ΕΡΡΙΚΟΣ ΛΙΤΣΗΣ: «ΔΙΕΝΥΣΑ ΜΙΑ ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΤΡΙΑΝΤΑ ΧΡΟΝΩΝ ΣΕ ΜΙΑ ΔΕΚΑΕΤΙΑ»
Με τον Ερρίκο Λίτση συναντηθήκαμε στα Εξάρχεια, μιλήσαμε στον ενικό μέσα στα δύο πρώτα λεπτά και χωριστήκαμε τρεις ώρες αργότερα. Θα μπορούσαμε να έχουμε κάτσει κι άλλο – δεν τελειώνουν ποτέ οι συζητήσεις για τη μουσική, την Αριστερά, τον ζόφο και την αισιοδοξία, τον θάνατο, τον φόβο, «τα ουίσκια και τα μπουζούκια».
Η περσόνα του 50χρονου οικογενειάρχη στο «Σπιρτόκουτο» που αποκάλυπτε τον ωμό ελληνικό ρεαλισμό μέσα από επικά βρισίδια. Ο τραγικός ήρωας Τάκης στην «Ψυχή στο στόμα» που μέσα σε ένα ασφυκτικά βάρβαρο περιβάλλον συνθλίβεται, με τη χαρακτηριστική φράση «Όλα καλά ρε» να παίζει στη λούπα. Ο πρώην χουντικός περιπτεράς που κατά βάθος είναι ψυχούλα, στα «Καλύτερά μας χρόνια». Ο πρώην αγωνιστής της Αριστεράς παππούς που μιλάει επί σκηνής σε ένα χρυσόψαρο στην παράσταση «Μάκης». Ο αγαπημένος Ερρίκος Λίτσης.
Του δίνω συγχαρητήρια για τον μονόλογό του στον «Μάκη», την παράσταση που σκηνοθετεί μαζί με τον Βασίλη Κατσικονούρη, ο οποίος έχει γράψει και το κείμενο. Μου λέει πόσο ωραία είναι η σχέση που έχουν αναπτύξει οι δυο τους. «Ο τρόπος που γράφει, οι κοινωνίες που περιγράφει, αυτό το νεοελληνικό και λίγο λαϊκό περιβάλλον, μου ταιριάζουν. Ακούμε και την ίδια μουσική». Ροκ, τζαζ, μπλουζ – ο Ερρίκος έχει 2.500 δίσκους, αγοράζει από τα 15 του.
«Στο σπίτι μου μεγάλωσα με μουσική. Ήμασταν από τα τυχερά σπίτια της δεκαετίας του ‘60 που είχαμε ραδιόφωνο, ράδιο πικάπ. Ο πατέρας μου άκουγε και λαϊκά και τζαζ, αλλά ήταν λάτρης και της κλασικής μουσικής και της όπερας. Είχα την τύχη επίσης να έχω μια μεγαλύτερη αδερφή, η οποία ως έφηβη έκανε πάρτι, άκουγε Beatles, οπότε από νωρίς ήρθα σε επαφή με τη μουσική. Ο πρώτος μου μικρός δίσκος 45 στροφών, στα 15 μου, ήταν το “I am coming back” των Charms και το πρώτο μου LP, το 1970, ήταν το Led Zeppelin ΙΙΙ».
Τον ρωτάω αν παίζει ο ίδιος μουσική. «Πασαλείμματα», μου απαντάει. «Όπως όλοι οι έφηβοι της γενιάς μου. Λίγη κιθάρα, ίσα να πούμε ότι μάθαμε 5-10 ρεμπέτικα, 2-3 ακόρντα. Δεν το προχώρησα και αυτό είναι ένα σημάδι. Έχω περάσει απ’ όλες τις τέχνες μέχρι να καταλήξω προς το παρόν εδώ που είμαι, στην υποκριτική. «Ωραίο το προς το παρόν!» του λέω. «Δεν ξέρω τι θα μου φέρει η ζωή, τα έχω αφήσει όλα ανοιχτά. Μπορεί να μου αρέσει κάτι και να με μαγέψει», απαντάει.
