ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΑΦΕΘΩ ΣΕ ΕΝΑ ΚΑΛΟ ΒΙΒΛΙΟ;
Μία ζωή βιβλιοφάγος, ανακάλυψα κάποια στιγμή ότι έχασα ξαφνικά την ικανότητά μου να αφήνομαι σε ένα καλό βιβλίο, μαζί με την απόλαυση, τις γνώσεις και την ποιότητα που έφερνε στη ζωή μου. Τι είχε πάει στραβά και πώς κατέκτησα ξανά, βήμα-βήμα, σχεδόν συλλαβίζοντας, μία συνήθεια ζωής;
Όταν πριν από λίγους μήνες βρέθηκα να μετακομίζω από ένα σπίτι όπου ζούσα για σχεδόν είκοσι χρόνια, συνειδητοποίησα πως από τις 54 κούτες που έπρεπε να τακτοποιήσω, οι 40 ήταν γεμάτες βιβλία. Πέρασα δύο ημέρες βάζοντας σε σειρά τη σκούρα ξύλινη βιβλιοθήκη που με συνοδεύει σχεδόν όλη μου τη ζωή, μαζί με τις άλλες τρεις που είχα αναγκαστεί να αγοράσω με τα χρόνια, προκειμένου να φιλοξενήσω τον εθισμό μου στο διάβασμα.
Έναν εθισμό που είδα ξανά να ξετυλίγεται μπροστά μου σελίδα-σελίδα και ξεκίνησε από τότε που άρχισα να συλλαβίζω (στα βιβλία μου υπάρχουν ακόμα vintage εκδόσεις με λιωμένα εξώφυλλα και απλά παραμύθια), κλιμακώθηκε στην εφηβεία (Ζωρζ Σαρρή, Παπαδιαμάντης, Δέλτα, Σάλιντζερ) και απογειώθηκε στα χρόνια μετά το πανεπιστήμιο, με Σαρτρ, Σεντάρις, Ντοστογιέφσκι, Τουέιν, Καραπάνου, Έσσε (η λίστα είναι ατέλειωτη).
Με κάθε βιβλίο που έβαζα ευλαβικά στη θέση του, ξυπνούσε κι άλλη μία φάση της ζωής μου. Το τάδε το διάβαζα στο τρόλεϊ, το δείνα όταν απέφευγα να μελετήσω για το πτυχίο, το άλλο όταν γέννησα τον πρώτο μου γιο. Μία ζωή συνυφασμένη με μελάνι τυπωμένο σε χαρτί.
Θυμήθηκα τον φίλο μου τον Τάσο, επίσης μανιώδη αναγνώστη, με τον οποίο «κρίναμε» τα βιβλία ακόμη και από τη μυρωδιά. Βρήκα εισιτήρια, τσιμπιδάκια, φωτογραφίες και ραβασάκια που χρησιμοποιούσα σαν σελιδοδείκτες, σημειώσεις με μολύβι σε κάποια, λεκέδες από δάκρυα σε άλλα. Παράλληλα με το νοητό ταξίδι μου ανάμεσα σε σελίδες κι εξώφυλλα, αντιλήφθηκα όμως κι ένα μεγάλο χρονικό κενό.
Πότε η χαρά του διαβάσματος έγινε αγγαρεία να ολοκληρώσεις ένα βιβλίο;
Η συλλογή μου σταματάει κάπου μερικά χρόνια πριν από σήμερα, με έναν μεγάλο αριθμό βιβλίων να με περιμένει από τότε μέχρι σήμερα σε κομοδίνα, τραπεζάκια καθιστικού, τσάντες και ντουλάπια. Τα περισσότερα μισοδιαβασμένα, όλα σαν μία υπόσχεση που δεν εκπληρώθηκε, μία σχέση που δεν προχώρησε, έναν εαυτό μου που δεν συνάντησα προκειμένου να πάω παρακάτω. Και ήρθα αντιμέτωπη με αυτό που όλο και μεγάλωνε σαν υποψία, για να γίνει δύσκολη διαπίστωση: Δεν μπορώ να διαβάσω.
