«ΕΝΑ ΕΥΘΡΑΥΣΤΟ ΘΑΥΜΑ»: ΜΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΠΟΥ ΚΑΘΗΛΩΝΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΛΟΤΗΤΑ ΤΗΣ
Στην έκθεση «Ένα εύθραυστο θαύμα», ο φωτογράφος Χάρης Κακαρούχας συνδυάζει πρόσωπα και τοπία με μια πολύ ευαίσθητη προσέγγιση.
Καθαρές ψυχές και παρθένα τοπία. Αυτή είναι η πρώτη ύλη της έκθεσης «Ένα εύθραυστο θαύμα», του φωτογράφου Χάρη Κακαρούχα, που παρουσιάζεται στο Πολιτιστικό Κέντρο «Μελίνα» του Δήμου Αθηναίων. Και ο καταλύτης που τα συνδέει δεν έχει να κάνει με κάποια φωτογραφική τεχνική.
«Το πρώτο πράγμα που διαπιστώνεις όταν στέκεσαι μπροστά στις φωτογραφίες του Χάρη Κακαρούχα είναι η σιωπηλή τους υπόσταση», σημειώνει ο ιστορικός τέχνης και επιμελητής Χριστόφορος Μαρίνος. «Δεν διεκδικούν το βλέμμα σου για να υπάρξουν, ούτε επιδεικνύουν το φυσικό τους κάλλος. Είναι φωτογραφίες χαμηλών τόνων, διακριτικές και ήρεμες, όπως τα πρόσωπα και τα τοπία που καταγράφουν. Εδώ οι άνθρωποι και οι τόποι μοιάζουν πραγματικοί, αυθεντικοί, χωρίς ίχνος εξιδανίκευσης, χωρίς τη χρήση φλας και βελτιωτικών φίλτρων».
Κάπως έτσι, η συνάντηση του Χάρη Κακαρούχα με ανθρώπους και τοπία αποκτάει μια σχεδόν ψυχοθεραπευτική διάσταση. Είναι σαν ένα ταξίδι μέσα από τον φωτογραφικό φακό ή μάλλον ερήμην του, αφού όπως λέει ο ίδιος είναι σαν να μην παρεμβαίνει κανένας φακός.
Εβδομήντα μία φωτογραφίες συνθέτουν την έκθεση «Ένα εύθραυστο θαύμα», 28 πορτρέτα και οι 43 τοπία (για την ακρίβεια, αποσπάσματα ή λεπτομέρειες τοπίων) από την Ελλάδα και τον κόσμο. Πώς γεννήθηκε η ιδέα και τι προσδοκά ο Χάρης Κακαρούχας να αποκομίσουν οι θεατές; Ο ίδιος δίνει τις απαντήσεις, εξηγώντας μεταξύ άλλων γιατί οι «Σειρήνες» της φωτογραφικής τελειότητας δεν του λένε τίποτα.
– Ας ξεκινήσουμε από τον τίτλο της έκθεσης: «Ένα εύθραυστο θαύμα». Γιατί τον επιλέξατε; Ή, σε τι συνίσταται το θαύμα και γιατί είναι εύθραυστο;
Σ’ αυτή τη σειρά εικόνων, έχουμε τοπία που εκπέμπουν ενεργειακές δονήσεις, μεταξύ άλλων τρυφερότητας, γλυκύτητας, στιβαρότητας, δύναμης, αέρινης αίσθησης, μυστηρίου, και ανθρώπους που έχουν βγει από την εγωική συνθήκη του matrix και στέκονται ολοκληρωτικά παρόντες στον εαυτό τους. Είναι η κατάσταση ύπαρξης όπου στέκεσαι στην κάθετη αιωνιότητα του τώρα ανοιχτός και σε ροή, σε ενότητα με τη ζωή. Σε αληθινή σχέση με τον εαυτό σου, έναν άλλο άνθρωπο, τη Μητέρα Γη. Ο καθένας ενσαρκώνει το δικό του μοναδικό αμάλγαμα των ποιοτήτων του είναι, που του δίνει την αληθινή του ταυτότητα.
Το πρόσωπό τους ανασύρεται μέσα από την κενότητα που αντικρίζεις όταν συναντάς την α-λήθεια του εαυτού σου. Μια κενότητα που μυστηριωδώς μετατρέπεται σε μήτρα ζωής. Ένα τίποτα που αγκαλιάζει τα πάντα, και μας αλλάζει τη ζωή. Αυτό δεν είναι ο ορισμός του Θαύματος;
Ωστόσο, το Θαύμα παραμένει εύθραυστο γιατί οι ασυνείδητες δομές της προσωπικότητάς μας παραμένουν ενεργές, έτοιμες να μας επαναφέρουν στη συνθήκη του matrix.