Μου μιλάει για τη ζωγραφική. Δεν έχω ιδέα ότι ζωγραφίζει. «Από μικρός ζωγράφιζα – αυτό δεν το έχω πει ποτέ. Ήταν να δώσω στη Σχολή Καλών Τεχνών, αλλά ο πατέρας μου τότε μου είχε πει “Οι ζωγράφοι πεθαίνουν στην ψάθα. Να πας σε μια Σχολή ή να γίνεις επιστήμονας”». Έτσι, κατέληξε στην Ανωτάτη Βιομηχανική. Πήρε πτυχίο στατιστικής, αλλά ποτέ δεν το αγάπησε το αντικείμενο. Τον ρωτάω αν ζωγραφίζει ακόμα. «Όχι», μου λέει, «Δεν μου βγαίνει αυτή η ανάγκη από τότε που άρχισα να ασχολούμαι με την υποκριτική».
Τότε η ζωγραφική ήταν ο τρόπος του να εκφράζεται. Μετά ήρθε η εποχή της μουσικής – μπήκε σε μια ρεμπέτικη κομπανία φίλων στην Κρήτη. Στα διαλείμματα της κομπανίας, άρχισε να κάνει stand up comedy. Το ένα έφερε το άλλο.
«Όταν ανακάλυψα τον κόσμο της υποκριτικής, μηδένισα το κοντέρ και τα ξαναπήρα όλα από την αρχή. Διένυσα μια απόσταση τριάντα χρόνων μέσα σε μια δεκαετία». Είχα αρχίσει να κάνω σεμινάρια υποκριτικής στο Θέατρο των Αλλαγών, όταν στα 45 μου γνώρισα τον Γιάννη Οικονομίδη. Κάπως συνέβαιναν όλα, δεν ήταν συνειδητά.
«ΟΤΑΝ ΑΝΑΚΑΛΥΨΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΗΣ ΥΠΟΚΡΙΤΙΚΗΣ ΣΤΑ 44 ΜΟΥ, ΜΗΔΕΝΙΣΑ ΤΟ ΚΟΝΤΕΡ ΚΑΙ ΤΑ ΞΑΝΑΠΗΡΑ ΟΛΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΗ. ΔΙΕΝΥΣΑ ΜΙΑ ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΤΡΙΑΝΤΑ ΧΡΟΝΩΝ ΣΕ ΜΙΑ ΔΕΚΑΕΤΙΑ».
Η κουβέντα γυρίζει πίσω στην περίοδο της εφηβείας του. «Ανδρώθηκα την εποχή του Πολυτεχνείου, ήμουν πρωτοετής φοιτητής. Τον Νοέμβριο ήμουν έξω από το Πολυτεχνείο και φώναζα. Τον επόμενο Νοέμβριο ήταν οι πρώτες ελεύθερες εκλογές και ήμουν στα αμφιθέατρα, εκπρόσωπος του Ρήγα Φεραίου, της Σχολής μου. Ανακαλύπταμε έναν κόσμο που ήταν απαγορευμένος – έναν αχταρμά από Λένιν, Μαρξ, Ένγκελς μαζί με Έριχ Φρομ και Βίλχελμ Ράιχ. Woodstock με Άπονη Ζωή».
Στη ζωή του έχει κάνει πολλές δουλειές – άλλες του ποδαριού κι άλλες όχι. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του πριν τον ανακαλύψει ο σκηνοθέτης Γιάννης Οικονομίδης, δούλευε DJ σε ελληνάδικο. «Πέρασα χρόνια μέσα σε καπνούς και σε καρσιλαμάδες, σε ζεμπεκιές και ουίσκι», λέει. Το έκανε για το μεροκάματο, με έναν τρόπο όμως τον αγάπησε κι αυτόν τον τόσο διαφορετικό κόσμο.
Το σημείο καμπής στη ζωή του Ερρίκου Λίτση
– Όλα αυτά τα χρόνια μοιάζουν με πάρτι, με μία παρατεταμένη εφηβεία. Υπήρξε κάποια κομβική στιγμή στη ζωή σου που άλλαξε τα πράγματα;
Πέθαναν οι γονείς μου μέσα σε έναν χρόνο, αυτό ήταν το σημείο καμπής.
– Πώς διαχειρίστηκες το πένθος;
Ένιωσα χαμένος. Όταν πέθαναν και οι δυο γονείς μου, ένιωσα ότι έχω ταβάνι πάνω απ’ το κεφάλι μου. Οπότε εκεί μπήκαν υπαρξιακά ερωτηματικά. Είμαι 42 χρονών και τι έχω κάνει; Παίζω στα σκυλάδικα και κοιμάμαι μέχρι τις 2 το μεσημέρι. Φίλοι με παρότρυναν να πάω στο Θέατρο των Αλλαγών να κάνω σεμινάρια ηθοποιίας, για να σηκωθώ από τον καναπέ. Χωρίς να το πολυπιστεύω, είπα ΟΚ.
