ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΓΕΝΝΑΤΑΣ: «ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΜΕ ΚΙΝΕΙ ΕΙΝΑΙ Η ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ»
Ο ηθοποιός Γεράσιμος Γεννατάς καταπιάνεται με χίλια πράγματα που μας καλούν να κοιτάξουμε μέσα μας, με σκοπό μετά να κοιτάξουμε έξω, με μάτια καθαρά.
Καθώς προετοιμαζόμουν για την συνέντευξη με τον Γεράσιμο Γεννατά κάνοντας τη σχετική έρευνα και αναζητώντας πληροφορίες για τη ζωή του, συνειδητοποιούσα ότι τον παρακολουθώ σε σειρές ή σε παραστάσεις εδώ και πάνω από μία 20ετία – θυμίζω τους αξέχαστους ρόλους του στο «Είσαι το Ταίρι μου», στο «Αχ και να ’ξερες» (ως μικροβιοφοβικός αστυνομικός), αλλά και τελευταία στις σειρές «Έρωτας Φυγάς» και «Αρχελάου 5»– και σκεφτόμουν ότι, παρά τον θαυμασμό μου για το ταλέντο του, ξέρω ελάχιστα πράγματα γι’ αυτόν.
Το «Κόκκαλο», το πρωτότυπο έργο της Ιόλης Ανδρεάδη και του Άρη Ασπρούλη για τη ζωή και το έργο του Αντονέν Αρτώ που ανεβαίνει με εξαιρετική επιτυχία τα τελευταία 4 χρόνια –και για λίγες ακόμα παραστάσεις– στο θέατρο Σημείο, έδωσε την ευκαιρία στον Γεράσιμο Γεννατά να μας χαρίσει ίσως την κορυφαία μέχρι σήμερα ερμηνευτική στιγμή του. Καταλαβαίνω «σκάβοντας», όμως, πως η παράσταση αυτή αποτελεί απλά μια καλή αφορμή για να θέλει κανείς να τον γνωρίσει. Η ιστορία της ζωής του και τα βήματα που ακολούθησε για να γίνει ο άνθρωπος που είναι σήμερα έχουν ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
Είπαμε πάρα πολλά στο υπέροχο «Gustav» που συναντηθήκαμε, στη στοά της Χαριλάου Τρικούπη, τα οποία μας κράτησαν εκεί για ώρες. Μιλήσαμε για τα παιδικά του χρόνια και την πολύ πρόωρη απώλεια των γονιών του –έχασε τη μητέρα του στα 15 και τον πατέρα του στα 17– μετά την οποία έπρεπε να φροντίσει την κατά 6 χρόνια μικρότερη αδερφή του. Μιλήσαμε για τις πρώτες σπουδές του στη Βιολογία, τις οποίες δεν ολοκλήρωσε γιατί έπρεπε να κάνει κάτι που θα τον συντηρούσε οικονομικά, αλλά και για την ηθοποιία που ήρθε αργότερα στη ζωή του. Μιλήσαμε πολύ για τη δουλειά του και λίγο για τον γιο του. Κυρίως όμως μιλήσαμε για την ανυπόφορη ζωή στην Αθήνα (και την Ελλάδα) σήμερα, που παλεύεται μόνο με τη δύναμη του «μαζί», σε μια απολαυστική συζήτηση που δεν ήθελα να τελειώσει.
Γεράσιμος Γεννατάς: «Το θέατρο πρέπει να ξυπνάει και να επιτίθεται στο υποσυνείδητό σου»
– Καταρχάς μου λες ότι είσαι 63 και δείχνεις 53. Πώς το έχεις καταφέρει αυτό;
Προσπαθώ να χαμογελάω, να κοιτάω τους ανθρώπους στα μάτια και να χαμογελάμε. Προσπαθώ να αποκαθιστώ μια αβίαστη χαμογελαστή επικοινωνία, επειδή νομίζω ότι ο άνθρωπος είναι ένα πλάσμα κοινωνικό που δεν θέλει να ζει μόνο του. Δεν είναι μοναχικό, δεν είναι λύκος, ας πούμε. Βλέπουμε όλη αυτή την κακία στα μάτια των ανθρώπων, βλέπουμε ο ένας τον άλλον σα να είναι εχθρός, εγώ προσπαθώ να κάνω το αντίθετο. Να χαμογελάω και να περνάω ωραίες ώρες με τους φίλους μου.
