Φωτογραφία: Πέτρος Πουλόπουλος

ΓΙΑΤΙ ΦΟΒΟΜΑΣΤΕ ΝΑ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΙΚΗ ΑΣΘΕΝΕΙΑ; Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ «ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗ ΛΗΘΗ» ΜΑΣ ΦΕΡΝΕΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΟΥΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ

Το θεατρικό «Δικαίωμα στη λήθη» μάς μεταφέρει σε έναν τηλεοπτικό διάλογο για την ψυχική ασθένεια, το στίγμα και την ανάγκη να θυμόμαστε – ή να ξεχάσουμε. Η Δέσποινα Αποστολίδου και η Νάνσυ Ρηγοπούλου ζωντανεύουν τις ηρωίδες του έργου, ενώ υπογράφουν αντίστοιχα το κείμενο και τη σκηνοθεσία.

Στο θεατρικό «Δικαίωμα στη λήθη», το νέο έργο της Δέσποινας Αποστολίδου που παίζεται στο Θέατρο Άβατον, η σκηνή μεταμορφώνεται σε ένα τηλεοπτικό πλατό. Εκεί, δύο γυναίκες που έχουν βιώσει την ψυχική ασθένεια στο οικογενειακό τους περιβάλλον καλούνται να μιλήσουν για την εμπειρία τους, με στόχο την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης. Θα μπορούσε να είναι μια πραγματική συνθήκη. Μόνο που οι ηρωίδες έχουν μια δυνατότητα που σπάνια προσφέρει η τηλεόραση: Αν αλλάξουν γνώμη σχετικά με την συμμετοχή τους, μπορούν να ζητήσουν τη διαγραφή όλων των δεδομένων που τις αφορούν και να αποχωρήσουν.

Σύμφωνα με την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, «το δικαίωμα διαγραφής (“δικαίωμα στη λήθη”) είναι το δικαίωμα να ζητά το υποκείμενο των δεδομένων τη διαγραφή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, εφόσον δεν επιθυμεί πια αυτά τα δεδομένα να αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας και εφόσον δεν υφίσταται νόμιμος λόγος να τα κατέχει ο υπεύθυνος επεξεργασίας».

Είναι ένα δικαίωμα που διεκδικούν για παράδειγμα πρώην ασθενείς με καρκίνο που, ενώ έχουν ξεπεράσει τη νόσο, εξαιτίας του ιατρικού ιστορικού τους δεν τους επιτρέπεται να έχουν πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό ή να ασφαλιστούν σε ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες. Και δεν είναι τυχαίο ότι η συγγραφέας «δανείζεται τον όρο» για να μιλήσει για τις ψυχικές ασθένειες, που, όπως και ο καρκίνος, συνεχίζουν σε μεγάλο βαθμό να φέρουν κοινωνικό στίγμα.

Δικαίωμα στη λήθη
Η Νάνσυ Ρηγοπούλου (αριστερά) και η Δέσποινα Αποστολίδου. Φωτογραφία: Πέτρος Πουλόπουλος
Η Νάνσυ Ρηγοπούλου (αριστερά) και η Δέσποινα Αποστολίδου.

Η Δέσποινα Αποστολίδου κρατάει επίσης έναν από τους δύο ρόλους του έργου. Τον άλλο ερμηνεύει η Νάνσυ Ρηγοπούλου, η οποία υπογράφει και τη σκηνοθεσία. Καθεμία καταθέτει τη δική της οπτική και απαντά στα ερωτήματα του OW για το «Δικαίωμα στη λήθη».

Δέσποινα Αποστολίδου: «Η δύναμη της προκατάληψης υπερισχύει της αντικειμενικής πραγματικότητας»

– Τι σε ενέπνευσε να γράψεις το «Δικαίωμα στη λήθη» και γιατί επέλεξες αυτόν τον τίτλο;

Με ενδιαφέρει στα έργα μου να καταπιάνομαι με ζητήματα που αφορούν τον άνθρωπο. Παρατήρησα ότι οι ψυχικές ασθένειες –ειδικά στη μετά Covid εποχή– έχουν ραγδαία αύξηση και, παρόλο που βρισκόμαστε στο 2025, το στίγμα των ίδιων των ασθενών αλλά και των οικείων τους παραμένει ισχυρό. Δύσκολα οι άνθρωποι μιλούν για ένα ψυχικό νόσημα που τους ταλαιπωρεί ή για τη λήψη φαρμάκων. Έτσι, αποφάσισα ότι θέλω να γράψω κάτι γι’ αυτό. Να φέρουμε το θέμα στο τραπέζι και να δούμε τι ερωτήματα προκύπτουν από αυτή την προσπάθεια – και σε εμάς ως δημιουργούς της παράστασης, αλλά και στους θεατές που θα παρακολουθήσουν.

