ΓΙΑΤΙ Η ΣΕΙΡΑ «17 ΚΛΩΣΤΕΣ» ΘΑ ΣΕ ΚΑΝΕΙ ΝΑ ΧΑΣΕΙΣ ΤΟΝ ΥΠΝΟ ΣΟΥ
Από το πρώτο κιόλας επεισόδιο της νέας σειράς του Σωτήρη Τσαφούλια, νιώθεις ένα βάρος μέσα σου, σα να φταις κι εσύ κάπου για όσα βλέπεις στις «17 Κλωστές».
Αποφεύγω να βλέπω θρίλερ γιατί θεωρώ ότι η ίδια η ζωή μπορεί να είναι πολύ πιο τρομακτική και φρικαλέα από οποιοδήποτε φανταστικό σενάριο αιματοχυσίας. Επιβεβαιώθηκα για ακόμα μία φορά παρακολουθώντας τις «17 Κλωστές». Η νέα μίνι σειρά του Σωτήρη Τσαφούλια επέδρασε πάνω μου σαν ταινία τρόμου, καθώς όσα έδειξε ήταν αληθινά και συνέβησαν σε έναν τόπο που περιμένεις η αγνότητα του τοπίου να αντανακλάται στις καρδιές των ντόπιων, στα Κύθηρα.
Στα 6 επεισόδια –όσα και τα βράδια που έχασα τον ύπνο μου– η σειρά αφηγείται την πραγματική ιστορία του μακελλάρη των Κυθήρων. Οι «17 Κλωστές» βασίζονται στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Πάνου Δημάκη, το οποίο διασκευάστηκε σε τηλεοπτικό σενάριο από τις Μιρέλλα Παπαοικονόμου και Κάτια Κισσονέργη.
Πρωταγωνιστής είναι ο «Καστελάνης», ένας αρχικά φιλήσυχος τσαγκάρης, ο οποίος ήρθε αντιμέτωπος με το σκληρότερο πρόσωπο μιας κοινωνίας φοβισμένης και άδικης, την οποία αποφάσισε να εκδικηθεί με τον χειρότερο τρόπο, κατασφάζοντας 15 αθώους συμπολίτες του, μεταξύ των οποίων μια έγκυο και δύο παιδιά.
Πώς ένας καλόκαρδος άνθρωπος γίνεται ο πιο άγριος φονιάς;
Βαυκαλιζόμαστε οι περισσότεροι με την πεποίθηση ότι οι δολοφόνοι –και δη οι κατά συρροή– είναι άτομα που γεννήθηκαν έτσι, με διαγνωσμένη σχιζοφρένεια ή κάποια άλλη βλάβη στον εγκέφαλο. Έτσι, κάπως εξηγούμε τις ειδεχθείς πράξεις τους. Αυτό που δεν θέλουμε να πιστέψουμε, που δεν μπορούμε να εξηγήσουμε και γι’ αυτό ίσως μας τρομάζει περισσότερο, είναι πως ένας φαινομενικά καλόκαρδος άνθρωπος μπορεί να μετατραπεί σε αληθινό τέρας εξαιτίας μιας κοινωνίας, μέρος της οποίας είμαστε κι εμείς.
Αυτό ακριβώς περιγράφει η σειρά «17 Κλωστές», στην οποία βλέπουμε έναν νεαρό άντρα, μεγαλωμένο από δύο καλούς γονείς, αγαπητό από όλους στο χωριό, να μεταμορφώνεται σιγά-σιγά σε τέρας όταν πέφτει θύμα της μίας αδικίας μετά την άλλη. Ο Καστελάνης κατηγορείται άδικα ότι παρενόχλησε σεξουαλικά τη γυναίκα του πιο ανήθικου μα ισχυρού άνδρα της περιοχής, η οποία ήταν κρυφά ερωτευμένη μαζί του. Αυτό προκαλεί όχι μόνο την επαγγελματική του καταστροφή, καθώς ο κόσμος που «ψοφάει» για κουτσομπολιό θα πιστέψει τον «ισχυρό», αλλά και τη διάλυση του αρραβώνα με τη γυναίκα που λάτρεψε όσο καμία.
