ΓΙΑΤΙ ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ «ΚΥΑΝΙΟΥΧΟ ΚΑΛΙΟ»
Στο «Κυανιούχο κάλιο», η Μάρθα Μπουζιούρη συνδυάζει ένα ιστορικό θεατρικό έργο με σύγχρονη έρευνα για τις αμβλώσεις, ανεβάζοντας μια παράσταση που ισορροπεί στην κόψη του ξυραφιού – και καθηλώνει.
Γνώρισα τη δουλειά της Μάρθας Μπουζιούρη πριν από έναν περίπου χρόνο βλέποντας την «Pietà», μια παράσταση βασισμένη στις μαρτυρίες πέντε μητέρων που οι κόρες τους έχουν πέσει θύματα γυναικοκτονίας. Είχα μιλήσει μαζί της μετά για το τι την ωθεί να κάνει θέατρο ντοκιμαντέρ και να καταπιάνεται με θέματα όχι απλά δύσκολα, αλλά πραγματικά φλέγοντα. Τότε, είχε ανέβει για πρώτη φορά η ίδια στη σκηνή συμμετέχοντας σε έργο που υπέγραφε και σκηνοθετούσε. Φέτος, επιχειρεί μια άλλη πρωτιά: σκηνοθετεί ένα θεατρικό έργο που προϋπήρχε, το «Κυανιούχο κάλιο».
Όχι ότι εγκαταλείπει την ντοκιμαντερίστικη ματιά της, ίσα ίσα. Απλώς βρίσκει έναν ευρηματικό τρόπο να δει μέσα από αυτήν ένα έργο που πρωτοπαίχτηκε στο θέατρο το 1929 και το συνάντησε τυχαία, κάνοντας έρευνα για το ζήτημα των αμβλώσεων.
Το «Κυανιούχο κάλιο» έχει γραφτεί από τον γερμανοεβραίο Friedrich Wolf, που με τη διπλή ιδιότητα του δραματουργού αλλά και του γιατρού το εμπνεύστηκε ως «όπλο» ενάντια στην κατάργηση του νόμου που απαγόρευε τις αμβλώσεις στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Έναν χρόνο μετά, το γύρισε σε ταινία του βωβού κινηματογράφου.
Έκτοτε, έχει μεσολαβήσει κοντά ένας αιώνας, αλλά να που η ιστορία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο επαναλαμβάνεται. Μια μέρα πριν το «Κυανιούχο κάλιο» κάνει πρεμιέρα στη Σκηνή Ω του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, είχε επανεκλεγεί στην αμερικανική Προεδρία ο Ντόναλντ Τραμπ, που κατά την πρώτη θητεία του ενορχήστρωσε την ανατροπή της απόφασης Roe v. Wade, καταργώντας στις ΗΠΑ τη συνταγματική προστασία του δικαιώματος στην άμβλωση.
Το «Κυανιούχο κάλιο» σήμερα
Αφότου αποφάσισε να καταπιαστεί με το θέμα, η Μάρθα Μπουζιούρη κλήθηκε κάποιες φορές να απαντήσει στην ερώτηση: «Μα γιατί να κάνεις μια παράσταση για τις αμβλώσεις; Αφού στην Ελλάδα είναι νόμιμες». Η ίδια δίνει την απάντηση στο σκηνοθετικό της σημείωμα, αναφέροντας μεταξύ άλλων: «Ακριβώς αυτή η αθώα ερώτηση καθιστά την παρουσίασή του στην Ελλάδα –και όχι μόνο– επιτακτική σήμερα». Κάνοντας έρευνα αρχείου, συνεντεύξεις με Ελληνίδες γυναικολόγους αλλά και άτυπες συζητήσεις με γυναίκες του στενού φιλικού και ευρύτερου κύκλου της, συνειδητοποίησε κάτι ακόμα: πως το «κεφάλαιο άμβλωση» παραμένει ένα τεράστιο ταμπού.
«Από τους κατασταλτικούς νόμους του 1920 μέχρι τα φεμινιστικά κινήματα της δεκαετίας του ‘60, η ιστορία του δικαιώματος των γυναικών επάνω στο σώμα μας ξετυλίγεται σαν να χρειάζεται να αποδείξουμε ότι μας ανήκει», προσθέτει. «Σαν να χρειάζεται να απαντήσουμε, να λογοδοτήσουμε, να απολογηθούμε σε ένα αόρατο και πανταχού παρόν δικαστήριο που αποφαίνεται πως η άμβλωση είναι έγκλημα».