– Μίλησέ μου για το «Κόκκαλο» και τον Αντονέν Αρτώ. Γιατί αξίζει να γνωρίσουμε αυτόν τον εκκεντρικό καλλιτέχνη;
Γιατί ήταν ένας δυναμίτης αλτρουισμού, ήταν μια ζωντανή θυσία. Ακολούθησε το φιλάνθρωπο πνεύμα του μέσα από πολύ έντονες, ακόμα και πολεμικές αντιπαραθέσεις, αλλά δεν έκανε πίσω. Έμεινε πιστός στην φιλάνθρωπη κοινωνική του τοποθέτηση ότι «είμαι μαζί με τους άλλους ανθρώπους». Ο ίδιος ήταν πολυσχιδής, έγραφε, ήταν και ποιητής, ηθοποιός, σκηνοθέτης, πολύ καλός ζωγράφος.
Όταν, λοιπόν, αυτός ο καλλιτέχνης ήρθε σε επαφή με κάποια δρώμενα από την Ανατολή, τα οποία είχαν την καταβολή τους στις τελετουργίες, είδε ένα διαφορετικό θέατρο από αυτό που υπήρχε τότε. Το θέατρο τότε [σ.σ. αναφέρεται σε μια περίοδο γυρω στο 1900, στο Παρίσι] ήταν πραγματικά σε τέλμα, ήταν καθαρά εμπορικό. Ωστόσο, το θέατρο και η τέχνη πρέπει να λένε κάτι περισσότερο. Να μιλούν για τις δυνάμεις που κινούν τη ζωή.
Εκτός από τον Αρτώ, υπάρχουν και άλλοι 4-5 της ίδιας εποχής, Γάλλοι κυρίως, αλλά και Άγγλοι και Ρώσοι, που αρχίζουν να λένε ότι πρέπει να ξαναβρούμε την τέχνη του θεάτρου, να δώσουμε στο θέατρο την καλλιτεχνική του υπόσταση ξανά. Ποια είναι αυτή; Ότι πρέπει να μοιραζόμαστε με τους ανθρώπους σκέψεις μέσω του θυμικού. Στο θέατρο πρέπει να ανταλλάσσουμε σκέψεις. Η παράσταση πρέπει να προτείνει στους θεατές να σκεφτούν κάποια πράγματα. Πιθανόν να μην τοποθετείται ή και να τοποθετείται. Κατά τη γνώμη μου μια παράσταση πρέπει να τοποθετείται. Αλλά κυρίως να προτείνει κάποιες σκέψεις.
Πιστεύω όποιος φεύγει από αυτή την παράσταση την άλλη μέρα θα θέλει να μάθει περισσότερα. Είναι σαν τελετουργία που γίνεται μέσω μιας εσωτερικής διαδικασίας. Αυτό πρέπει να είναι το θέατρο. Να προσπαθεί μέσω του θυμικού σου, μέσω των συναισθημάτων σου, να ενεργοποιήσει τον εσωτερικό σου κόσμο. Να τον γαργαλήσει. Έτσι ώστε μέσα από ένα πιο βιωματικό μονοπάτι να ανοιχτούν κάποιες σκέψεις και να πεις: Α, εγώ αυτό πρέπει να το σκεφτώ! Το θέατρο πρέπει να ξυπνάει και να επιτίθεται στο υποσυνείδητό σου.
