ΕΜΕΙΝΑ ΚΑΙ ΤΙΣ 24 ΩΡΕΣ ΣΤΗ ΣΤΕΓΗ ΓΙΑ ΤΟ «THE SECOND WOMAN» ΜΕ ΤΗ ΣΤΕΦΑΝΙΑ ΓΟΥΛΙΩΤΗ
Η Λύντια Πετροπούλου εξηγεί στο OW πώς και γιατί κατάφερε να περάσει ένα ολόκληρο 24ωρο στη ΣΤΕΓΗ, παρακολουθώντας τη Στεφανία Γουλιώτη στο «The Second Woman» να χωρίζει τον ένα μετά τον άλλο 100 άντρες ή μη δυαδικά και queer άτομα, διαφορετικής ηλικίας, ιθαγένειας και επαγγέλματος, σε έναν πραγματικό θεατρικό άθλο!
Όταν μπήκα στο σάιτ της Στέγης για να βγάλω εισιτήριο για το «The Second Woman» με τη Στεφανία Γουλιώτη, δεν έβρισκα να κλείσω σε συγκεκριμένο slot, και λέω δεν πειράζει, θα κλείσω ένα 24ωρο εισιτήριο και θα πάω κάποια στιγμή. Δεν είχα αποφασίσει συνειδητά να μείνω εκεί όλο το 24ωρο, αν και μάλλον στο πίσω μέρος του μυαλού μου υπήρχε η σκέψη ότι θα ήταν ένα challenge για μένα, η μοναδική ευκαιρία να ζήσω κάτι τέτοιο.
Ξεκίνησα τελικά να πάω από την αρχή της παράστασης, στις 4 το απόγευμα του Σαββάτου. Δεν είχα κάνει καμία προετοιμασία και δεν πήρα μαζί μου τίποτα περισσότερο από ό,τι αν έβγαινα για μια απλή έξοδο. Μάλιστα, δεν είχα φάει καν μεσημεριανό! Μόνο μια καπαρντίνα πήρα, γιατί μέσα στη Στέγη κάνει συνήθως κρύο.
Στον δρόμο είχε απίστευτη κίνηση κι έφτασα με μικρή καθυστέρηση, οπότε μπήκα στην αίθουσα μετά την ολοκλήρωση της πρώτης σκηνής. Στην αρχή δεν μου φάνηκε να είναι κάτι δυνατό, όμως καθώς εξελισσόταν υπήρχε μια κλιμάκωση, η παράσταση γινόταν όλο και πιο ενδιαφέρουσα.
Κάθε σκηνή διαρκούσε περίπου 8 λεπτά. Στο διάστημα που μεσολαβούσε από τη μία στην άλλη επιτρεπόταν να αλλάξεις θέση και να μπεις ή να βγεις από την αίθουσα, ενώ κάθε δύο ώρες υπήρχε ένα δεκαπεντάλεπτο διάλειμμα.
Μετά τη δεύτερη σκηνή είδα ότι υπήρχε κενή θέση ακριβώς στη μέση της 5ης σειρά και μετακινήθηκα, γιατί καθόμουν στα πλάγια και δεν έβλεπα την οθόνη. Δίπλα μου καθόταν μια κυρία η οποία στο τέλος κάποιας σκηνής με ρώτησε: «Σας αρέσει;» Της απάντησα: «Ναι, έχει αρχίσει και μου αρέσει πάρα πολύ, πολύ ενδιαφέρον, για να δούμε πώς θα εξελιχθεί». Συστηθήκαμε, ήταν η Όλγα, η οποία είχε αποφασίσει και προετοιμαστεί πρακτικά να μείνει και τις 24 ώρες, σε αντίθεση με εμένα, που δεν ήμουν σίγουρη αν θα μείνω ή θα φύγω, ούτε και πρακτικά προετοιμασμένη. Της είπα ότι εγώ αμφιταλαντεύομαι μεταξύ του να μείνω μέχρι κάποια ώρα και να φύγω, και ίσως να ξαναγυρίσω το πρωί, αλλά θέλω και να μείνω, γιατί αφού ήρθα δεν θέλω να χάσω τίποτα από αυτά που θα συμβούν. Μου αντέτεινε αποφασιστικά: «Να μείνουμε!»