Και όταν προσπαθεί, λίγο καιρό αργότερα, να ορθοποδήσει, κατηγορείται άδικα για ακόμα μία φορά ότι έκλεψε. Η ζήλια ενός συναδέλφου στο τσαγκαράδικο του θείου του, ο οποίος βλέποντας τις ικανότητες του Καστελάνη φοβάται ότι θα του «φάει» την πρωτοκαθεδρία στη δουλειά, τον στέλνει στη φυλακή. Ο θείος του, επηρεασμένος από το στίγμα που κουβαλά ο Καστελάνης, τον προδίδει.
Χαρακτηρισμένος πλέον από όλους ως σάτυρος και κλέφτης, δεν έχει καν «μούτρα» να επιστρέψει στον τόπο του. Εκεί, απόλυτα πικραμένοι οι γονείς του ξεψυχούν ο ένας μετά τον άλλον. Κανείς δεν στέκεται στο πλευρό της οικογένειας. Ούτε καν ο παππάς του χωριού, ο εκπρόσωπος του Θεού επί γης, ο οποίος αφήνει για μέρες το άψυχο σώμα της μάνας του Καστελάνη άταφο, να σαπίζει μέσα στο σπίτι της. Έχει ακούσει τη γυναίκα του που του λέει ότι μάλλον ο ίδιος της ο γιος τη σκότωσε και «δεν σκέφτεσαι τι θα πει ο κόσμος αν σε δει να πηγαίνεις εκεί;».
Την ίδια ώρα, η οικογένεια της αγαπημένης του σαμποτάρει κάθε προσπάθεια του ζευγαριού να έρθει κοντά. Ο άλλοτε κολλητός του φίλος του γυρνά την πλάτη.
Ενώ πολλές φορές έχει όλα τα δίκια με το μέρος του να αντιδράσει τη στιγμή που πρέπει, να ορθώσει το ανάστημά του, να απευθυνθεί στις Αρχές, να ζητήσει εξηγήσεις, να ξεμπροστιάσει τους πραγματικούς ενόχους, ο ίδιος επιλέγει πάντα να σκύβει το κεφάλι και να αποδέχεται τη μοίρα του. Δείχνει να είναι ένας εσωστρεφής χαρακτήρας που όμως έχει γαλουχηθεί και με το «μη μας πιάσει ο κόσμος στο στόμα του» και «ποιος είμαι εγώ για να με πιστέψουν;».
Η οργή μέσα μου δυναμώνει με κάθε νέα σκηνή. Γιατί αναγνωρίζω συμπεριφορές που διαιωνίζονται μέχρι σήμερα. Και κάπως έτσι ο Καστελάνης –ενδεχομένως και υπό την επήρεια αλκοόλ και χασίς, στο οποίο εθίστηκε το διάστημα που πέρασε φυλακισμένος στον Πειραιά–, στις 23 Αυγούστου 1909, ένα πρωινό με μεγάλη «κατσιφάρα» (ομίχλη), παίρνει ένα μαχαίρι και μετατρέπεται στον πρώτο «serial killer της Ελλάδας», όπως τον χαρακτήρισε ο Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος, και ίσως στον χειρότερο.
«Εμείς δημιουργούμε τα τέρατα που μας χτυπάνε»
Είναι, λοιπόν, η πάντα επίκαιρη αλήθεια –σε συνδυασμό βέβαια με την εξαιρετική σκηνοθεσία της σειράς και τον συγκλονιστικό Πάνο Βλάχο στον πρωταγωνιστικό ρόλο– που αναπόφευκτα σε υποβάλλει σε μια δυσάρεστη ψυχική κατάσταση θλίψης και θυμού για την αδικία, το ψέμα και την υποκρισία που είναι ικανά να καταστρέψουν όχι μόνο μία αλλά, κατά συνέπεια, δεκάδες ανθρώπινες ζωές.