– Έχεις λάβει διθυραμβικές κριτικές γι’ αυτή την παράσταση. Συνειδητοποιείς πόσο καλός ηθοποιός είσαι;
Θεωρώ ότι είμαι ένας ηθοποιός που αυτό που με κινεί είναι η αμφιβολία. Νομίζω ότι τα ρήματα που πρέπει να κινούν την καλλιτεχνική δημιουργία είναι το «αμφιβάλλω» και το «αμφισβητώ». Και το ρήμα «διεκδικώ». Προσπαθώ λοιπόν διαρκώς να αναρωτιέμαι: Πώς είναι αυτό; Τι είναι αυτό; Πώς θα το κάνω αυτό; Για να δω κι αυτό! Για να ξαναδοκιμάσω αυτό! Μήπως έτσι; Μήπως όμως κι έτσι; Αυτό προσπαθώ να κάνω και με αυτή μου την ενέργεια θέλω να επικοινωνήσω με κάποιον άνθρωπο.
Δεν ξέρω αν είμαι καλός ηθοποιός – και δεν το λέω με μετριοφροσύνη. Ίσα ίσα πιστεύω ότι γνωρίζω πολύ καλά τα προβλήματά μου, τα οποία δεν ξέρω αν μπορώ να τα λύσω ή να ζω με αυτά. Νομίζω το δεύτερο, γιατί όσα περισσότερα προβλήματα λύνεις, τόσο πιο πολλά ερωτήματα εμφανίζονται.
Ακόμα και στην τηλεόραση το ίδιο προσπαθώ: Να φτιάξω έναν ρόλο, μια κατασκευή που κάτι μεταφέρει. Δεν έχω μια περσόνα την οποία περιφέρω από δω κι από κει. Αυτό θέλει χρόνο για να γίνει. Και όταν δεν υπάρχει ο χρόνος...
Δεν με παίρνουνε στο σινεμά! Δεν έχω κάνει ποτέ σινεμά. Είναι μια συνεχής ερώτηση που θέτω στον εαυτό μου: Γιατί δεν έχω κάνει ποτέ σινεμά; Γιατί νομίζω ότι δεν έχω μια διακριτή περσόνα που μεταφέρεται και πρέπει να την κατασκευάσω. Και δεν υπάρχει αυτός ο χρόνος.
– Δεν έχεις μανιέρα, εννοείς.
Δεν είναι κακό πράγμα η μανιέρα. Είναι νομίζω όρος της ζωγραφικής περισσότερο. Και της μουσικής. Δεν μπορεί να μην υπάρχει μανιέρα. Δηλαδή, οι μουσικοί λένε: Ποιος είναι καλός μουσικός; Αυτός που με το που θα ακούσεις την πρώτη νότα θα καταλάβεις ότι είναι δική του. Η μανιέρα είσαι εσύ ο ίδιος.
Το θέμα είναι η ποιότητα, η ομορφιά, το κίνητρο της δημιουργίας. Υπάρχει ένα συγκλονιστικό υλικό του Αρτώ που μιλάει για τον Βαν Γκογκ. Η Ιόλη Ανδρεάδη έχει ασχοληθεί χρόνια με τον Αρτώ και έχει γράψει ένα υπέροχο έργο με αυτό το υλικό. Ο Αρτώ είναι στο ψυχιατρείο. Εκεί τον επισκέπτονται φίλοι του όπως ο Σαρτρ και ο Καμύ – για την ιστορία, ο Αρτώ είχε αρχικά στραφεί μα μετά είχε φύγει από τους κομμουνιστές, από τους αναρχικούς, από τους σουρεαλιστές γιατί δεν μπορούσε να αντέξει οποιονδήποτε περιορισμό, οριοθέτηση, γι’ αυτό και πέθανε. Επειδή, λοιπόν, ένας κριτικός είπε «ασχολούμαστε με τον τρελό Βαν Γκογκ», μια γκαλερί ζήτησε από τον Αρτώ να απαντήσει με επιχειρήματα σε αυτό.