– Πώς γεννήθηκε η ιδέα για αυτή την έκθεση; Ενσωματώνει αν καταλαβαίνω καλά και υλικό που προϋπήρχε και οργανώθηκε υπό νέο πρίσμα;
Υπάρχουν φωτογραφίες στην έκθεση που χρονολογούνται από το 2003, και άλλες του 2024. Ακόμη, ένα φωτογραφικό λεύκωμα του 2018 με τίτλο «Natural Presence», αρκετές φωτογραφίες του οποίου βρίσκονται στην έκθεση. Όλες οι εικόνες είναι τοπιογραφίες και προσωπογραφίες στο φυσικό περιβάλλον. Και όλες έγιναν σε μια καινούργια για μένα περίοδο της ζωής μου, που καθρεφτίζεται μέσα τους και θα την έλεγα συνειδητή σχέση με την καλλιτεχνική δημιουργία.
Πριν από ενάμιση χρόνο είδα τον ανακαινισμένο χώρο του Πολιτιστικού Κέντρου Μελίνα –μου άρεσε πολύ– και μου ήρθε η επιθυμία να δω πώς θα είναι να τον γεμίσω με αυτές τις φωτογραφίες στην πραγματική τους μορφή. Δηλαδή, τυπωμένες σε χαρτί. Και έτσι συμβαίνει η έκθεση «Ένα εύθραυστο θαύμα».
– Με ποιο κριτήριο συνδέθηκαν άνθρωποι και τοπία; Εννοώ και γενικά στην ιδέα της έκθεσης και ειδικά σε κάθε «πάντρεμα».
Η επιμέλεια για μένα είναι υπόθεση «ενέργειας». Η εικόνα δεν είναι φόρμα και περιεχόμενο, αλλά κυψέλη χρόνου ή ενέργειας γεμάτη από νόημα. Νόημα που προκύπτει με τρόπο αποκαλυπτικό και όχι διά της «λογικής συνεπαγωγής». Έτσι, αυτό που φέρνει τοπία και πρόσωπα κοντά είναι η κοινή, κοντινή ενεργειακή συχνότητα που εκπέμπουν. Αυτό μεταφράζεται σε κοινό αίσθημα.
– Πώς έχει εξελιχθεί η σχέση σας με τη φωτογραφία στο πέρασμα των χρόνων; Είναι αυτή σήμερα η βασική σας ενασχόληση;
Αγοράζω την πρώτη φωτογραφική μηχανή με μια μικρή υποτροφία που πήρα στο πρώτο έτος του Πολυτεχνείου. Δεν έχω ιδέα για την φωτογραφία, ό,τι ξέρω γι’ αυτήν είναι από τον κινηματογράφο, που μεγάλωσα μαζί του. Είναι ο μεγάλος μου έρωτας από την ηλικία των επτά, και μετά η ζωγραφική. Κάπου ανάμεσα στα δύο προέκυψε η φωτογραφία.
Βρήκα ξαφνικά ένα παιχνίδι που με βάζει στη διαδικασία να βλέπω, να ανακαλύπτω κόσμους αθέατους μέχρι τότε. Ήταν χαρά, παιχνίδι, εξερεύνηση. Τα τεχνικά τα έμαθα από ένα εγχειρίδιο και την εμπειρία. Από θεωρία δεν είχα ιδέα και δεν ήθελα να έχω, περνούσα καλά και χωρίς αυτήν. Αυτή θα την ονόμαζα εποχή της αθωότητας. Αυτή τελείωσε όταν απογοητευμένος από τον κινηματογράφο (μια και δεν είχα χρήματα) αποφασίζω να γίνω φωτογράφος. Και πηγαίνω σε μια φωτογραφική ομάδα που κάνουν και μαθήματα.
Εκεί μαθαίνω τον διανοητικό τρόπο προσέγγισης της φωτογραφικής διαδικασίας (είναι αυτός που οδηγεί στη μηχανική αναπαραγωγή της εικόνας). Η φωτογραφία είναι καλή ή κακή, οι φωτογράφοι μεγάλοι και μικροί, και πρέπει να αποκτήσεις θεωρητικές γνώσεις για να καταλάβεις τη φωτογραφία. Η χαρά έχει πάει περίπατο, γιατί τώρα πρέπει να προσπαθήσω, να μάθω και να αποδείξω στους άλλους ότι είμαι κι εγώ φωτογράφος.