Εκείνη βέβαια είχε έρθει πανέτοιμη: είχε φέρει ξηρούς καρπούς, οδοντόκρεμα, οδοντόβουρτσα – και τι δεν είχε στην τσάντα της! Μέχρι και ντεμακιγιάζ είχε! Αφού κάποια στιγμή της είπα: Αυτό είναι το τσαντάκι του Σπορτ Μπίλι!
Όσο περνούσε η ώρα, εγώ ηρεμούσα, ξεκουραζόμουν και ήμουν σχεδόν απόλυτα εστιασμένη και απορροφημένη στην παράσταση. Οπότε, αποφασίζω να μείνω.
Ποιοι θα ήταν αυτοί οι 100 άντρες που θα χώριζε η Στεφανία Γουλιώτη; Πώς θα ανταποκρινόταν υποκριτικά και σωματικά σε αυτή τη διαδικασία; Θα υπήρχαν θεατές στην αίθουσα στις 4:00 το πρωί; Πόσοι θα ήταν; Τι ηλικιακό κοινό; Πώς είναι να περνάς τη νύχτα και να σε βρίσκει το ξημέρωμα στη Στέγη; Γιατί να «χάσω» οτιδήποτε μπορεί να διαδραματιστεί; Θα τα κατάφερνα να μείνω ως το τέλος, έστω και πρακτικά απροετοίμαστη;
Το απόγευμα του Σαββάτου το κοινό μου φάνηκε διαφορετικό από ό,τι βλέπεις συνήθως στη Στέγη, πιο μεγάλης ηλικίας, λιγότερο συγκεντρωμένο και πιο φασαριόζικο. Ήταν σαν να είχαν έρθει να δουν τη Γουλιώτη επειδή την είχαν μάθει από το «Μαέστρο».
Στο πρώτο διάλειμμα, στις 6 το απόγευμα, πεινούσα τραγικά. Στο μπαρ της Στέγης είχε πολύ κόσμο και όταν έφτασε η σειρά μου είχαν τελειώσει τα σάντουιτς και είχαν μείνει μόνο κάτι γλυκά. Μου πρόσφεραν από ευγένεια μπισκότα, αλλά είχα ανάγκη κάτι αλμυρό. Τελικά, στο διάλειμμα των 8 έφαγα σάντουιτς, ενώ στις 12 τα μεσάνυχτα ήπια έναν καφέ και έφαγα σοκολάτα για να κρατηθώ.
Δώδεκα με 2 το βράδυ είχε αρχίσει να μπαίνει ένα άλλου είδους κοινό, νεανικό. Κάποια στιγμή κάθισαν δίπλα μας δυο κοπέλες που είχαν έρθει το απόγευμα, είχαν φύγει για να πάνε στη συναυλία της Άννας Βίσση στο Καλλιμάρμαρο, και μετά επέστρεψαν στη Στέγη! Ειδικά τις μικρές ώρες της νύχτας, το κοινό ήταν ως επί το πλείστον νεολαία.
Γύρω στις 4 το πρωί, όταν συνειδητοποίησα ότι ήμασταν ακριβώς στη μέση και έμεναν άλλες 12 ώρες, για να πω την αλήθεια λύγισα, μου φάνηκαν πάρα πολλές οι ώρες. Στο διάλειμμα βγήκα λίγο έξω για να πάρω αέρα, είδα τον κόσμο που έφευγε, παρατηρούσα αυτούς που πήγαιναν ή έφευγαν από παρακείμενα μαγαζιά, έκανα ένα τσιγάρο, ήπια ένα αναψυκτικό και επέστρεψα ξανά στην αίθουσα.