Βγαίνει, λοιπόν, ο Αρτώ δημόσια και μιλάει υβριστικά για τον κριτικό, πράγματα που δεν μπορούν να μεταφερθούν εδώ, εκθειάζοντας από την άλλη το έργο του Βαν Γκογκ. Λέει, λοιπόν: Αυτός που ζωγραφίζει έτσι δεν είναι τρελός, αυτός που ζωγραφίζει έτσι έχει ευγένεια, ευαισθησία, κοινωνικότητα… Και ζούμε σε μια γελοία και εγκληματική κοινωνία που ονομάζει έναν άνθρωπο τρελό για να τον κάνει αυτόχειρα. Γιατί την ξεμπροστιάζει αυτή την κοινωνία! Ένα υπέροχα τρομερό κείμενο. Η μανιέρα, λοιπόν, δεν είναι απαραίτητα κάτι κακό, γιατί μέσα από αυτή μεταφέρεις εσένα. Αλλά δεν ξέρεις, φίλε μου, πόσες είναι οι εκφάνσεις που έχεις. Δεν τις ξέρεις! Έχεις τρόπους και συμπεριφορές που δεν μπορείς να τις φανταστείς, γιατί μέσα σου είναι όλη η ζωή. Όλη η ζωή είναι γραμμένη μέσα σου, μέσα μας.
Γεράσιμος Γεννατάς: «Είμαστε τόσο άβουλα πρόβατα να πιστεύουμε πλέον ότι οι πόλεμοι είναι εθνικοί;»
– Το «Κόκκαλο» ανεβαίνει Τετάρτες και Πέμπτες, όμως πλέον τα Σάββατα και τις Κυριακές ανεβάζεις «Ομήρου Ιλιάς, Ραψωδία Γ», στο θέατρο Νους.
Αυτό είναι ένα μικρό στοίχημα που έχουμε βάλει, είναι μια σκηνική ανάγνωση, κάτι σαν θεατρικό αναλόγιο, αν και δεν είναι εντελώς σωστός ο όρος. Υπάρχουν πολλοί στους ακαδημαϊκούς κύκλους που ισχυρίζονται ότι η σκηνική ανάγνωση –με προϋποθέσεις– μπορεί να έχει πολύ μεγάλη σκηνική δύναμη. Έτσι, μαζί με την Μάρια Φλωράτου (που συμμετέχει στην αφήγηση και παίζει μουσική) προσπαθούμε να διαβάσουμε το εν λόγω απόσπασμα φτιάχνοντας έναν σκηνικό κόσμο, σκηνοθέτης του οποίου να είναι το άναρχο μυαλό του ακροατή-θεατή.
Η Ιλιάδα είναι ένα παγκόσμιο έργο, την τρίτη ραψωδία μάλιστα την κάνουν στα Γυμνάσια. Πρόκειται για τη μονομαχία του Πάρι με τον Μενέλαο. Για να σταματήσει επιτέλους ο πόλεμος, αυτοί οι δύο λένε «παιδιά, θα σκοτωθεί ένας από τους δύο μας και τέλος! Ειρήνη». Το λέω τώρα κι ανατριχιάζω, γιατί δεν αντέχω το ψέμα αυτό. Για να σταματήσει ο πόλεμος... αλλά ο πόλεμος δεν σταματά. Δεν σταματά ποτέ. Ας αναρωτηθούμε λοιπόν 3.000 χρόνια: γιατί ο πόλεμος δεν σταματά και η πολιτισμένη ανθρωπότητα στον 21ο αιώνα έχει τόσους πολέμους;
Ας αναρωτηθούμε, ας σκεφτούμε κι ας μην ακούμε τι μας λένε οι ειδήσεις: Ότι δήθεν οι πόλεμοι είναι εθνικοί. Είμαστε τόσο άβουλα πρόβατα να πιστεύουμε πλέον ότι οι πόλεμοι είναι εθνικοί, ότι κάτι απλοί άνθρωποι έχουν κάτι να χωρίσουν; Τι; Τη φτώχεια τους μήπως; Οι πόλεμοι δεν είναι εθνικοί, οι πόλεμοι είναι μόνο οικονομικοί. Ακόμα και οι θρησκευτικοί πόλεμοι οικονομικοί είναι. Όποιος δεν το καταλαβαίνει αυτό εθελοτυφλεί.
– Και κάθε Σάββατο μετά την παράσταση συνεχίζεις εδώ, στο Gustav, με τον Παντελή Αμπαζή ένα «ντεμοντέρνο θέατρο τραγουδιών».