Δέσποινα Αποστολίδου
Η Δέσποινα Αποστολίδου. Φωτογραφία: Πέτρος Πουλόπουλος
Η Δέσποινα Αποστολίδου.

Το Δικαίωμα στη λήθη είναι ένας νομικός όρος που συμπεριέλαβε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην Πρόταση του Γενικού Κανονισμού ως ένα βασικό κανονιστικό εργαλείο που θα επέτρεπε στα πρόσωπα να ανακτήσουν και να διατηρήσουν τον έλεγχο επί των ιδίων πληροφοριών. Θα μπορούσε να αποδοθεί ως το δικαίωμα ενός προσώπου να μην ανασύρεται διαρκώς το παρελθόν του. Είναι ένα βασικό ερώτημα που τίθεται στους χαρακτήρες του έργου. Ένας άνθρωπος είναι υπεύθυνος επ΄ αόριστον για τις παρελθούσες πράξεις του; Διαγράφοντας το παρελθόν, μπορεί να ξαναγράψει την ιστορία του; Για τον λόγο αυτόν το επέλεξα και ως τίτλο του έργου.

– Πώς συγκέντρωσες τις πραγματικές μαρτυρίες που εντάχθηκαν στο «Δικαίωμα στη λήθη»;

Αρχικά, ήρθα σε επαφή με κάποιους επιστήμονες από τον χώρο της ψυχικής υγείας, ώστε να με κατευθύνουν σχετικά με αυτό που είχα στο μυαλό μου να κάνω. Συζητήσαμε αρκετά πάνω στο θέμα και μέσω αυτών ήρθα σε επαφή με ανθρώπους που θέλησαν να μου μιλήσουν για την εμπειρία τους με την ψυχική νόσο. Επίσης, με παρέπεμψαν σε σχετική βιβλιογραφία με υλικό που αφορούσε παλαιότερα έτη. Εμπνευσμένη από αυτό το υλικό, με βάση τις πραγματικές ιστορίες και με πολλή φαντασία δημιούργησα το έργο.

– Ποιες ήταν οι μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετώπισες κατά τη συγγραφή;

Η συγγραφή είναι, έτσι κι αλλιώς, μια δύσκολη διαδικασία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση είχα να διαχειριστώ δύο πολύ σοβαρά ζητήματα. Το πρώτο ήταν η ισορροπία. Θέλοντας να δημιουργήσω ένα κείμενο που να περιλαμβάνει όλες τις εκφάνσεις της πραγματικής ζωής –το χιούμορ, τη συγκίνηση, τη δυσκολία– χρειάστηκε να κρατώ ένα μέτρο, γιατί το θέμα είναι ιδιαίτερα λεπτό. Το δεύτερο ζήτημα ήταν η πραγματική μαρτυρία. Έπρεπε ό,τι ειπωθεί επί σκηνής να μην φωτογραφίζει ή παραπέμπει σε συγκεκριμένα πρόσωπα, για την προστασία των ασθενών και των οικείων τους.

Δικαίωμα στη λήθη
Φωτογραφία: Πέτρος Πουλόπουλος

– Μέσα από την έρευνα για την παράσταση, ποια ήταν η εικόνα που σχημάτισες για το πώς αντιμετωπίζεται η ψυχική υγεία στην Ελλάδα σήμερα;

Επειδή έψαξα πληροφορίες και μαρτυρίες από το 1924 έως σήμερα, μου δόθηκε η δυνατότητα να δω τις όποιες αλλαγές στο πέρασμα του καιρού. Είναι σημαντικότατη η εξέλιξη στον τομέα της επιστήμης. Τεράστια βελτίωση υποδομών, θεραπειών, αντιμετώπισης ασθενών και φροντιστών, κ.λπ. Αυτό που έχει μικρή εξέλιξη ανά τα χρόνια είναι η στάση της κοινωνίας απέναντι στην ψυχική νόσο, είτε αφορά κάποιον που πάσχει είτε την οικογένειά του. Το στίγμα, δυστυχώς, παραμένει. Η «θεωρία της ετικέτας», όπως την είχε περιγράψει ο κοινωνιολόγος Thomas Scheff το 1966, μας αποδεικνύει ότι η δύναμη της προκατάληψης υπερισχύει της αντικειμενικής πραγματικότητας.