Ήμουν 43 στα 44 όταν μπήκα σε αυτόν τον κόσμο. Μου έδωσε μια αίσθηση αισιοδοξίας γιατί γνώρισα νεολαία. Ξαναμπήκα σε έναν κόσμο χαρούμενο, που είχε όνειρα, στόχους. Ξαναβρήκα τη χαρά και τη δημιουργικότητά μου.
– Σε έκανε να φοβάσαι κιόλας το ότι ξεκινούσες κάτι καινούριο στα 44 σου;
Όχι. Μέχρι και σήμερα για μένα όλο αυτό είναι ένα μεγάλο παιχνίδι. Σκέφτομαι Σιγά, ρε, τι κάνω; Άλλοι ανοίγουν την καρδιά, τη βάζουν πάνω σ’ ένα τραπέζι και από κει που είσαι έτοιμος να φύγεις, σε ξαναγυρνάνε. Άλλοι μπαίνουν σε ένα διαστημόπλοιο και κόβουν βόλτες γύρω από τη Γη. Άλλοι είναι σε ανθρακωρυχεία μέσα και σκάβουν. Τι κάνω εγώ; Ευλογημένοι είμαστε. Κάνουμε αυτό που αγαπάμε και περνάμε καλά και μπορούμε και ζούμε από αυτό.
– Μετά βρίσκεται στον δρόμο σου ο Γιάννης Οικονομίδης και κατ' επέκταση το «Σπιρτόκουτο».
Λειτούργησε το καλό το άστρο. Απαντάω σε μια αγγελία της Ελευθεροτυπίας θρασύτατα, αφού όλο μου το βιογραφικό είναι αυτό που σου διηγήθηκα. Ζητούσαν ηθοποιό 40-45 χρονών. Πήγα να αφήσω το βιογραφικό και για καλή μου τύχη η κοπέλα που ήταν στο γραφείο και μάζευε τα βιογραφικά, μου λέει «Είναι μέσα ο σκηνοθέτης. Θες να τον γνωρίσεις;» Θα μπορούσε να μην το είχε πει, το είπε όμως.
– Αισθάνεσαι την υποκριτική ως ένα είδος ψυχοθεραπείας;
Οτιδήποτε κάνει κάποιος και το αγαπάει είναι ψυχοθεραπευτικό. Θα μπορούσα να κολλάω πετραδάκια το ένα πάνω στο άλλο και να φτιάχνω ένα είδος γλυπτικής. Να είμαι ζαχαροπλάστης και να φτιάχνω ωραίες τούρτες. Ψυχοθεραπευτικό είναι όταν κάνεις κάτι και το αγαπάς με όλη σου την καρδιά.
Ερρίκος Λίτσης: «Τη σκέψη της φθοράς από την ασθένεια την απωθώ»
– Εξάρχεια, αγάπη για τις μηχανές, πολλή μουσική, ντιτζεϊλίκι μέχρι τα 45, αμφιθέατρα, πολιτική σκέψη. Νιώθω ότι είσαι αυτός ο ωραίος, κουλ τύπος που δεν έχει ηλικία.
Ευχαριστώ! Εσύ με χαρακτηρίζεις έτσι. (γέλια)
– Εγώ σε χαρακτηρίζω έτσι όντως! Το ερώτημα είναι πώς νιώθεις εσύ στον πυρήνα σου; Πώς χαρακτηρίζεις εσύ τον εαυτό σου;
Είμαι σε μια ηλικία που είμαι ευτυχής γιατί είμαι υγιής ή εν πάσει περιπτώσει, όποια προβλήματα μπορεί να έχουν υπάρξει, έχουν διευθετηθεί. Η ηλικία φέρνει και μια πείρα, μια σοφία, όπως θέλεις πες το. Είμαι κουλ, γιατί δεν υπάρχει λόγος να μην είμαι κουλ. Έχω αντιληφθεί ότι είμαι 69. Δηλαδή πού θα φτάσω; Θέλεις να φτάσω τα 90; Να τα φτάσω. Είναι πολλά χρόνια νομίζεις από το 69 μέχρι το 90; 21 χρόνια είναι. Κοιτάω πίσω 21 χρόνια και είναι χθες. Πριν 21 χρόνια έκανα την «Ψυχή στο στόμα». Πριν 21 χρόνια βγήκε το «Σπιρτόκουτο» στις αίθουσες. Σαν χθες.