Εδώ κάνουμε το «Σιγά το θέαμα». Με τον Παντελή αγαπιόμαστε και εκτιμούμε ο ένας τον άλλον απεριόριστα, γιατί νομίζω έχουμε το ίδιο κίνητρο. Ο Παντελής είναι μαθηματικός, αλλά χαίρεται σαν 7χρονο με τις λέξεις. Αγαπάει τις λέξεις, το περιεχόμενό τους, οπότε παίζει σαν μικρό παιδί με αυτές. Γράφει πολύ ωραία, σατιρικά, διασκεδαστικά, κριτικά στιχάκια και πολύ αγαπησιάρικα. Με πολύ ωραίες λέξεις, πολύ ωραίες σκέψεις, πολλή ανθρωπιά και πολλή χαρά μέσα στο υλικό τους. Και σεβασμό και τρυφερότητα. Βέβαια, δεν ακούγεται ούτε ένα τραγούδι του στα ραδιόφωνα... Ας αναρωτηθούμε γιατί.
Οπότε κάνουμε μια μουσική παράσταση με υπέροχα τραγούδια, και του Παντελή και άλλα πολύ μεγάλα ελληνικά τραγούδια που κατέστησαν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα την Ελλάδα μια παγκόσμια μουσική εξαίρεση. Χάρη σε αυτό το σταυροδρόμι Δύσης και Ανατολής που υπήρχε στη μουσική, σε συνδυασμό με τη μελοποίηση της ποίησης. Δυστυχώς, με τον νεοφιλελευθερισμό τελείωσε κι αυτό. Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει ελληνική μουσική.
Σήμερα σε όλα τα τραγούδια υπάρχει μόνο το «εγώ». Τι έχει πάθει η ψυχή μου, τι τραβάω εγώ. Η Ελλάδα, όμως, ήταν γνωστή για μια σειρά από τραγούδια που τραγουδούσαν το «μαζί», το «εμείς». Συγκλονιστικά τραγούδια, μεγάλα τραγούδια που διαχειρίζονταν π.χ. έναν χωρισμό με γενναιοδωρία, με αγάπη, με σεβασμό. Τρομερές μελωδίες. Η παράστασή μας, λοιπόν, είναι πολύ διασκεδαστική! Εγώ κάνω μερικά νούμερα με πολύ γνωστά ελληνικά τραγούδια, αλλά με έναν τρόπο αρκετά θεατρικό. Δηλαδή, υποδύομαι ρόλους που τραγουδάνε αυτά τα τραγούδια, οπότε έχει και έναν χαρακτήρα λίγο stand up, διαδραστικό με τον κόσμο.
– Στα workshops του ΚΕΨΥΠΑ τι κάνεις;
Στο Κέντρο Ψυχολογικής Υποστήριξης, Προσωπικής Ανάπτυξης, που έχει ο ψυχοθεραπευτής Βασίλης Ορλιακλής, συγκεντρώνονται άνθρωποι που ασχολούνται με το κανάκεμα της ψυχούλας τους, που πηγαίνουν πολύ στο θέατρο, το οποίο αντιμετωπίζουν ως ακόμα ένα εργαλείο… ψυχο-αγαλλίασης. Το λέω έτσι, γιατί η θεραπεία ακόμα στα αυτιά των ανθρώπων ακούγεται λίγο άσχημα, σα να νοσεί η ψυχή, οπότε πρέπει να την θεραπεύσω.
Το ότι μέσα σε ένα νοσηρό περιβάλλον η ψυχή θέλει το… αντισταμινικό της δεν είναι κακό. Ίσα ίσα. Το θέατρο νομίζω έχει πολλά τέτοια εργαλεία. Όπως λέγαμε και πριν, ο άνθρωπος είναι πλάσμα της κοινότητας. Έτσι ξεκίνησε. Η φύση το έκανε, όταν τα πλάσματα που ακόμα καλά-καλά δεν μπορούσαν να μιλήσουν, μαζευόντουσαν σε μικρές ομάδες και προσπαθούσαν σιγά-σιγά να πουν κάποια ιστορία, να μοιραστούν μια εμπειρία. Αυτό γέννησε τη γλώσσα, αυτό μας κάνει ανθρώπους.
