εκπαιδευτικής, και μάλιστα συχνά με τη σύμφωνη γνώμη των γονέων. Οι οικονομικές συνθήκες, άλλωστε, δεν είναι και οι ευνοϊκότερες. Πολύ συχνά δε, οι κλειστές κοινωνίες αποδεικνύονται τα μεγάλα «θύματα» αντιλήψεων που δεν προωθούν την ανάγκη για ολοκληρωμένη εκπαίδευση, αλλά θέτουν υψηλότερα την αξιοποίηση των παιδιών, ανεξαρτήτως φύλου, στην παραγωγική διαδικασία του τόπου.
Το OW συναντά τον Παντελή Παπαμιχαήλ, ο οποίος είναι αναπληρωτής εκπαιδευτικός φιλόλογος και υπηρετούσε φέτος στο Γενικό Λύκειο Ιθάκης.
– Πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος του γονέα και πόσο κομβικός των δασκάλων αντίστοιχα, ώστε να κρατήσουν το παιδί κοντά στη γνώση, κόντρα καμιά φορά στο οικογενειακό περιβάλλον,;
Η οικογένεια και το σχολείο αποτελούν δύο από τα πιο σημαντικά συστήματα αναφοράς στην προσωπική ανάπτυξη του ανθρώπου. Ο ρόλος του γονέα εκ φύσεως συνήθως αποτελεί ένα ισχυρό πρότυπο για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας του παιδιού και το πρώτο πρότυπο επιρροής.
Από την άλλη, υπάρχει ο ρόλος του δασκάλου, ο οποίος πέρα από το διδακτικό κομμάτι καλείται να λειτουργήσει και ως διαμορφωτής της προσωπικότητας και της ψυχοσύνθεσης του κάθε παιδιού. Δύσκολος ρόλος, ειδικά όταν στον αντίποδα, στην οικογένεια, υπάρχουν στερεοτυπικές αντιλήψεις οι οποίες απαξιώνουν τον ρόλο του σχολείου ως μια τυπική διαδικασία, την οποία τα παιδιά είναι υποχρεωμένα να παρακολουθούν προκειμένου να πάρουν «το χαρτί», γιατί έτσι πρέπει. Αντιλήψεις δίχως καμία λογική βάση, που όμως ακόμα και σήμερα ακούγονται σε συζητήσεις μεταξύ εκπαιδευτικών και γονέων, και σε κάθε περίπτωση δυσχεραίνουν ακόμα περισσότερο την ομαλή πορεία των μαθητών στο σχολικό περιβάλλον.
Οι εκπαιδευτικοί από τη μεριά μας προσπαθούμε, όσο αυτό είναι εφικτό στο πλαίσιο ενός εξετασιοκεντρικού εκπαιδευτικού συστήματος, στο οποίο μόνιμα νιώθουμε την πίεση να βγάλουμε την ύλη και, παράλληλα, να κρατήσουμε αμείωτο το ενδιαφέρον των μαθητών για το σχολείο. Χρήση νέων τεχνολογιών, ομαδοσυνεργατική μέθοδος διδασκαλίας, οργάνωση της διδασκαλίας πάνω στα ενδιαφέροντα των μαθητών όπου αυτό είναι εφικτό είναι μερικά από τα όπλα που έχουμε στη φαρέτρα μας.
Όμως, όλα αυτά λειτουργούν κατά το ήμισυ, αν δεν υπάρχει συνεργασία σχολείου οικογένειας. Χρειάζεται, λοιπόν, σύμπνοια απόψεων μεταξύ οικογένειας και εκπαιδευτικών ως προς την πρόκριση του σχολείου και το «έμμεσο κέρδος» που αποκομίζει κανείς από την εκπαίδευση, έναντι της άμεσης οικονομικής αποκατάστασης την οποία συνήθως οι μαθητές επιδιώκουν και πολλές φορές επικροτεί και η οικογένεια.