Μετά από τη συγκλονιστική εμπειρία που είχα ζήσει βλέποντας την «Pietà», έσπευσα να δω το «Κυανιούχο κάλιο» στην πρεμιέρα και μπορώ να πω ότι είναι μία από τις καλύτερες που έχω δει φέτος μέχρι στιγμής. Παρεμβαίνοντας η ίδια ως ερευνήτρια-αφηγήτρια στην παράσταση, η Μάρθα Μπουζιούρη καταφέρνει αυτό το docudrama να σταθεί στιβαρά στο σήμερα, ενώ ταυτόχρονα θυμίζει το πλαίσιο στο οποίο δημιουργήθηκε, χρησιμοποιώντας πλάνα από την ταινία του ’30.
Ακόμα και οι πιο δύσκολες σκηνές έχουν σκηνοθετηθεί αριστοτεχνικά, με απόλυτο σεβασμό απέναντι στον θεατή, ενώ μικρές κωμικές νότες του δίνουν ανάσες χωρίς να υπονομεύουν τη σοβαρότητα του θέματος. Όσο για τους τέσσερις νέους ηθοποιούς που κρατούν όλους τους ρόλους στο «Κυανιούχο κάλιο», τους αξίζουν συγχαρητήρια – όπως και σε όλους τους υπόλοιπους, αφανείς συντελεστές της παράστασης.
Μια κουβέντα με την Μάρθα Μπουζιούρη
– Μάρθα, γνώρισα τη δουλειά σου με την «Pietà». Τι κράτησες από όλο το «ταξίδι» εκείνης της παράστασης;
Κρατάω την επουλωτική ισχύ της γυναικείας φιλίας. Και την πολιτική διάσταση του συναισθήματος – τον ουσιαστικό ρόλο που διαδραματίζει στις ιστορικές, πολιτικές και πολιτισμικές διεργασίες συγκρότησης ταυτοτήτων, πλεγμάτων εξουσίας, κοινωνικών σχέσεων και διεκδικήσεων.
Κρατάω γυναίκες –φίλες και συνοδοιπόρους– στη ζωή μου. Και κρατιέμαι από το χέρι τους.
Κρατάω, τελικά, την υπόσχεση που εσωκλείει η έννοια του φεμινισμού για τη Sara Ahmed ως «ο τρόπος που σηκώνουμε η μία την άλλη [όταν πέφτει]». Είμαι ευγνώμων που το ταξίδι συνεχίζεται μετά τη σκηνή.
– Μου ανέφερες στην προηγούμενη συνέντευξή μας ότι την τελευταία πενταετία η έμφυλη διάσταση καταλαμβάνει μεγάλο κομμάτι της δουλειάς σου, ενώ αναφέρεις τώρα στο «Κυανιούχο κάλιο» ότι αναζητούσες στο διαδίκτυο στοιχεία για την άμβλωση. Είχες αποφασίσει ότι θέλεις να ασχοληθείς με αυτό το θέμα σε επόμενη δουλειά σου;
Ναι, όσο δούλευα την «Pietà» βρισκόμουν παράλληλα σε πρώιμη φάση συνεργασίας με ένα κρατικό θέατρο στην Πολωνία, προκειμένου να ανεβάσουμε στη Βαρσοβία μια παράσταση ντοκιμαντέρ με αφορμή την de facto απαγόρευση των αμβλώσεων στη χώρα. Όμως η καλλιτεχνική διευθύντρια που μου είχε απευθύνει πρόσκληση καθαιρέθηκε λίγο αργότερα με συνοπτικές διαδικασίες – η «ατζέντα» της ήταν πολύ αριστερή και φεμινιστική για τα πολιτικά δεδομένα της χώρας. Το project αναβλήθηκε μέχρι νεωτέρας, αλλά στο μεταξύ είχα κάνει σημαντική προεργασία και ήξερα ήδη πως το πρόβλημα δεν περιορίζεται μόνο στην Πολωνία.
Σήμερα, η άμβλωση απαγορεύεται καθολικά σε 24 χώρες του κόσμου, ενώ περισσότερες από 50 χώρες επιτρέπουν τις αμβλώσεις μόνο όταν συντρέχουν ειδικοί λόγοι (π.χ. όταν κινδυνεύει η υγεία της γυναίκας ή διαπιστώνεται εμβρυϊκή ανωμαλία). Η διασφάλιση του δικαιώματος των γυναικών σε ασφαλή και αξιοπρεπή άμβλωση δεν είναι κοινωνικά και ιατρικά κατοχυρωμένη ακόμα και σε χώρες όπου είναι κατοχυρωμένη νομικά, όπως η Ελλάδα. Το δικαίωμα αυτό όχι μόνο αμφισβητείται ή παρεμποδίζεται, αλλά μπορεί πολύ εύκολα να ανατραπεί, όπως μας έδειξε το πρόσφατο παράδειγμα των ΗΠΑ και το πιο οικείο άλλων ευρωπαϊκών χωρών, όπως η Πολωνία, η Μάλτα και η Ανδόρρα.