Αν, λοιπόν, βάλεις τον εαυτό σου να αρχίσει να λέει μια ιστορία, τη στιγμή που τη λες υπερασπίζεσαι κάπως αυτούς για τους οποίους μιλάς. Υπερασπίζεσαι, δηλαδή, και τον έναν που μιλάει και τον άλλο που απαντάει, οπότε μπαίνεις ας πούμε στη θέση μιας μαμάς που κοιτάει το παιδί της, στη θέση μιας θάλασσας που κυματίζει. Αρχίζεις έτσι να σκέφτεσαι σιγά-σιγά ότι το «εγώ» σου δεν είναι και το πιο σημαντικό πράγμα του κόσμου. Και αρχίζει με έναν τρόπο το «εγώ» σου να απευθύνεται στο εγώ της κοινότητας. Αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία και για εμάς τους ηθοποιούς, τους «πρωταγωνιστές». Ας ταπεινώσουμε λίγο το εγώ μας.
Αυτό κάνουμε, λοιπόν, εκεί. Φέρνω κάποια μικρά σκετσάκια, κειμενάκια, αφηρημένα ποιήματα και ο καθένας προσπαθεί να βρει τρόπους προσωπικούς να τα αφηγηθεί, να βρει τα δικά του αφηγηματικά εργαλεία και να καταλάβει από πού προκύπτουν αυτά, από ποια ερεθίσματα. Πού και πώς βρίσκεται ο ίδιος μέσα σε αυτά. Πώς τελικά ένα «εγώ» απευθύνεται στο εγώ της κοινότητας.
– Πρέπει να έχεις κάνει πολλή ψυχοθεραπεία, ε;
Εγώ; Δυστυχώς καθόλου.
– Πλάκα μου κάνεις; Καταρχάς πώς τα έβγαλες πέρα με τόσες δυσκολίες που έχεις αντιμετωπίσει από μικρός;
Με τους φίλους μου. Μακάρι να είχα κάνει, απλώς νιώθω ότι τρέχω τόσο πολύ, που δεν προλαβαίνω. Ίσως μου δοθεί η ευκαιρία στο μέλλον.
Γεράσιμος Γεννατάς: «Με το παιδί ξανακοιτάς τη ζωή από την αρχή και αυτό είναι ευεργετικό και ευλογημένο να συμβαίνει»
– Ξέρω ότι δεν θέλεις να μιλάς γι’ αυτό, ωστόσο είσαι μπαμπάς. Έχεις ένα αγόρι 10 ετών. Πώς άλλαξε η ζωή σου την τελευταία δεκαετία; Έφερε το παιδί τα πάνω-κάτω;
Τα πάνω-κάτω δεν τα έφερε… έφερε μόνο πάνω. Δυστυχώς, όμως, δεν μπορούμε να αλλάζουμε τη ζωή μας, όπως θα θέλαμε. Κυρίως στο οικονομικό κομμάτι. Ζούμε κάτω από μία τρομερή πρέσα που μας συνθλίβει, που μας δυσκολεύει, λόγω αυτής της ταξικότητας που όλο μεγαλώνει δημιουργώντας προβλήματα.