Την ώρα που κάθομαι άνετα στο αγαπημένο μου σημείο, με ένα βιβλίο στο χέρι, αρχίζει η εγκεφαλική φαγούρα. Από την πρώτη κιόλας σελίδα, το μυαλό μου τρέχει μακριά. Αδυνατώ να ταυτιστώ, να μπω στην ιστορία, να αφεθώ στην αφήγηση. Αν καμία φορά πιάσω τον εαυτό μου να καλπάζει από σελίδα σε σελίδα όπως έκανα κάποτε, αμέσως «βγαίνω» από το σώμα μου για να με συγχαρώ: «Μπράβο, διαβάζεις, το κατάφερες!». Πάει η συγκέντρωση, πέταξε από το παράθυρο. Πώς, πότε έχασα την ατόφια χαρά της ανάγνωσης; Πότε έγινε αγγαρεία, άσκηση, προσπάθεια;
«Δεν σταμάτησα να αγοράζω βιβλία, σταμάτησα να τα διαβάζω»
Πηγαίνοντας πίσω στα βιβλία της ζωής μου, ασυναίσθητα στέκομαι σε ένα που με στιγμάτισε, κι όχι με καλό τρόπο. Ήταν αρχή της καραντίνας, είχα στα χέρια μου όλο τον χρόνο που ήθελα, τα βιβλία ήξερα ότι θα μου προσφέρουν την ιδανικότερη φυγή. Το συγκεκριμένο όμως, η βιογραφία ενός μεγάλου σκηνοθέτη, με απώθησε προξενώντας μου μία απογοήτευση που δεν είχα ξαναζήσει, ούτε στα χειρότερα γραπτά που είχαν μέχρι τότε πέσει στα χέρια μου. Η μετάφραση ήταν κάκιστη. Τόσο, που με έπιανα να διορθώνω μέσα μου τις απρόσεκτα επιλεγμένες λέξεις, την ανάποδη σύνταξη.
Αυτό ήταν, είχα εξοριστεί από τη νιρβάνα του αθώου αναγνώστη με τις αγαθές προθέσεις και την απόλυτη αποδοχή. Κάθε βιβλίο από εκεί και ύστερα περνούσε από το ίδιο πρίσμα. Είχα χάσει την εμπιστοσύνη μου. Θυμάμαι ότι πολύ γρήγορα ανέτρεξα σε παλιότερες αγάπες, με την ελπίδα ότι θα άναβαν ξανά μέσα μου τη σπίθα, αλλά τίποτα. Οι καινούργιες κυκλοφορίες που συνέπαιρναν τους φίλους και γνωστούς μου, ενώ κάποτε γίνονταν άγια δισκοπότηρα και σκοπός επίσκεψης στο βιβλιοπωλείο, τώρα έμοιαζαν με κούπες μισογεμάτες χλιαρό νερό που άφηνα να κρυώσει. Κάπως σαν τις ταινίες που βγαίνουν και όλοι σου λένε «πρέπει να τη δεις», προκαλώντας σου στο τέλος απόλυτη άρνηση.
Δεν σταμάτησα να αγοράζω βιβλία, σταμάτησα να τα διαβάζω. Τα μόνα που έχουν καταφέρει να ολοκληρώσουν τον σκοπό τους, είναι κάποια δώρα ή δάνεια από αγαπημένες φίλες, κι αυτό γιατί η επιθυμία μου να «διαβάσω» αυτό που είδαν εκείνες και να συνδεθώ μαζί τους σε ένα πνευματικό επίπεδο πέρα από τα καθημερινά, είναι μεγάλη. Βέβαια, μερικά από αυτά τα βιβλία, τα διάβασα τόσο μηχανικά που τώρα δεν θυμάμαι τίποτα από χαρακτήρες, στιλ γραφής, υπόθεση.
Για αρκετό καιρό πίστευα ότι ήμουν η μόνη, ώσπου άρχισα να μοιράζομαι την αγωνία μου, μόνο και μόνο για να βρω πολλούς συμπάσχοντες, πρώην book addicts που σήμερα δεν διαβάζουν πέρα από τα μηνύματα στο κινητό τους.
«Πώς από βιβλιοφάγος είχα φτάσει στο σημείο να μην μπορώ να ολοκληρώσω ένα βιβλίο;»
Ως κλασικό σπασικλάκι, αυτή η κατάσταση με θορύβησε πολύ. Πώς γίνεται ένας βιβλιοφάγος να φτάσει στο σημείο να μην έχει ολοκληρώσει ένα μυθιστόρημα για μήνες, εκεί που διάβαζε τουλάχιστον δέκα βιβλία τον χρόνο;
Η Δρ Ναταλία Κουτρούλη, ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια, με βοήθησε να ξεδιαλύνω λίγο το τοπίο: «Η ικανότητα να διαβάζει ένας άνθρωπος είναι βιολογικά προσδιορισμένη και αν δεν συντρέχει κάποιος σοβαρός αναπτυξιακός λόγος, κάποια στιγμή θα επιτευχθεί η κατάκτηση της ανάγνωσης», μου λέει. «Η δεξιότητα όμως ενός ατόμου να συγκεντρώνεται στη μελέτη ενός βιβλίου, να χάνεται στις σελίδες του και να απολαμβάνει το ταξίδι που του προσφέρει, είναι πιθανόν θέμα προσωπικότητας, προτύπων και βιωμάτων. Σε κάθε περίπτωση, υπάρχουν περιστάσεις που δυσχεραίνουν τη διαδικασία της μελέτης βιβλίων και της άντλησης ικανοποίησης από αυτά». Εδώ είμαστε, σκέφτηκα.