– Πώς ένιωσες ανακαλύπτοντας το θεατρικό του Friedrich Wolf; Τον γνώριζες ως δημιουργό;
Ομολογώ πως δεν είχα ιδέα. Δεν γνώριζα την ύπαρξή του. Και γι’ αυτό ενθουσιάστηκα όταν σε κάποια φάση της αρχειακής έρευνας έπεσα επάνω του. Ποιος θα μου το έλεγε ότι το πρώτο θεατρικό κείμενο με το οποίο θα καταπιανόμουν ως σκηνοθέτρια θα ήταν ένα στρατευμένο, agit-prop μελόδραμα γραμμένο 100 χρόνια πριν;
Το ενδιαφέρον είναι ότι την ίδια στιγμή που άνοιξα για πρώτη φορά τόσο χώρο στη μυθοπλασία, συνέχισα να εξερευνώ την οικεία περιοχή του θεάτρου ντοκιμαντέρ. Το λέω αυτό γιατί, ειδολογικά, το «Κυανιούχο κάλιο» κατατάσσεται ως docudrama, αφού γράφτηκε για να θίξει ζητήματα της εποχής του πατώντας σε πραγματικά γεγονότα και αξιοποιώντας ιστορικές πηγές, όπως ιατρικά αρχεία.
Με συνεπήρε από τη μία η εμπλοκή ενός άντρα δραματουργού –έναν αιώνα πίσω– στους φεμινιστικούς αγώνες, και από την άλλη η βιωματική αφετηρία του έργου του Wolf, μέσα από την έτερη ιδιότητά του ως γιατρού που πραγματοποιούσε παράνομες αμβλώσεις στη φθίνουσα Δημοκρατία της Βαϊμάρης.
– Πού βρήκες την ταινία και πώς προέκυψε η ιδέα να χρησιμοποιήσεις πλάνα στην παράσταση;
Σκαλίζοντας τη βιογραφία του Wolf, μοιραία ανακάλυψα και την αγάπη του για τον κινηματογράφο, που τότε έκανε τα πρώτα του βήματα. Ο Wolf ήταν ένας δημιουργός τόσο μέσα και ταυτόχρονα τόσα μπροστά από την εποχή του, κι ας μην του φέρθηκε καλά η Ιστορία. Βλέποντας ήδη το σκάνδαλο που ξέσπασε με το ανέβασμα του έργου του –σύμφωνα με τον τύπο της εποχής, το «Κυανιούχο κάλιο» υπήρξε το πιο επιτυχημένο γερμανόφωνο έργο του 1929– αποφάσισε να το μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη μόλις την επόμενη χρονιά (1930), επιδιώκοντας να απευθυνθεί σε ακόμα μαζικότερα ακροατήρια, εντός κι εκτός συνόρων.
Η ομώνυμη βωβή ταινία υπήρξε καλλιτεχνικό ντοκουμέντο-θησαυρός για την παράστασή μας. Επέλεξα να τη φέρω στη σκηνή ως το δραματουργικό και εικαστικό στοιχείο σύνδεσης με την εποχή, τοποθετώντας τα υπόλοιπα σκηνικά σημεία σε μια άχρονη συνθήκη. Επίσης, λειτούργησε εξαιρετικά και ως transitional motif για τα «κινηματογραφικά cuts» της παράστασης σε κεφάλαια, που εισάγονται κάθε φορά μέσα από ένα σχετικό απόσπασμα της ταινίας.
– Ανακάλυψες στην πορεία της έρευνάς σου για την παράσταση στοιχεία που σε εξέπληξαν, ιστορικά ή και σύγχρονα;
Μια διαρκής έκπληξη ήταν η έρευνα και η προετοιμασία της παράστασης. Σαφώς αγνοούσα πολλά πράγματα, από το φρικτό «στατιστικό δεδομένο» ότι πάνω από 40.000 γυναίκες πεθαίνουν κάθε χρόνο κατά τη διάρκεια μη ασφαλών αμβλώσεων, μέχρι την ύπαρξη της Else Kienle, της γενναίας γιατρού και συνεργάτιδας του Wolf και την κοινή τους αποστολή να στηρίξουν γυναίκες χαμηλότερης κατά βάση κοινωνικής τάξης. Μιλάμε για δύο ανθρώπους που έβαλαν σε κίνδυνο ζωή και καριέρα και πλήρωσαν την επιλογή τους με ποινική δίωξη, φυλάκιση κι εξορία. Αν άξιζε, σίγουρα δεν δικαιούται να το κρίνει μόνο η Ιστορία που τους εξαίρεσε από τις σελίδες της μέχρι σήμερα…
Ίσως η μεγαλύτερη έκπληξη στάθηκαν ακριβώς οι «σελίδες» που κάθε φορά λείπουν από τη μεγάλη αφήγηση. Και μετά πάλι σκέφτομαι τι ωραία που το θέατρο κάποιες φορές γίνεται ένας τόπος α-λήθειας (= μη λήθης) και μεταφυσικής γνωριμίας με αβάφτιστους ήρωες.