– Αισθάνεσαι ότι είσαι 69;
Όχι. Η ζωή του κάθε ανθρώπου είναι ένα μεγάλο παζλ. Το θέμα είναι αν κάποιος επιλέξει να πει «Ολοκλήρωσα και τώρα κάθομαι στην καρέκλα και περιμένω να μου χτυπήσει την πόρτα ο χάρος». Το να παραιτηθούμε, αυτό μας μεγαλώνει και μας γερνάει.
– Μεγαλώνοντας σού έχει βγει κάποιος φόβος; Φόβος για την ασθένεια, για τη μοναξιά, για τον θάνατο;
Το μόνο που εύχομαι είναι να είμαι καλά στην υγεία μου. Το μόνο που θα μπορούσε να με τρομάξει είναι η φθορά, το να φθείρεσαι λίγο λίγο, το έχω δει στους γονείς μου και στην αδερφή μου. Δεν θα έλεγα ότι το φοβάμαι, το απωθώ. Δεν θα ήθελα να συμβεί κάτι τέτοιο. Εγώ κανονικά δεν θέλω ούτε να πεθάνω για να σου πω την αλήθεια!
«ΑΠΟΘΩ ΤΟΝ ΦΟΒΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ. ΕΓΩ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΟΥΤΕ ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ, ΓΙΑ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ».
«Μάκης»: Ο Ερρίκος Λίτσης μονολογεί μπροστά σε ένα χρυσόψαρο
– Στον «Μάκη» παίζεις τον παππού. Σε ξενίζει το να έχεις τον ρόλο του παππού;
Όχι. Γιατί με τα μικρά παιδιά έχω μια ευαισθησία, μια αγάπη. Τα χαζεύω, τα καμαρώνω. Τον ρόλο του θείου τον κουβαλάω έντονα. Τι είναι άλλωστε παππούς; Ένας τίτλος συγγένειας. Είναι όπως λέμε, λοχαγός, ταξίαρχος, ένας βαθμός είναι κι αυτός, οπότε θα τον υπηρετώ καλά, όποτε χρειαστεί.
– Ο «Μάκης», όπως και το «Σπιρτόκουτο», τηρουμένων των αναλογιών, αναφέρονται στο σύστημα της οικογένειας. Ποια είναι η γνώμη σου για την οικογένεια ως σύστημα;
Η οικογένεια είναι το κύτταρο της κοινωνίας που ζούμε. Είναι δύσκολο πράγμα η οικογένεια. Όπως αναφέρει ο Ένγκελς στο έργο του Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους, η οικογένεια μπορεί να είναι πηγή δεινών. Ζούμε σε μια πραγματικότητα, όπου η πυρηνική οικογένεια δεν μπορεί να καταρριφθεί με τα δεδομένα της εποχής. Δεν ξέρω τι θα γίνει στο πολύ μακρινό μέλλον. Στο σήμερα, πάντως, η οικογένεια μπορεί να υπηρετηθεί σωστά μόνο με την αγάπη, δεν υπάρχει άλλος τρόπος.
Το κλειδί είναι η αγάπη – να αγαπιέται ο πατέρας με τη μάνα και οι δύο να αγαπάνε το παιδί. Να του καλλιεργούν τις αξίες της ζωής, της αγάπης, της αλληλεγγύης, του αλληλοσεβασμού. Βέβαια στην καθημερινότητα που ζούμε, με την κούραση που έχουν οι γονείς, είναι δύσκολο. Ωστόσο, εγώ στον εαυτό μου δεν επιτρέπω να γίνει άλλοθι η κούρασή μου για να μιλήσω άσχημα σε έναν άνθρωπο που αγαπώ. Μπορεί να μην πέρασα καλά στη δουλειά μου, αλλά αφού εσένα σε αγαπώ, με το που θα σε δω και θα πέσω στην αγκαλιά σου, πάει, θα γίνουν όλα καλά.
«ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΕΙΝΑΙ Η ΑΓΑΠΗ – ΝΑ ΑΓΑΠΙΕΤΑΙ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΕ ΤΗ ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ΝΑ ΑΓΑΠΑΝΕ ΤΟ ΠΑΙΔΙ. ΝΑ ΤΟΥ ΚΑΛΛΙΕΡΓΟΥΝ ΤΙΣ ΑΞΙΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ, ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ, ΤΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ, ΤΟΥ ΑΛΛΗΛΟΣΕΒΑΣΜΟΥ».
– Στο έργο αναφέρεται πολύ και η Αριστερά. Ο παππούς είναι πρώην εξόριστος, ο γιος και η νύφη του είναι… νεοαριστεροί.
Ο γιος και η νύφη δεν είναι τίποτα κατά πως φαίνεται, είναι γιάπηδες. Ο παππούς θεωρεί ότι είναι παράσημα όλα αυτά που έχει περάσει στη ζωή του μέσα από την Αριστερά, οι αγώνες που έχει κάνει για έναν υποτιθέμενο καλύτερο κόσμο. Και εγώ έχω περάσει από αυτό το κανάλι και το κουβαλάω ακόμα. Αλλά αυτός ο υποτιθέμενος καλύτερος κόσμος τελικά είναι μόνο μέσα στα μυαλά της νεολαίας. Όσο μεγαλώνεις, μπορεί να μην εγκαταλείπεις το σχέδιο, αλλά αντιλαμβάνεσαι ότι είναι ανέφικτο. Στη Μεταπολίτευση νομίζαμε ότι θα δημιουργηθεί ένα κύμα το οποίο θα φέρει μια μεγάλη αλλαγή, θα δημιουργηθεί ένας κόσμος αλληλεγγύης, αγάπης, κατανόησης. Ε, απλώς έγινε μια μετακίνηση ενός χιλιοστού.
Αυτός ο παππούς, λοιπόν, νιώθει τελειωμένος, αδικημένος. Αισθάνεται ότι θα έπρεπε, ακριβώς επειδή ήταν αγωνιστής της Αριστεράς, να τον έχουν στα όπα όπα. Και αυτός είναι ένας από τους λόγους που υπάρχει η ρήξη με τον γιο και τη νύφη του, έστω και μέσα στο μυαλό του.
– Νιώθεις αριστερός; Τι σημαίνει αριστερός σήμερα;
Θα το πω δια της ατόπου απαγωγής. Αριστερός σημαίνει να μην είσαι δεξιός, να μην είσαι μ@λ@κας. Όπως έλεγε και ο Περικλής Κοροβέσης «Το μόνο που δεν θέλω είναι να πεθάνω μ@λ@κας». Λοιπόν, αυτός είναι ο αριστερός.
– Τα πράγματα πώς τα βλέπεις σήμερα; Ζόφος ή έχεις αισιοδοξία;
Σκεφτόμενος ρεαλιστικά δεν μπορώ να είμαι καθόλου αισιόδοξος. Το ότι βλέπω τον κόσμο εφησυχασμένο, με κάνει να πιστεύω ακόμα περισσότερο ότι δεν θα τα πάμε καλά – σε όλες τις μεγάλες μπόρες της ανθρωπότητας υπήρχε μεγάλος εφησυχασμός. Η κοινωνία σήμερα γίνεται όλο και πιο συντηρητική με ένα άμφιο προοδευτισμού.
Από την άλλη, επειδή είμαι αισιόδοξος, όταν βλέπω τα χαμογελαστά πρόσωπα των ανθρώπων που έχω γύρω μου, όταν μιλάνε με αγάπη ένας με τον άλλον, όταν ακούμε τις μουσικές μας, όταν βλέπουμε τα θεατρικά έργα μας, όταν διαβάζουμε, λέω «Δεν μπορεί. Είναι δυνατόν να είμαστε τόσο βλάκες να το αφήσουμε να γίνει; Δεν θα βάλουμε ένα φρένο;»
– Στην παράσταση γίνεται αναφορά σε διάφορες μόδες, όπως π.χ. η τάση των γονιών να τρέχουν τα παιδιά σε μουσικό παιχνίδι, δημιουργικό παιχνίδι, ενώ το παιδί δεν έχει παίξει ποτέ του ελεύθερα.