– Είναι ζήτημα οικονομικής κατάστασης, προτύπων της σύγχρονης κουλτούρας, ή έλλειψης ελκυστικότητας του σημερινού τρόπου εκπαίδευσης η έλλειψη ενδιαφέροντος για το σχολείο στις μικρές κοινωνίες;
Θεωρώ ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι απόλυτη και μονοδιάστατη. Το πρόβλημα έχει πολλές αιτίες, αλλά σίγουρα αυτές που αναφέρονται λειτουργούν κατά τη γνώμη μου συνδυαστικά και είναι οι σημαντικότερες. Αρχικά, η οικονομική κατάσταση πολλές φορές επιδρά ανασταλτικά στη διαδικασία της μάθησης αλλά από μόνη της, θεωρώ, δεν είναι αρκετή ώστε ένας μαθητής να χάσει το ενδιαφέρον του για το σχολείο. Κατά τη διάρκεια της σχολικής μου παρουσίας ως εκπαιδευτικός έχω βρεθεί αντιμέτωπος και με τις δύο όψεις αυτού του νομίσματος. Είχα μαθητές οι οποίοι αντιμετώπιζαν σοβαρές οικονομικές δυσκολίες και παρ’ όλα αυτά θεωρούσαν το σχολείο ως μια διέξοδο από αυτές. Επίσης, συνάντησα μαθητές οι οποίοι με το τέλος της υποχρεωτικής εκπαίδευσης δεν συνέχισαν, καθώς επέλεξαν να εργαστούν ώστε να συνεισφέρουν στα οικογενειακά έξοδα.
Θα ήταν, επίσης, σοβαρή παράλειψη να μην αναφερθώ στα πρότυπα των νέων σήμερα, τα οποία είναι ένας πολύ σημαντικός και καθοριστικός παράγοντας για το αν ένας μαθητής θα εστιάσει στην εκπαίδευση ή θα ακολουθήσει άλλη πορεία. Παρατηρούμε γύρω μας τα περισσότερα πρότυπα τα οποία ασκούν επιρροή στους νέους να προβάλλουν κυρίως υλικά και όχι πνευματικά αγαθά. Άνθρωποι του πνεύματος δεν βρίσκονται, συνήθως, ανάμεσα στα πρότυπα των παιδιών και αυτό είναι πράγματι λυπηρό, καθώς η νέα τάση οδηγεί τους νέους στο άμεσο οικονομικό όφελος και στην απομάκρυνσή τους από τα πνευματικά οφέλη της γνώσης τα οποία λειτουργούν μακροπρόθεσμα.
Τέλος, ο εξετασιοκεντρικός χαρακτήρας του εκπαιδευτικού συστήματος, η βαθμοθηρία, η τεράστια ύλη με την οποία έρχονται αντιμέτωποι οι μαθητές αλλά και η δασκαλοκεντρική μέθοδος διδασκαλίας, που σε κάποιες περιπτώσεις εφαρμόζεται ακόμα κατά κόρον, σίγουρα δεν είναι παράγοντες που καθιστούν ελκυστικό το σημερινό σχολείο στους μαθητές.
– Ποιες είναι κατά την άποψή σας οι σημαντικότερες ελλείψεις του δημόσιου σχολείου σήμερα σε ό,τι αφορά τα επαρχιακά μέρη;
Τα επαρχιακά σχολεία είναι κοινό μυστικό ότι ακόμη και σήμερα σε πολλές περιπτώσεις παρουσιάζουν αρκετές ελλείψεις σε σχέση με τα σχολεία της πόλης. Υλικοτεχνικές υποδομές και ελλιπής στελέχωση εκπαιδευτικού δυναμικού θεωρώ ότι είναι οι σημαντικότερες εξ αυτών. Οι ελλείψεις αυτές επιδρούν ανασταλτικά σε μεγάλο βαθμό στη διαδικασία της μάθησης, καθώς αποσπούν και αποσυντονίζουν τόσο τους μαθητές όσο και τους εκπαιδευτικούς από τον βασικό στόχο, ο οποίος δεν είναι άλλος από την αποτελεσματική εκπαιδευτική διαδικασία που οδηγεί στη μάθηση.
Από την εμπειρία μου μπορώ να θυμηθώ ότι έχω υπηρετήσει σε σχολείο όπου, όταν έβρεχε, ήμασταν αναγκασμένοι να βγάζουμε το νερό από τις αίθουσες αλλά και από το γραφείο των καθηγητών με σφουγγαρίστρες! Μπορεί, φυσικά, τα περιστατικά και τα φαινόμενα αυτά να αποτελούν εξαιρέσεις, αλλά αν θέλουμε να μιλάμε για ένα εκπαιδευτικό σύστημα στο οποίο έχουν όλοι ίσες ευκαιρίες στη γνώση θα πρέπει ακόμα και αυτά τα λίγα περιστατικά να εκλείψουν.
Επίσης, το στρεβλό σύστημα της αναπλήρωσης, ελλείψει μόνιμων διορισμών, έχει ως συνέπεια να παρουσιάζονται εκπαιδευτικοί στα σχολεία καθόλη τη διάρκεια της χρονιάς, ενώ τα κενά υπάρχουν από την αρχή της. Το γεγονός αυτό, όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, δημιουργεί σχολεία δύο ή και τριών ταχυτήτων ως προς την κάλυψη της διδακτέας ύλης, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται ισότιμη συμμετοχή όλων στις τελικές εξετάσεις.