ΧΩΡΙΣ ΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΒΙΒΛΙΩΝ ΣΤΕΡΟΥΜΑΣΤΕ ΤΗΝ «ΤΡΟΦΗ» ΤΟΥ ΜΥΑΛΟΥ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ ΕΝΟΣ ΑΞΙΟΠΙΣΤΟΥ «ΦΙΛΟΥ».
Σύμφωνα λοιπόν με την ειδικό, αρκετοί παράγοντες μπορεί να συμβάλλον στο φαινόμενο αυτό, όπως:
- Η μελαγχολική διάθεση που συχνά μας οδηγεί στην ανηδονία, το άγχος που κατακλύζει το μυαλό μας και δεν μπορούμε να συγκεντρωθούμε σε μια δραστηριότητα ήρεμα.
- Η έλλειψη ύπνου και η κούραση που εξαντλεί τις δυνάμεις μας.
- Οι γρήγοροι ρυθμοί της καθημερινότητας που δεν μας επιτρέπουν να χαλαρώσουμε και να αφεθούμε για λίγη ώρα.
- Η συνήθεια να στρεφόμαστε πια σε μια οθόνη για να ξεκουραστούμε αντί για ένα βιβλίο, καθώς και η τυχαία και ατυχής επιλογή βιβλίων που μπορεί να μας απογοητεύσουν και να αποθαρρύνουν το διάβασμα.
Κλείνοντας, μου θύμισε πως χωρίς τη μελέτη βιβλίων στερούμαστε την «τροφή» του μυαλού μας και τη συντροφιά ενός αξιόπιστου «φίλου». Πράγματι. Αυτός ο φίλος μού είχε λείψει τραγικά. Ίσως μέχρι σήμερα να μην είχα εντοπίσει την έλλειψη, επειδή συνέβαιναν πολλά στη ζωή μου, δεν είχα τον χρόνο ή ήμουν κουρασμένη. Τώρα, που πλέον είμαι σε ένα καλό σημείο, το κενό έγινε πια ευδιάκριτο.
Πήρα, λοιπόν, βαθιά ανάσα και ξεκίνησα από τα βασικά. Έπιασα στην αρχή ένα βιβλίο που μου κίνησε την περιέργεια, ένα δοκίμιο που μιλάει για τη δομή των λογοτεχνικών κειμένων, και το πήγα δίπλα στο κρεβάτι μου. Σταμάτησα να παίρνω μαζί μου το κινητό μου για να διαβάσω τα mails μου, κι ανοίγω αυτό. Μία, δύο σελίδες είναι αρκετές. Επειδή έχει μορφή μελέτης, μπορώ να σταματήσω και να αρχίσω ξανά την ανάγνωση όποτε θέλω, χωρίς να κόβεται το νήμα κάποιας αφήγησης. Παράλληλα, πήρα ένα βιβλίο του Μουρακάμι με μικρά διηγήματα που βρήκα στο βιβλιοπωλείο, και όποτε είχα όρεξη, έπιανα από ένα. Δέκα λεπτά το πολύ και τελειώνει η κάθε μικρή αφήγηση. Σαν τα βιβλία για εφήβους, αλλά με ενήλικη γλώσσα.
Και τότε ήρθε ΤΟ βιβλίο, αυτό που με λύτρωσε, με μάγεψε, με έκανε να ερωτευτώ ξανά το διάβασμα, να αφεθώ και να ανυπομονώ να τελειώσω τις δουλειές μου για να το ξαναπιάσω στα χέρια μου. Ένα βιβλίο με μικρά κεφάλαια, στρωτό λόγο, χωρίς πολλές περιγραφές, λιτό, ξεκάθαρο, με σχεδόν στατική πλοκή που σε πηγαίνει αβίαστα από το παρόν στο παρελθόν και ξανά πίσω. Αυτό ήταν.
Τώρα με περιμένει ένα λίγο μεγαλύτερο, πρόταση φίλης, και αμέσως μετά θα πιάσω το 4321 του Πωλ Όστερ που κάποτε άφησα στη σελίδα 15. Έχω ακόμα 1.202 σελίδες. Εξάλλου, ποιος μετράει; Θα το πάω σιγά σιγά κι όπου με πάει.