– Η παράσταση αναδεικνύει το στίγμα που βιώνουν οι ασθενείς και οι οικογένειές τους. Μήπως το «δικαίωμα στη λήθη», η διαγραφή δηλαδή όλων των σχετικών δεδομένων ενός ατόμου, συντελεί στη διατήρηση του στίγματος;

Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό ερώτημα. Προσωπικά πιστεύω πως έχει να κάνει με τον λόγο για τον οποίο αποφασίζει κάποιος να κάνει χρήση αυτού του «δικαιώματος». Εάν αποφασίσεις να σβήσεις ένα κομμάτι της ζωής σου γιατί θεωρείς ότι η στάση σου δεν ήταν η σωστή και θέλεις να επανεκκινήσεις, είναι μια καλή αρχή για να σπάσεις το στίγμα.

Ας το δούμε σε μια άλλη κατάσταση και όχι στην ψυχική νόσο. Για παράδειγμα, σε ένα παιδί στην εφηβεία. Οι εφηβικές αναμνήσεις είναι αδιαμφισβήτητα από τις πιο σημαντικές που συλλέγει ένας άνθρωπος στη ζωή του. Ένα βίντεο «εφηβικής παρασπονδίας» που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο χωρίς να έχει το άτομο δυνατότητα διαγραφής, το ακολουθεί στην υπόλοιπη ζωή του. Πλέον, όμως, έχουν περάσει χρόνια και το ίδιο το άτομο έχει αλλάξει. Εάν μπορεί να διαγράψει τα δεδομένα του, διαφυλάσσει τις αναμνήσεις του χωρίς να στιγματίζεται.

Στον αντίποδα είναι η χρήση του «δικαιώματος στη λήθη» για να κρύψουμε-διαγράψουμε κάτι που μας ντροπιάζει. Κάτι που θέλουμε να κρύψουμε κάτω από το χαλί και να καμωθούμε ότι δεν συμβαίνει. Τότε, ναι. Το στίγμα διατηρείται στο ακέραιο, και μάλιστα ενισχύεται.

Νάνσυ Ρηγοπούλου: «Πρέπει να έρθουμε αντιμέτωποι με την ψυχική ασθένεια ως κάτι που συμβαίνει και είναι αποδεκτό»

– Αν μπορούσες να περιγράψεις το «Δικαίωμα στη λήθη» με μία φράση, ποια θα ήταν;

Η αποδοχή προς τον συνάνθρωπο.

– Τι ήταν αυτό που σε κέντρισε περισσότερο στη σκηνοθεσία του έργου;

Το ότι το ύφος της γραφής του είναι ρεαλιστικό. Βλέπουμε σε ένα πλατό μιας τηλεοπτικής εκπομπής να μιλούν στην παρουσιάστρια δύο γυναίκες για τα βιώματά τους όσον αφορά την ψυχική ασθένεια. Ιστορίες βγαλμένες από ζωές ανθρώπων που πρέπει να αποδοθούν με απλότητα και συνάμα θεατρικότητα. Είναι ένα στοίχημα να μπορέσει ο ηθοποιός να μιλήσει απλά το κείμενο και να αποδώσει έναν άνθρωπο με όλη του την αλήθεια, χωρίς περιττούς θεατρινισμούς και τεχνάσματα.

Νάνσυ Ρηγοπούλου
Η Νάνσυ Ρηγοπούλου. Φωτογραφία: Πέτρος Πουλόπουλος
Η Νάνσυ Ρηγοπούλου.

Από την άλλη, ο θεατής πρέπει να βλέπει εικόνες που θα του τραβήξουν την προσοχή και το ενδιαφέρον, με τις οποίες θα συνδεθεί υποσυνείδητα.

Στο έργο βλέπουμε και αληθινές μαρτυρίες ασθενών και συγγενών τους ή φροντιστών που μας ταξιδεύουν μέσα στον χρόνο. Οι μαρτυρίες αυτές κάπως θα έπρεπε να αποδοθούν, τόσο σκηνοθετικά όσο και υποκριτικά, για να μπορέσει ο θεατής να φτιάξει εικόνες και να συνδεθεί. Το ότι το έργο ακροβατεί ανάμεσα στον ακραίο ρεαλισμό και την αποστασιοποίηση ήταν πραγματικά για εμένα ένα στοίχημα, ώστε να μπορέσω να τα ισορροπήσω με επιτυχία. Επίσης, το να παίζεις και να σκηνοθετείς μαζί έχει διπλή δυσκολία, καθώς πρέπει να είσαι μέσα αλλά και έξω από αυτό.

– Θα έλεγες ότι κάποια από αυτές τις μαρτυρίες σε επηρέασε βαθιά ή σε έκανε να δεις κάτι από νέα οπτική;

To ότι το έργο βασίζεται σε αληθινές μαρτυρίες –τις οποίες είτε μετέφερε η Δέσποινα Αποστολίδου στο κείμενο μέσα από την ερευνά της, είτε είναι ιστορίες ανθρώπων που ξέρουμε και εμείς οι ίδιες– από μόνο του σε επηρεάζει κυρίως συναισθηματικά.