Με το παιδί ξανακοιτάς τη ζωή από την αρχή και αυτό είναι ευεργετικό και ευλογημένο να συμβαίνει. Αν έχεις την επιθυμία και τη σκέψη να το κάνεις, την ξανακοιτάς με λιγότερο «εγώ». Ενσκήπτουν και προκύπτουν και πέφτουν από τον ουρανό και βρίσκονται στον δρόμο σου και σκοντάφτεις πάνω τους ερωτήματα καινούργια, που άπτονται πάλι του τι θα γίνει με τον ενικό και τον πληθυντικό αριθμό; Τι πρέπει εγώ να πω σε σχέση με τον ενικό και τον πληθυντικό αριθμό; Ποιο είναι εν τέλει το ηθικό;
Νομίζω ότι ένα από τα πράγματα που έχουν χαθεί τα τελευταία 30-40 χρόνια παγκοσμίως, και είναι μέλημα των εξουσιών αυτό, είναι τα ιδανικά. Ποια είναι τα ιδανικά μας; Να αγοράζουμε κινητά; Ποιο είναι αυτό στο οποίο προσβλέπεις; Να φτιάξεις τα νύχια σου; Αυτό που λέγαμε για πλάκα πιο παλιά, το shopping therapy; Γι’ αυτό υπάρχεις; Γι’ αυτό υπάρχουμε; Ποιο είναι άραγε το ηθικό περιεχόμενο των πραγμάτων;
«ΜΟΝΟ Η ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΣΟΥ ΔΙΝΟΥΝ ΤΗΝ ΩΘΗΣΗ ΝΑ ΓΙΝΕΙΣ ΠΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ».
– Ανακάλυψες ότι είναι ένα ιδανικό στη ζωή σου το παιδί; Μια βαθιά επιθυμία; Μια αξία;
Ναι. Αλλά μετά; Μετά τι γίνεται; Η αξία αυτή σε τι συνίσταται; Στο ότι αυτό το πλάσμα κάπως μεγαλώνει και κάτι γίνεται; Θα γίνει ένας πολτός που θα παράγει χρήματα σε κάτι εταιρείες που θα ανακοινώνουν κέρδη δισεκατομμυρίων; Εγώ λέω όχι, ρε μάγκα, πρέπει να μη γίνει αυτό. Και το μόνο που μπορεί να το καταφέρει αυτό είναι η γνώση. Η γνώση και ο πολιτισμός. Αυτό που βάλλεται, δηλαδή. Μόνο αυτό σου δίνει την ώθηση να γίνεις πιο ελεύθερος.
Άλλος λέει «άσ’ το να μην ξέρει, δεν πειράζει, πιο χαρούμενο θα ’ναι». Εκεί είναι ένα δίλημμα μεγάλο, ένας πόλεμος που μαίνεται. Έχει αλλάξει η βασική ερώτηση. Εγώ στον Κωσταντή θέλω να προσπαθήσω να πω «Ποια είναι η βασική σου ερώτηση;» και αυτός μόνος του θα δώσει την απάντηση. Λοιπόν, η βασική ερώτηση του 98% των ανθρώπων αυτή τη στιγμή είναι «πόσο»; Πόσο κάνει; Πόσο τρέχει; Πόσο μεγάλο είναι; Αντί να είναι τι; Ποιο; Μήπως; Γιατί; Πώς; Δηλαδή, έχουν χαθεί τα ποιοτικά χαρακτηριστικά.
Σου ξαναδίνει ζωή το παιδί. Είναι σα να ξεκινάει ξανά η ζωή. Με άλλη παράμετρο, με άλλο παρονομαστή.
– Τι σε κάνει να αισιοδοξείς;
Αυτό που προσπαθώ κάθε μέρα: Να δημιουργώ ένα θέατρο και ένα περιβάλλον με φίλους, το οποίο θέλει να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους. Να ανοίγουμε τους κύκλους μας. Γιατί δεν πιστεύω καθόλου στο αφήγημα ότι πρέπει να κοιτάξει ο καθένας μέσα του, να διαφοροποιήσει τον εαυτό του. Είναι καθαρά το νεοφιλελεύθερο αφήγημα. Βεβαίως και να κοιτάξει ο καθένας μέσα του, αλλά για να κοιτάξει μετά έξω του. Να κοιτάξει την κοινωνία με καθαρά μάτια.
Στο Θέατρο Σημείο, το βράδυ της Τετάρτης 11 Δεκεμβρίου, αμέσως μετά το τέλος της παράστασης «Κόκκαλο» θα ακολουθήσει συναυλία-γιορτή με αφορμή την κυκλοφορία του album «BONE», του original soundtrack της παράστασης, με τις πρωτότυπες μουσικές συνθέσεις του κορυφαίου Έλληνα μπασίστα Γιώργου Παλαμιώτη.