«ΕΥΓΕΝΙΚΗ ΠΕΡΗΦΑΝΗ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ»
Μερικές σκέψεις για τη μελαγχολία και τις απώλειες, με αφορμή την εικόνα ενός σιωπηλού κοριτσιού και ένα ποίημα.
Κάποτε, σε μια φιλική φλύαρη συντροφιά, ένα κορίτσι μιλούσε με τη σιωπή της. Δεν είχε τον εγωισμό του απόμακρου που ακούει σιωπηλός και περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να πει κάτι που θα προκαλέσει εντύπωση.
Είχε κάτι στο βλέμμα εκείνο το κορίτσι. Δεν ήταν θολό, παγωμένο ή ανήσυχο το βλέμμα της. Είχε τη στωικότητα των γυμνασμένων στις δυσκολίες και την αδιόρατη πίκρα του καημού που δεν κραυγάζει.
Αργότερα έμαθα ότι μόλις είχε χωρίσει. Και ένιωσα –τουλάχιστον από την εικόνα της εκείνο το βράδυ– ότι ταιριάζει απόλυτα στην περίπτωσή της ένας στίχος του Πιερ Ζαν Ζουβ: «Ευγενική και περήφανη μελαγχολία».
Έτσι ορισμένοι άνθρωποι όταν χάνουν το έδαφος κάτω από τα πόδια τους. Όταν χωρίζουν δηλαδή. Πονάνε, υποφέρουν, νιώθουν χιλιάδες «γιατί» να τους βασανίζουν, αλλά δεν τρέχουν για βοήθεια σε ψυχολόγους και σε φίλους.
Δοξολογούν τα περασμένα, νιώθουν ευλογημένοι που τα έζησαν με τον άνθρωπό τους και αποφεύγουν τις δεινές επικρίσεις και τις κρημνιστικές σκέψεις. Ζουν ζόρικες στιγμές που μπορεί να έχουν διάρκεια, αλλά λειτουργεί μέσα τους καταπραϋντικά η σκέψη ότι η οδύνη κι η μοναξιά ευεργετούν στα δύσκολα το Είναι μας.
Αλλά κάποια βράδια τους προφταίνει ο καημός προτού βγουν στον δρόμο για να πουν καλησπέρα στις νερατζιές, κλείνονται πάλι μέσα στο ημίφως κι ένα δάκρυ τους πέφτει στο τζαμάκι του μικρού τραπεζιού που έχουν μπροστά τους.
Και είναι τότε που έρχονται όλες μαζί οι απώλειες. Μια παρέλαση αγαπημένων που χάθηκαν για πάντα. Οι γονείς, κάποιοι φίλοι και φυσικά εκείνοι που άφησαν ανεξίτηλες τις ομορφιές στο σώμα και στην ψυχή τους.
… Φαντάζομαι εκείνο το σιωπηλό κορίτσι να λέει μέσα του «πενθώ τα χρόνια που έρχονται χωρίς εσένα», με το ξεχασμένο ραδιόφωνο ανοιχτό να παίζει μουσικές της Αναγέννησης και τα χέρια της να τραβάνε απαλά τις κουρτίνες για να γεμίσει ήλιο το δωμάτιο…
Υ.Γ.: Ιδού το ποίημα του Πιερ Ζαν Ζούβ που μετέφρασε ο Οδυσσέας Ελύτης:
Ευγενική περήφανη μελαγχολία
Ύψος χαμόγελο και λευτεριά
Επί τέλους σας βρίσκω στην όχθη της καρδιάς μου
Ένα βράδυ όπου η θάλασσα εισχωρεί
Βαθιά στις χώρες των βουνών
Ένα βράδυ όπου νιώθεται κανείς πιο νέος από τη νιότη του,
Βράδυ όπου πόνεσε πολύ μα όπου πια τίποτε
Πια τίποτε δεν είναι μάταιο, τίποτε για τη στάχτη.