ΓΙΑΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΜΕ ΞΑΝΑ ΤΑ ΙΔΙΑ ΒΙΒΛΙΑ;
Τι είναι, αλήθεια, αυτό που μας κάνει να επιστρέφουμε στα χιλιοδιαβασμένα, αγαπημένα μας βιβλία; Η ασφάλεια που μας προσφέρουν; Το ότι κάθε φορά έχουν κάτι νέο να μας πουν; Ή όλα αυτά μαζί;
Αν η στοίβα με τα αδιάβαστα βιβλία μπορούσε να μιλήσει, θα χτυπούσε νευριασμένα το πόδι της στο πάτωμα και θα ξεστόμιζε την ίδια πάντα ερώτηση: «Πάλι αυτό θα διαβάσεις; Τι έχει, τελοσπάντων, που δεν έχω εγώ;». O λόγος για τα ίδια βιβλία που προτιμάμε να ξαναδιαβάζουμε. Ας αναλογιστούμε εκείνους που επί σειρά ετών, περνούν τα καλοκαίρια τους στο ίδιο πάντοτε νησί.
Γνωρίζουν εκ των προτέρων ποιους ανθρώπους θα συναντήσουν και σε ποιο καφενείο θα συχνάσουν. Έχουν περπατήσει κάθε σοκάκι και κάθε δέντρο τους έχει χαρίσει απλόχερα τη σκιά του. Παρόλα αυτά, παραμένουν πιστοί στο ραντεβού τους, προσδοκώντας να αναβιώσουν αυτό το αίσθημα του ανήκειν: Είναι και οι ίδιοι πια μέρος του τοπίου, ίσως τα πρόσωπά τους να κοσμούν ακόμη κι εκείνες τις καρτ ποστάλ που πωλούνται στα τουριστικά μαγαζάκια.
Ποιο είναι το καινούργιο που μας προσφέρει το παλιό
Κάτι παρόμοιο με τα αγαπημένα μας μέρη διακοπών, εκείνα που μας διαμόρφωσαν και τα διαμορφώσαμε κατά κάποιο τρόπο, συμβαίνει και με τα εκλεκτά βιβλία της καρδιάς μας. Με την πάροδο του χρόνου, όσο μας ανήκουν, άλλο τόσο τους ανήκουμε κι εμείς.
Οι σημειώσεις μας στα περιθώρια των σελίδων τους, ένα σημαδάκι από καφέ στο τέλος μιας πρότασης, όλες οι φράσεις τους που τρύπωσαν σε μια συζήτηση μας, είναι τα αδιάσειστα πειστήρια της συμβίωσής μας. Προκύπτει εδώ και ένα ακόμα ζήτημα. Συμβαίνει ουκ ολίγες φορές, σε κάθε μας ανάγνωση, να ανακαλύπτουμε ένα νέο, αδιάβα(σ)το μονοπάτι, μια πρόταση που μας φανερώνει ένα νόημα, μέχρι πρότινος ανεξερεύνητο.
Τα κλασικά βιβλία μεγαλώνουν μαζί μας
Δεν αλλάζει φυσικά μορφή το κείμενο, δεν μετακινούνται οι τελείες και τα κόμματα. Αν αλλάζει κάτι, αυτό είμαστε εμείς. Άλλη διαδρομή ακολουθεί κανείς σε ένα βιβλίο στα 18 του και άλλη στα 30 του, με περισσότερες εμπειρίες και βιώματα να τον ακολουθούν.
Το διαφορετικό καθρέφτισμά μας στις σελίδες του βιβλίου, είναι αυτό που μας κάνει να υπογραμμίζουμε μια νέα φράση ή να σβήνουμε μια παλιά σημείωση σε κάθε νέα ανάγνωση. Κάτι τέτοιο, συμβαίνει κατά κόρον με τα κλασικά βιβλία, τα οποία φημίζονται για το ταλέντο τους να τραβάνε κοντά τους τον αναγνώστη σε διαφορετικές φάσεις της ζωής του.
Άλλωστε αυτό είναι και ένα από τα βασικά συστατικά της συνταγής, που τα καθιστούν κλασικά. Οι συγγραφείς τους έχουν καταφέρει να συμπυκνώσουν μέσα τους βαθιά νοήματα και να πλάσουν τους χαρακτήρες με τόση μαεστρία, ώστε είναι σαν να μεγαλώνουν και αυτοί μαζί με εμάς.
Τα παλιά, αγαπημένα βιβλία προσφέρουν ασφάλεια
«Από τα παιδικά της χρόνια θεωρούσε τα βιβλία σαν το σημάδι μιας μυστικής αδελφότητας. Κάποιος που έχει μια βιβλιοθήκη σαν αυτήν δεν θα της έκανε κακό». Όπως περιγράφει πολύ εύστοχα ο Μίλαν Κούντερα στην Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι, τα βιβλία μάς προσφέρουν -μεταξύ άλλων- ένα αίσθημα ασφάλειας.
Οι αχανείς βιβλιοθήκες, τα μικρά βιβλιοπωλεία, είναι χώροι που μας κάνουν να αισθανόμαστε σαν ήρωες του Κούντερα ή σαν το κορίτσι στην ταινία Breakfast at Tifanny’s. Όταν βρίσκεται στο αγαπημένο της κοσμηματοπωλείο, τίποτα κακό δεν μπορεί να της συμβεί.
Κάπως έτσι νιώθουμε, όταν πιάνουμε στα χέρια μας ένα γνωστό βιβλίο. Κάποιος άλλος έχει αναλάβει την εξέλιξη της ιστορίας, έχει πάρει στα χέρια του τη μοίρα των ηρώων και έτσι εμείς μπορούμε να κάτσουμε αναπαυτικά στην καρέκλα μας και να επαναλάβουμε εκείνη τη φράση, που πρωτοείπαμε παιδιά: «Πες μου μια ιστορία!».
Επιστρέφοντας λοιπόν στα βιβλία που αγαπήσαμε, βρίσκουμε ξανά τη μυστική μας κρυψώνα, συναντιόμαστε με ένα κομμάτι του εαυτού μας που έμεινε ξεχασμένο εκεί και, παράλληλα, συστηνόμαστε με τα νέα σημάδια που χάραξαν πάνω μας τα χρόνια.