Και είναι αυτό ακριβώς που ήθελε να πετύχει ο Σωτήρης Τσαφούλιας γυρίζοντας τις «17 Κλωστές»: «Είναι μια ιστορία που δείχνει πώς εμείς οι άνθρωποι δημιουργούμε τα τέρατα και όταν αυτά τα τέρατα μας χτυπούν, αναρωτιόμαστε τι κάναμε εμείς οι “καλοί άνθρωποι”, ώστε να υποστούμε τέτοιο πράγμα, ενώ εμείς οι ίδιοι φτιάχναμε τα τέρατά μας», έχει πει στον Θοδωρή Κουτσογιαννόπουλο.
«Βλέπουμε θύματα να ενοχοποιούνται», ανέφερε σε άλλη συνέντευξη. «Ακούς ότι βιάστηκε γυναίκα έξω από το μπαρ και η πρώτη ερώτηση είναι “τι δουλειά είχε στο μπαρ με τη μίνι φούστα;”. Κάτι τέτοιο λέει η ιστορία. Το πώς ένας άνθρωπος με πολύ καλή πρόθεση φτάνει εκεί».
Συνήθως, συνεχίζει, θύματα του «τέρατος» δεν είναι οι άμεσα υπεύθυνοι, μα άλλα αθώα άτομα: «Γίνεται bullying σε ένα παιδί στην Αμερική και επιστρέφει λίγο καιρό μετά στο σχολείο με ένα όπλο και σκοτώνει άλλα παιδιά που δεν είχαν σχέση με την πράξη».
Αυτό κάνει ακόμα πιο εμφανές και ανησυχητικό ότι θύμα μιας κακής κοινωνίας είναι απρόσωπα η ίδια η κοινωνία. Μέσα στην οποία ζούμε όλοι, παρακολουθώντας την ιστορία να επαναλαμβάνεται, μέχρι σήμερα, έστω και «με άλλα ρούχα, με άλλα γκάτζετ και με άλλα αξεσουάρ τριγύρω μας», όπως χαρακτηριστικά λέει ο Τσαφούλιας. Για να καταλήξει: «Η σειρά δεν είναι για τον Καστελάνη. Είναι για αυτούς που τον δημιουργούν».
Για την ιστορία...
Αν αποφασίσεις να παρακολουθήσεις τις «17 Κλωστές», αξίζει να γνωρίζεις ότι απόγονοι των θυμάτων της τρομερής σφαγής στα Κύθηρα όχι μόνο επικρότησαν τη δημιουργία της σειράς, αλλά δύο από αυτούς συμμετείχαν ως ηθοποιοί στη σκηνή της σφαγής, θέλοντας έτσι να τιμήσουν τους παππούδες τους.
Ο Σωτήρης Τσαφούλιας αποκαλύπτει επίσης πως κατά τα γυρίσματα της σειράς στο νησί πολλοί ντόπιοι αρχικά ρωτούσαν «τώρα ήρθατε εδώ να μας κάνετε να φανούμε κακοί;», ενώ όσο περνούσαν οι μέρες και μιλούσαν για τη ζωή του Καστελάνη, δεν ήταν λίγοι αυτοί που είπαν «τον τρελάνανε τον άνθρωπο».
Και δεν παραλείπει να εκθειάσει τον Πάνο Βλάχο, ο οποίος πραγματικά τα «έδωσε όλα»: έχασε τουλάχιστον 10 κιλά μυϊκής μάζας για τις ανάγκες του ρόλου ως κατάδικος, έμαθε να ιππεύει και να παίζει λύρα για να είναι όλες οι σκηνές απόλυτα αληθοφανείς. Ο ίδιος ο ηθοποιός, μιλώντας για τη συμμετοχή του στη σειρά, είπε πως «είναι ό,τι πιο ολοκληρωμένο έχω κάνει ποτέ».