Η επιτυχία ήρθε κάποια στιγμή με διεθνή βραβεία και αναγνώριση. Εκεί καταλαβαίνω ότι η αναγνώριση καλή είναι, αλλά δεν σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ούτε καλύτερο φωτογράφο, ούτε σου δίνει κάτι ουσιαστικό. Και το ουσιώδες ερώτημα τι στο καλό κάνω πραγματικά, τι είναι αυτό που προσφέρω στον κόσμο, παραμένει αναπάντητο. Έτσι, ακολουθεί μια πενταετής περίοδος έρευνας με την μηχανή στο ντουλάπι.
Το τέλος αυτής της περιόδου (που δεν έχει τέλος) με βρίσκει με ένα διδακτορικό στη φωτογραφία και πτυχίο θεραπευτή. Αλλά το σημαντικό είναι ότι είμαι ένας άλλος άνθρωπος. Η χαρά επανέρχεται, η φωτογραφία είναι ξανά παιχνίδι και εξερεύνηση. Είναι όπως στην εποχή της αθωότητας με μια ουσιώδη διαφορά: τώρα έχω συνειδητή σχέση με τον εαυτό μου, το μέσο, και τη διαδικασία.
Τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια βιοπορίζομαι από τη φωτογραφία κάνοντας δουλειές για το Υπουργείο Περιβάλλοντος και τον ΕΟΤ, αλλά αυτό ελάχιστη σχέση έχει με το καλλιτεχνικό μέρος που αγαπώ. Η δημιουργική διαδικασία με τη χρήση αυτού του μέσου είναι μια αγαπητική διαδικασία. Παίρνει μεγάλο μέρος της ενέργειάς μου, αλλά δεν ψάχνω κάποιου είδους ταυτότητα, αναγνώριση ή κάτι άλλο από αυτή.
– Το να εστιάζει κανείς στη φυσικότητα στη φωτογραφία και να κινείται σε χαμηλούς τόνους είναι κατά κάποιον τρόπο κόντρα στην τάση για εντυπωσιασμό και τελειότητα, που ήταν για πολλούς δημιουργούς το ζητούμενο ακόμα και πριν μπουν στην καθημερινότητά μας τα social media, τα φίλτρα και τα like. Σας προβληματίζει μήπως ο κόσμος έχει ξεσυνηθίσει από μια τέτοια «απλή» προσέγγιση;
Δεν με προβληματίζει, γιατί νομίζω κατανοώ αρκετά καλά τη μεταμοντέρνα κοινωνική συνθήκη και την επίδρασή της στην τέχνη. Είναι μια αντίληψη και ένας τρόπος ζωής –μια φάση της εξελικτικής διαδικασίας του πολιτισμού– αρκετά μακριά από τον δικό μου. Αλλά δεν κρίνω κανέναν, ούτε συγκρίνομαι με κανέναν. Ο καθείς κάνει το καλύτερο που μπορεί και εγώ κάνω ό,τι κάνω γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Και το μοιράζομαι με όσους συντονίζονται σε κοινά μήκη κύματος.
– Υπάρχει κάποια ιδιαίτερη ιστορία που θα μπορούσατε να μοιραστείτε σχετικά με τις φωτογραφίες αυτής της έκθεσης;
Η αλήθεια είναι ότι κάθε εικόνα συνοδεύεται και από μια ιστορία. Αλλά αυτές τις ιστορίες επιλέγω να τις κρατάω για μένα, αφού μόνο τους εμπλεκόμενους αφορούν. Νομίζω ότι η δύναμη της εικόνας βρίσκεται στην ίδια την εικόνα και όχι στην ιστορία της. Το μυαλό μας θέλει από την φύση του να γνωρίζει: έτσι, χρειάζεται ιστορίες, ετικέτες, λογικούς συσχετισμούς. Αλλά νομίζοντας ότι γνωρίζουμε χάνουμε το νόημα. Το νόημα που μας πλημμυρίζει όταν κοιτάμε στα μάτια τον άνθρωπο που αγαπάμε ή μια εικόνα που μας συγκινεί.
– Έχετε σπουδάσει διάφορους τρόπους θεραπείας μέσω της τέχνης, όπως και άλλες πρακτικές ψυχοθεραπείας. Πώς γεννήθηκε η ανάγκη αυτή και με ποια είδη έχετε ασχοληθεί;
Νομίζω από πάντα είχα μια κρυφή αγωνία να βρω το ουσιώδες στη ζωή. Η προτροπή του Σωκράτη με ακουμπούσε αλλά δεν είχα ιδέα πώς γίνεται. Αυτό το ουσιώδες ένιωσα ότι το αναγνώρισα στις εικόνες. Στα Φαγιούμ, τις ζωγραφιές του Θεοτοκόπουλου και του Γκογκέν, τις ταινίες του Ταρκόφσκι. Όλοι κοινοί τόποι για μένα. Και όταν προσπάθησα να κάνω ανάλογες φωτογραφίες, κατάλαβα γρήγορα ότι για να γίνει κάτι τέτοιο χρειάζεται να έχω προσωπική εμπειρία αυτού του βάθους που καθρεφτίζεται στο βλέμμα.