– Ποιες οι κυριότερες ανησυχίες που σας εμπιστεύονται οι μαθητές και οι μαθήτριές σας;
Μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες κάθε εκπαιδευτικού θεωρώ ότι είναι να καταφέρει να έρθει κοντά με τους μαθητές του, έτσι ώστε οι τελευταίοι να του εμπιστευτούν τους προβληματισμούς και τις ανησυχίες τους. Δύσκολη εξίσωση, που άλλες φορές έχει λύση ενώ άλλες όχι. Από την εμπειρία μου, όσες φορές κατάφερα «να λύσω αυτή την εξίσωση» ένιωσα χαρά και ικανοποίηση που οι μαθητές μου με εμπιστεύτηκαν, αλλά και «ανεπάρκεια», καθώς ίσως δεν ήμουν ο καταλληλότερος για να τους δώσω απαντήσεις στους προβληματισμούς τους, οι οποίοι είχαν να κάνουν κυρίως με θέματα επιλογής σπουδών και θέματα διαπροσωπικών σχέσεων με φίλους, συμμαθητές και κάποιες φορές την οικογένειά τους.
Οι κυριότερες ανησυχίες οι οποίες βασανίζουν τους μαθητές, ιδίως των τελευταίων τάξεων του Λυκείου, έχουν να κάνουν κυρίως με το άγχος των εξετάσεων και με το άγχος της σωστής επιλογής σπουδών και επαγγελματικής αποκατάστασης.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθώ στην έλλειψη συμβουλευτικής υποστήριξης και επαγγελματικού προσανατολισμού, ιδιαίτερα στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Οι μαθητές συνήθως μέσω πληροφοριών από τον περίγυρο τους αλλά και από άτομα τα οποία δηλώνουν «ειδικοί» καταλήγουν στην επιλογή των σπουδών που θα ακολουθήσουν. Αυτό, προφανώς, δεν είναι ο σωστός δρόμος, αλλά μάλλον ένα επικίνδυνο μονοπάτι προς αβέβαιο προορισμό. Λανθασμένες πληροφορίες σε αυτό το στάδιο είναι δυνατόν να οδηγήσουν τους μαθητές σε λανθασμένες αποφάσεις, οι οποίες μπορεί να είναι αναστρέψιμες, όχι όμως χωρίς κόστος για τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Ο πλέον υπεύθυνος για συμβουλές αναφορικά με την επιλογή κλάδου σπουδών και επαγγελματικής αποκατάστασης δεν είναι ούτε ο περίγυρος, οικογενειακός και κοινωνικός, ούτε οι εκπαιδευτικοί, οι οποίοι έχουν άλλο ρόλο, αλλά εξειδικευμένοι σύμβουλοι επαγγελματικού προσανατολισμού οι οποίοι θα έπρεπε να υπάρχουν σε κάθε σχολική μονάδα δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Εκτός από τις ανησυχίες ως προς το κομμάτι των σπουδών, οι νέοι συχνά μας εμπιστεύονται και προσωπικά προβλήματα που τους απασχολούν, ατομικά ή οικογενειακά. Στο σημείο αυτό οφείλω να επανέλθω στο θέμα της έλλειψης ειδικού επιστημονικού προσωπικού από τα σχολεία και κυρίως από τα γενικά λύκεια. Οι εκπαιδευτικοί προφανώς και θα αφουγκραστούμε τα προβλήματα και τις ανησυχίες των μαθητών, αλλά δεν έχουμε στην πλειοψηφία μας θεωρώ την κατάρτιση να επέμβουμε αποτελεσματικά, καθώς το κομμάτι της παρέμβασης στον τομέα αυτό έγκειται στην επιστημονική κατάρτιση εξειδικευμένων επιστημόνων όπως οι ψυχολόγοι και οι κοινωνικοί λειτουργοί οι οποίοι, δυστυχώς, απουσιάζουν από τα γενικά λύκεια.
Επομένως, το «βάρος» αντιμετώπισης και διαχείρισης τέτοιων καταστάσεων καλούμαστε να το επωμιστούμε οι ίδιοι, και μπορεί στις περισσότερες των περιπτώσεων να έχουμε όλη την καλή διάθεση, δεν έχουμε όμως πάντα την απαιτούμενη εξειδίκευση και εμπειρία στα θέματα αυτά. Βέβαια, σε κάθε περίπτωση απευθυνόμαστε στους αρμόδιους φορείς αλλά κάποιες φορές είναι πολύτιμος ο χρόνος που χάνεται σε σχέση με την άμεση παρέμβαση των ειδικών επιστημόνων, αν υπήρχαν σε κάθε σχολική μονάδα.