Η ιστορία όμως που με επηρέασε πολύ μέσα στο έργο είναι μιας νέας κοπέλας που αγαπούσε πολύ το τραγούδι και τα αγόρια. Όταν ο πατέρας της την είδε με τον νεανικό της έρωτα, τη χτύπησε και την τιμώρησε. Η οικογένεια της την έστειλε στη Λέρο ως ψυχικά άρρωστη. Τα μεγαλύτερα αδέρφια της εκμεταλλεύτηκαν την περιουσία της και την ξέγραψαν. Με τον καιρό και την αθλιότητα των συνθηκών υπό τις οποίες ζούσαν αυτοί οι άνθρωποι στις ψυχιατρικές δομές, η κοπέλα είχε ξεχάσει να μιλάει, έχασε τα λογικά της. Μόνο τραγουδούσε.

Δικαίωμα στη λήθη
Φωτογραφία: Πέτρος Πουλόπουλος

Αυτή η ιστορία με αγγίζει και συγκινεί τόσο εμένα όσο και το κοινό. Είναι από τις ιστορίες που πραγματικά σε κάνει να αναρωτιέσαι: Γιατί; Η κοπέλα δεν είχε τίποτα και την έκλεισαν σε ψυχιατρείο για να «συνέλθει το μυαλό της». Η οικογένεια της την αντιμετώπισε ως ψυχικά ασθενή χωρίς να είναι, και οδήγησε την υπόλοιπη ζωή της στο χάος, αντί να μιλήσει με το παιδί και να το φροντίσει. Πραγματικά πολύ άδικο.

– Σε μια κοινωνία όπου η ψυχική νόσος ακόμα φέρει κάποιο στίγμα για πολλούς, πόσο εύκολο είναι για έναν καλλιτέχνη να μιλήσει ανοιχτά για ψυχικά τραύματα ή προσωπικές δυσκολίες;

Πρέπει και οφείλουμε να μιλήσουμε ανοιχτά. Μόνο όταν μιλάμε για αυτό χωρίς ντροπή και ενδοιασμούς η κοινωνία θα το αποδεχτεί. Αυτός είναι κι ο σκοπός του έργου, να έρθουμε αντιμέτωποι με την ψυχική ασθένεια ως κάτι που συμβαίνει και είναι αποδεκτό. Επίσης, άνθρωποι που βιώνουν ψυχικές ασθένειες ή έχουν στο περιβάλλον τους άτομα που νοσούν να πάρουν θάρρος και δύναμη ώστε να συνεχίσουν. Πολλοί άνθρωποι ζουν με αυτό, και είναι λειτουργικοί και το παλεύουν. Εάν η κοινωνία τους αγκαλιάσει, θα είναι πιο εύκολο για όλους.

– Τι πιστεύεις ότι χρειάζεται να αλλάξει στη νοοτροπία μας για να γίνει η κοινωνία πιο δεκτική;

Να έχουμε ενσυναίσθηση και να μην σκεφτόμαστε μόνο τον εαυτό μας, να πάψουμε να λέμε «δεν συμβαίνει σε εμένα… δεν με νοιάζει». Να μπαίνουμε στην θέση του άλλου, να σκεφτόμαστε περισσότερο πίσω από αυτό που βλέπουμε. Την αιτία. Να μην βγάζουμε συμπεράσματα χωρίς να ξέρουμε, διότι ο καθένας φέρει τη ζωή του και τα βιώματά του. Να μην κρίνουμε ούτε να χλευάζουμε. Βέβαια, η καθημερινότητα και η ρουτίνα, η διαρκής αναζήτηση του χρήματος και της άνεσής μας μας κάνουν επιφανειακούς και μας απομακρύνουν από το νοιάξιμο για τον άνθρωπο σε βαθύτερο επίπεδο. Όλοι κοιτάμε τους γύρω μας αλλά δεν τους βλέπουμε πραγματικά και χάνουμε την ουσία. Εάν λίγο γινόμασταν πιο δεκτικοί προς τους άλλους και τους κοιτάζαμε πραγματικά στα μάτια, θα βλέπαμε πολλά.

Το «Δικαίωμα στη λήθη» θα παίζεται μέχρι τις 24 Απριλίου 2025. Θέατρο Άβατον: Ευπατριδών 3, 11854 Κεραμεικός. Κλείσε εισιτήρια online

SLOW MONDAY NEWSLETTER

Θέλεις να αλλάξεις τη ζωή σου; Μπες στη λογική του NOW. SLOW. FLOW.
Κάθε Δευτέρα θα βρίσκεις στο inbox σου ό,τι αξίζει να ανακαλύψεις.