Έτσι, με την ευκαιρία του διδακτορικού μου που ήταν η προσωπογραφία, μπήκα στο εσωτερικό ταξίδι βιωματικά. Και ως σύγχρονος δυτικός άνθρωπος ξεκίνησα αυτό που λέμε ψυχο-θεραπεία. Την ανθρωπιστική ψυχοθεραπεία που αντιλαμβάνεται και ερευνά εκτός από τις δομές της προσωπικότητας και τη βαθύτερη ανθρώπινη α-λήθεια, τον κόσμο του πνεύματος. Βέβαια, τις τεχνικές και τους χάρτες τους έχω ήδη ξεχάσει. Ο όρος «θεραπευτής» για μένα δεν αναφέρεται σε κάποιον που έχει γνώση τεχνικών θεραπείας, αλλά σε κάποιον που μπορεί να σταθεί απολύτως δεκτικά, αγαπητικά, μπροστά σε ένα άλλο ανθρώπινο ον. Και, βέβαια, για να το κάνει αυτό πρέπει πρώτα να το έχει κάνει για τον εαυτό του.
– Αν υποθέσουμε ότι μια φωτογραφία είναι ως ένα βαθμό ψυχογράφημα αυτού που βρίσκεται απέναντι από τον φακό, τι επίδραση έχει η διαδικασία σε εσάς, που είστε πίσω από τον φακό;
Η αλήθεια είναι ότι δεν βρίσκεται κανείς πίσω και μπροστά από τον φακό, γιατί δεν υπάρχει κανένας φακός. Εννοώ ότι η όλη διαδικασία είναι η δημιουργία ενός αγαπητικού χώρου, ενός χώρου ενσυναίσθησης και αποδοχής, που βεβαίως χρειάζεται χρόνο για να δημιουργηθεί. Σ’ αυτόν τον χώρο ενυπάρχουμε και οι δύο χωρίς ρόλους. Αν κάποια στιγμή νιώσω ότι υπάρχει συντονισμός, τότε βγάζω την κάμερα για να γράψει το γεγονός.
Όλο αυτό που δεν περιγράφεται ακριβώς με λέξεις, αυτή η ουσιαστική συνάντηση που είναι τόσο διαφορετική με κάθε άτομο, είναι κάτι που με πλουτίζει σαν άνθρωπο και γι’ αυτό εξάλλου το κάνω. Και βέβαια είναι σαν τον έρωτα: κάποιες φορές συμβαίνει ακαριαία, κάποιες φορές θέλει χρόνο και κάποιες φορές δεν συμβαίνει ποτέ.
– Τι ελπίζετε να νιώσουν οι επισκέπτες μέσα από την επαφή τους με τα έργα σας;
Η έκθεση για μένα είναι ένα μοίρασμα, έτσι όπως μοιράζομαι με τους ανθρώπους μου τη ζωή μου. Και ταυτόχρονα είναι το δικό μου παρεκκλήσι, μια δόνηση του πραγματικού και ένας εναγκαλισμός μ’ εκείνους που συντονίζονται στην κοινή συχνότητα.
Φαντάζομαι ότι όσοι νιώθουν οικεία σε έναν χώρο σιωπηλού μυστήριου που δημιουργείται από τις χαμηλών τόνων φωτογραφίες αυθεντικών –χωρίς ίχνος εξιδανίκευσης– τόπων και ανθρώπων, όπως λέει ο Χριστόφορος Μαρίνος στο κριτικό κείμενο της έκθεσης, θα συντονιστούν, πιθανά να συγκινηθούν. Για όσους δεν είναι συνηθισμένοι σε κάτι τέτοιο, θα έχουν την ευκαιρία να ανακαλύψουν μια «διαφορετική» αντίληψη, στάση ζωής και τέχνης. Πιθανά να προκύψει έρωτας με την πρώτη ματιά, πιθανά η συνάντηση να χρειαστεί χρόνο, πιθανά και να μην συμβεί ποτέ.
Η έκθεση «Ένα εύθραυστο θαύμα», του Γιάννη Κακαρούχα, θα διαρκέσει από τις 7 έως τις 24 Νοεμβρίου 2024. Πολιτιστικό Κέντρο «Μελίνα» Δήμου Αθηναίων: Ηρακλειδών 66 & Θεσσαλονίκης, Θησείο. Είσοδος ελεύθερη