Συνέχισα να παρακολουθώ την παράσταση, αλλά κάπου μεταξύ 5 και 6 άρχισα να νυστάζω. Εκεί δυσκολεύτηκα λίγο, προσπαθούσα να βολευτώ, δεν είχα πού να βάλω τα πόδια μου. Τελικά, βρήκα μία στάση για το σώμα μου σχετικά βολική, έκανα αποδοχή της κατάστασης, σκεπάστηκα με την καπαρντίνα μου, έκλεισα τα μάτια και με πήρε ένας ελαφρύς ύπνος – μάλλον μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, γιατί προσπαθούσα να παρακολουθώ και τι διαδραματίζεται στην παράσταση, αν όχι βλέποντας, τουλάχιστον ακούγοντας. Ξυπνώντας ενδιάμεσα, παρακολούθησα τη σκηνή με ένα άτομο που φαινόταν γυναίκα.Ξύπνησα γύρω στις 6:30–7:00 και ένιωθα μια χαρά, καθόλου κουρασμένη. Πήγα στην τουαλέτα, έπλυνα το πρόσωπο και τα δόντια μου, η Όλγα μου δάνεισε τη δεύτερη οδοντόκρεμα (αλλά όχι οδοντόβουρτσα) που είχε – πότε άλλοτε θα μπορούσα να ζήσω μια τέτοια εμπειρία, η πρωινή φροντίδα ρουτίνας να γίνεται στην τουαλέτα της Στέγης, στο διάλειμμα μιας θεατρικής παράστασης;
Η αγάπη μου για το θέατρο, η σκέψη ότι ίσως δεν θα ξαναείχα μια τέτοια ευκαιρία, η αλληλοϋποστήριξη με την Όλγα ήταν αρκετά για να μείνω και τις 24 ώρες. Μετρούσαμε τα ποτήρια που ήταν στο κάτω μέρος στο τραπεζάκι για να δούμε πόσους ακόμη άντρες θα «υποδεχθεί» η Στεφανία μέχρι το επόμενο διάλειμμα. Παρατηρούσαμε τις αντιδράσεις της και, όποτε μας φαινόταν ότι υπήρχε με κάποιον μια οικειότητα, σαν να τον γνώριζε, κάναμε εικασίες για τη σχέση που μπορεί να είχαν. Μαντεύαμε αν στο τέλος κάθε σκηνής ο άλλος θα της πει «Σ’ αγαπώ» ή «Δεν σ’ αγάπησα ποτέ», αν θα πάρει τα χρήματα που τους έδινε ή όχι, σε ποιο σημείο του σώματός τους θα τους πετάξει τα noodles...
Είχαμε επίσης την περιέργεια να μιλήσουμε με άτομα που είχαν ανέβει στη σκηνή, και το κάναμε. Πιάσαμε κουβέντα με έναν κύριο, που μας είπε ότι ειδοποιήθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου ότι είχε επιλεγεί να συμμετάσχει. Τότε του δόθηκε ένα κείμενο που έλεγε πού θα στεκόταν και τι θα έλεγε η Στεφανία, τι έπρεπε να πει αυτός και πού είχε περιθώριο να αυτοσχεδιάσει. Δεν είχε έρθει σε καμία επαφή μαζί της μέχρι να βρεθεί πάνω στη σκηνή. Μας είπε ότι πρόβαρε τον ρόλο του με την κόρη του. Όταν αντίκρισε τη Στεφανία Γουλιώτη έπαθε τράκ, ενώ μέσα από αυτό το δωμάτιο που βρισκόταν επί σκηνής δεν έβλεπε τι συνέβαινε στην πλατεία, μόνο άκουγε τα χειροκροτήματα των θεατών.
Το ενδιαφέρον μου για το «The Second Woman» δεν ήταν τόσο οι αντιδράσεις των αντρών, γιατί εκείνοι είχαν κατά κάποιο τρόπο προετοιμαστεί, όσο το πώς η Στεφανία θα κατάφερνε να «εφεύρει» κάτι εκείνη τη στιγμή και να ανταποκριθεί ακόμη και σε αυτούς που ήταν αμήχανοι. Οι εκφράσεις του προσώπου της ήταν ο καθρέφτης της προσωπικότητας του ανθρώπου που είχε κάθε φορά απέναντί της!
Από τους επώνυμους ηθοποιούς που συμμετείχαν, ξεχωρίζω τον Μάκη Παπαδημητρίου για την «ντροπαλή» ευαισθησία του. Τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο, ο οποίος έπαιξε με τη Στεφανία Γουλιώτη ένα πινγκ-πονγκ ευγενούς υποκριτικής άμιλλας, σε αντίθεση με τον Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη, ο οποίος κατά τη γνώμη μου προσπάθησε να την επισκιάσει.