– Υπάρχει κάτι που θα ήθελες να συμπεριλάβεις στο «Κυανιούχο Κάλιο» αλλά τελικά δεν μπήκε;
Ναι. Πως το κυάνιο είναι μια χημική ουσία η οποία, μαζί με τα παράγωγά της, χρησιμοποιούνταν για δολοφονίες. Πρόκειται για την ουσία με την οποία αυτοκτόνησαν οι ναζί, από την Εύα Μπράουν μέχρι την οικογένεια Γκαίμπελς. Σκέφτομαι πως, με έναν τρόπο, η Ιστορία τους τιμώρησε με το ίδιο τους το δηλητήριο.
Εν τω μεταξύ, ήμουν τόσο αποφασισμένη να βρει το ιστορικό αυτό στοιχείο τον χώρο του στην παράσταση. Και τελικά δεν τον βρήκε – έπεσε στην κατηγορία «kill your darlings» ένεκα δραματουργικής οικονομίας. Σ’ ευχαριστώ όμως για τον χώρο να το αναφέρω off stage – συνειδητοποιώ ότι μιλάω συνεχώς γι’ αυτό, όπου μου δίνεται η ευκαιρία!
– Πώς επέλεξες τους ερμηνευτές για το έργο;
Ξεκίνησα με την Εύα Σαμιώτη, την οποία επέλεξα για το ρόλο της Χέτε, της κεντρικής ηρωίδας της ιστορίας. Έψαχνα συνειδητά μια νεαρή ηθοποιό χωρίς θεατρική αλλά με κινηματογραφική εμπειρία, γιατί ένιωθα πως η αμεσότητα του σινεμά ήταν το κλειδί για να βρούμε το αντίδοτο στο μελόδραμα και τις αγκυλώσεις που κουβαλάει ένα θεατρικό κείμενο του προηγούμενου αιώνα. Η Εύα εμφανίζεται για πρώτη φορά στο θέατρο, αλλά πλοηγήθηκε σε αυτό το ταξίδι ενηλικίωσης με συγκινητικό θάρρος, καθηλωτική δύναμη και πρωτοφανή επαγγελματική ωριμότητα.
Οι υπόλοιποι τρεις ηθοποιοί –οι Γωγώ Καρτσάνα, Νίκος Κουκάς και Κλέαρχος Παπαγεωργίου– προέκυψαν μέσα από στοχευμένη ακρόαση που έκανα για τις ανάγκες του έργου. Στην πραγματικότητα, κάνω ακρόαση για πρώτη φορά, αλλά κάτι μέσα μου μου έλεγε πως το «Κυανιούχο κάλιο» χρειαζόταν και αυτή την πρωτιά. Και επιβεβαιώθηκα, γιατί είναι κι αυτοί εξαιρετικοί.
Οι τρεις τους κλήθηκαν να υπηρετήσουν μια διαφορετική ερμηνευτική προσέγγιση, ισορροπώντας ανάμεσα στο κωμικό και το τραγικό, σε μια φρενήρη εναλλαγή ρόλων που αποτελεί μεγάλη πρόκληση για τον ηθοποιό.
– Ανέφερες στην αρχή της παράστασης απευθυνόμενη στον Friedrich Wolf ότι δεν είσαι σίγουρη αν η τέχνη είναι όπλο. Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι μπορεί να μην είναι;
Όταν ξεδιπλώνω σκέψεις όπως αυτή, αναστοχαζόμενη τη λειτουργία του θεάτρου, ξεδιπλώνω την κυνική μου πλευρά. Όταν όμως μπαίνω στο θέατρο, όταν φτιάχνω θέατρο μαζί με άλλους συνοδοιπόρους για άλλους πιθανούς συνοδοιπόρους, ο ουτοπικός ρομαντισμός μου με κυριεύει. Οπότε, αφήνομαι σε μια διαρκή αυτοϋπονόμευση, ελπίζοντας ότι αυτή η δεύτερη από σκηνής εαυτή μου θα κυριαρχήσει.
Η παράσταση «Κυανιούχο Κάλιο» θα παίζεται στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά – Σκηνή Ωμέγα μέχρι την 1 Δεκεμβρίου 2024 (κάθε Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο στις 20.30 και Κυριακή στις 19.00). Κλείσε εισιτήρια online