Έχουμε εγκλωβιστεί σε κουτάκια. Όπως το παράδειγμα που αναφέρεις. Ως παππούς λέω στην παράσταση ότι ο γιος και η νύφη μου μεγαλώνουν τον εγγονό μου «με δημιουργικό παιχνίδι, μουσικό παιχνίδι, ψυχοκινητικό-σωματικό παιχνίδι, π@π@ρια μάντολες παιχνίδι, αλλά παιχνίδι σκέτο αυτό το παιδί ποτέ δεν έπαιξε». Εμείς παίζαμε ποδόσφαιρο με ένα νεράντζι. Σήμερα, τα παιδιά έχουν εγκλωβιστεί μέσα στο σπίτι. Τα παιδιά μεγαλώνουν όλο και πιο μοναχικά. Οι άνθρωποι μεγαλώνουν όλο και πιο μοναχικά.
– Εσύ στην καθημερινότητα σου πώς περνάς καλά;
Κατά κανόνα, όταν δεν έχω γύρισμα, τα μεσημέρια μπορεί να βρεθώ με φίλους, να πιούμε έναν καφέ στο Θησείο, να πούμε τα νέα μας, να μιλήσουμε λίγο για τα πολιτικά, να πειραχτούμε μεταξύ μας. Τις Παρασκευή απαρέγκλιτα θα βάλουμε με τη σύντροφό μου τους δίσκους μας και θα πιούμε μαζί το ποτό μας. Πάντα καλοδεχούμενοι είναι οι φίλοι.
– Είχε μεγάλο ενδιαφέρον στην παράσταση ότι περνάς πολύ εύκολα από την κωμωδία στο τραγικό και πάλι πίσω.
Ναι, έχω δώσει μία βαρύτητα στις μεταπτώσεις που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος. Έχω τέτοιες εικόνες από τον πατέρα μου. Όταν ήταν σχεδόν όσο εγώ τώρα, 70 χρονών (η αρρώστια του τον έκανε να φαίνεται μεγαλύτερος από την ηλικία του), είχε τέτοιες μεταπτώσεις. Μπορεί να έλεγε κάτι για να γελάσουμε και αμέσως μετά θυμόταν κάτι από τη μάνα του και δάκρυζε. Τώρα πια καταλαβαίνω ότι φέρεσαι ανάλογα με το τι έχεις υποστεί στη ζωή σου. Ο πατέρας μου ταλαιπωρήθηκε όπως όλοι πάνω κάτω οι πατεράδες της γενιάς μου. Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος – αυτό τα λέει όλα.
Οπότε, τώρα κάνω την αναγωγή στον παππού που έχει πάει Μακρόνησο, Γυάρο και αναρωτιέται πώς μπορούν και τον αφήνουν ο γιος και η νύφη του με το ψάρι για να πάνε στη Μύκονο. Από τη μία το καλαμπούριζει, από την άλλη στεναχωριέται. Έχω καλλιεργήσει αυτή την υποκριτική εικόνα που βλέπετε στον «Μάκη», γιατί ο άνθρωπος έτσι έχει ενδιαφέρον, όταν τον βλέπουμε από όλες τις πτυχές.
Όλοι είμαστε φτιαγμένοι από την ίδια ύλη, έτσι και τα ψυχολογικά μας θέματα λίγο πολύ τα ίδια είναι. Απλώς ο καθένας έχει μάθει να τα διαχειρίζεται διαφορετικά ή να τα κρύβει διαφορετικά. Ο αληθινός εαυτός μας είναι αυτός που βγαίνει όταν κλεινόμαστε μόνοι μας στο σπίτι.
– Πώς είναι να παίζεις στη σκηνή με τον «Μάκη», με ένα χρυσόψαρο;
Είναι ωραία, το αγαπάω το ψαράκι μου. Αυτός είναι καινούργιος «Μάκης», ο τρίτος. Δεν έχουν μεγάλη διάρκεια ζωής τα χρυσόψαρα, 1-2 χρόνια ζουν.
Επικοινωνώ πολύ με τα ζώα. Εδώ δένομαι με μια αράχνη που έχω στο μπάνιο και την αφήνω εκεί και της λέω «καλημέρα». Μόνο κατσαρίδες και μύγες δεν θέλω. Όλα τα άλλα τα ανέχομαι. Και με κάποια χτίζω και φιλίες, όπως με τον «Μάκη»!
Ο «Μάκης» του Βασίλη Κατσικονούρη παίζεται στο Θέατρο Αποθήκη έως τις 17 Δεκεμβρίου. Κλείσε εισιτήρια εδώ.