Από τις 10 το πρωί και μετά άρχισε να γίνεται το αδιαχώρητο. «Τι καλά που κάναμε και δεν φύγαμε», είπαμε με την ΄Ολγα. Στο τελευταίο δίωρο της παράστασης, άρχισα να νυστάζω και να νιώθω λίγο κουρασμένη. Οι άντρες που συμμετείχαν μου φάνηκε ότι δεν είχα να δώσουν κάτι επιπλέον σε αυτό το ιδιαίτερο εγχείρημα (ίσως να φταίει και η κούραση μου, βέβαια, που έχω αυτή τη γνώμη).
Εκ των υστέρων, αναλογιζόμενη πώς άντεξα αυτό το 24ωρο θεατρικής «εφημερίας», σκέφτομαι ότι τελικά είχε «κλειδώσει» από νωρίς στο μυαλό μου ότι το τέλος της παράστασης ήταν στις 4 το απόγευμα της Κυριακής, κι αυτό ήταν ακόμη ένα στοιχείο που με βοήθησε να μείνω. Είπα επίσης στον εαυτό μου: Αφού μπορεί η Στεφανία Γουλιώτη να κάνει αυτή την προσπάθεια ως άνθρωπος και ως ηθοποιός, γιατί να μην μπορώ να την κάνω κι εγώ ως θεατής; Βέβαια, εκείνη θα είχε κάνει σίγουρα κάποια σχετική προετοιμασία, μάλιστα λέγαμε χαριτολογώντας ότι στα διαλείμματα θα έπινε φρέσκους χυμούς πορτοκάλι, φρούτα κλπ, ενώ εμείς είχαμε μόνο τσιπς και μπισκότα…
Άλλος ένας λόγος που έμεινα καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης ήταν από σεβασμό στο θαρραλέο από ψυχής τόλμημα της Στεφανίας Γουλιώτη. Δεν θα ξεχάσω την με ακρίβεια επαναληπτικότητα των κινήσεών της, την ίδια έκφραση του προσώπου και τη στάση του σώματός της όταν καθόταν στην καρέκλα αλλά και όρθια, με το πρόσωπο γυρισμένο στον τοίχο, περιμένοντας τον επόμενο «καλεσμένο» της, σαν να ήταν 100 φορές copy-paste, τις γκριμάτσες του προσώπου που εφεύρισκε για καθένα από τους καλεσμένους της, τη μοναδική φορά που ακούμπησε με το χέρι τρυφερά το γόνατο ενός από αυτούς, την αγκαλιά στην ομάδα των συντελεστών της παράστασης στο τέλος, ότι δεν πέταξε τα noodles στον τυφλό άντρα, την κούραση στο πρόσωπό της γύρω στις 4 το πρωί (μπορεί να ήταν η δική μου κούραση και τα δικά μου κουρασμένα μάτια).
Θα θυμάμαι για πάντα αυτόν τον 24ώρο θεατρικό μαραθώνιο. Στεφανία Γουλιώτη, αισθάνομαι ευγνώμων που ήσουν η αφορμή να ξεπεράσω και εγώ ως άνθρωπος-θεατής τα δικά μου προσωπικά «εμπόδια» και «όρια», ώστε να είμαι μαζί σου 24 ώρες!
Όταν μπήκα στο αυτοκίνητο για να επιστρέψω στο σπίτι μου, σκεφτόμουν ότι έχω μια ζωή πέρα από αυτό που έζησα το τελευταίο 24ωρο. Ήταν όπως όταν φεύγεις για διακοπές και ξεχνάς τη δουλειά, τα θέματα που σε απασχολούν, ό,τι αφήνεις πίσω, για να γυρίσεις σε αυτά μετά.
Την επόμενη μέρα, η Όλγα μου έγραψε μεταξύ άλλων σε ένα μήνυμα: «Η Τέχνη όταν δοκιμάζει (σε όποιο επίπεδο, φυσικό, ψυχικό) αντοχές, καταλήγει με έναν μαγικό τρόπο στην “έξοδο” να μας παραλαμβάνει η λοιπή ζωή λιγότερο μόνους και ασφαλώς πιο δυνατούς…»
Η Λύντια Πετροπούλου είναι ιστορικός τέχνης, εικαστική εκπαιδευτικό και εκπαιδεύτρια ενσυνειδητότητας.