ΕΙΔΑΜΕ ΤΟΝ ΤΖΟΝ ΜΑΛΚΟΒΙΤΣ ΣΤΗ ΣΤΕΓΗ
Είδαμε την πρεμιέρα του θεατρικού «Στη μοναξιά των κάμπων με βαμβάκι» στη Στέγη και θαυμάσαμε από κοντά τον κορυφαίο Τζον Μάλκοβιτς και τη διεθνώς αναγνωρισμένη Ινγκεμπόργκα Νταπκουνάιτε να εναλλάσσονται αριστοτεχνικά επί σκηνής, να γίνονται εναλλάξ το συνειδητό και το υποσυνείδητο, σε μια μάχη δίχως τέλος.
«Και με χιονοθύελλα θα ερχόμουν να δω τον Μάλκοβιτς!» ακούω να λέει ένας κύριος με ενθουσιασμό, μπροστά στην είσοδο της Στέγης, με το που φθάνω. Βράδυ Πέμπτης. Το κρύο τσουχτερό, σχεδόν απαγορευτικό για βραδινές εξόδους. Αλλά οι προσδοκίες για το θεατρικό «Στη Μοναξιά των κάμπων με βαμβάκι» είναι μεγάλες, κι ο κόσμος είναι εδώ. Λίγα λεπτά πριν αρχίσει η παράσταση, τα πηγαδάκια παίρνουν φωτιά. Τα τρία πολύ νεαρά κορίτσια που βρίσκονται πριν από μένα στον έλεγχο των εισιτηρίων, συνομιλούν στα αγγλικά. Η μία αναφωνεί: «Έχασα την πρεμιέρα στη Ρίγα, αλλά εδώ έκλεισα το εισιτήριό μου πρώτη απ’όλους!»
Μπαίνω στην κατάμεστη πλατεία ελαφρώς αργοπορημένη. Η κοπέλα δίπλα μου κλείνει βιαστικά το τηλέφωνο: «Σε κλείνω, βγαίνει ο Μάλκοβιτς»! Τα φώτα όντως σβήνουν εκείνο το λεπτό. Κι η μάχη ξεκινά. Ο Ντίλερ και ο Πελάτης. Ο Πελάτης και ο Ντίλερ.
Είναι κακόφημα τα στενά όπου τριγυρνάει ο Πελάτης – Τζον Μάλκοβιτς. Και σκοτεινά. Είναι στ’ αλήθεια κάπου εκεί έξω, σε μια άγνωστη τοποθεσία, ή μήπως περιπλανιέται μέσα στους δαιδάλους του μυαλού του; Ο Μπερνάρ-Μαρί Κολτές –ένας από τους πλέον αξιόλογους Γάλλους θεατρικούς συγγραφείς, πρόωρα χαμένος το 1989, στα 41 του– έγραψε με τέτοιον τρόπο το έργο, που να αφήνει όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά.
Τον Ντίλερ –τον αληθινό, της φαντασίας ή του υποσυνειδητού– τον ενσαρκώνει η Ινγκεμπόργκα Νταπκουνάιτε, διεθνούς φήμης Εσθονή ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου (πρωταγωνίστρια μεταξύ άλλων στον «Ψεύτη Ήλιο» του Nikita Mikhalkov και με συμμετοχή σε διάσημες ταινίες του Χόλιγουντ, όπως το «Mission Impossible» του Brian de Palma και το «Επτά χρόνια στο Θιβέτ» του Jean-Jacque Annaud). Αλλά μετά από λίγο –και κάθε λίγο– οι ρόλοι εναλλάσσονται. Ο Ντίλερ γίνεται Πελάτης κι ο Πελάτης Ντίλερ.
Η μεγάλη οθόνη που «κρέμεται» πάνω από τους δύο πρωταγωνιστές αποτυπώνει το ανελέητο κυνήγι της κάμερας. Έτσι, βλέπουμε μεν κάθε έκφρασή τους, αλλά είναι αρκετές οι στιγμές που νιώθω πως η σχέση ηθοποιού θεατή διαρρηγνύεται. Η σκηνοθεσία θέλει τους δύο πρωταγωνιστές σε κάποια σημεία να κοιτούν την κάμερα στα πλάγια της σκηνής, κι όχι το κοινό.
Τι να είναι, αλήθεια, αυτό που δεν τολμά να ξεστομίσει ο Πελάτης; Τι είναι αυτό που ο Ντίλερ λέει πως γνωρίζει ήδη πως θέλει ο Πελάτης, αλλά δεν θα το πει, αφού ο ίδιος δεν κάνει την υπέρβαση να το ομολογήσει και να το ζητήσει; Οι δύο ήρωες συνομιλούν με μακροσκελείς μονολόγους, γυροφέρνοντας το ίδιο θέμα ξανά και ξανά, φιλοσοφώντας το μέσα στην απελπισία τους, λες και τα λόγια τους τα έφτιαξε ο Μοντεσκιέ ή ο Ντιντερό. Άλλωστε, στους φιλοσοφικούς διαλόγους του 18ου αιώνα «πάτησε» όντως, ο Κολτές για να γράψει το έργο.
Σας ακούγεται κουραστικό; Ενδεχομένως να γινόταν, αν επί σκηνής δεν ήταν ο Μάλκοβιτς και η Νταπκουνάιτε. Οι δυο τους είναι γνώριμοι παλιοί –στο θέατρο και στον κινηματογράφο ήδη από τη δεκαετία του ’90–, γεγονός που φανερώνεται από την αβίαστη σύνδεσή τους, από έναν κώδικα επικοινωνίας δουλεμένο καλά. Μπαίνει ο ένας στη θέση, το συναίσθημα, την ύπαρξη της άλλης, γίνονται η μία το συνειδητό και ο άλλος το υποσυνείδητο, όπως το ζητάει και η ουσία του κειμένου. Κι αν υπάρχουν φορές που ο ρυθμός πράγματι μοιάζει λες και τρέχει πιο γρήγορα από τους ίδιους, και τείνει ίσως να γύρει προς το χάος, ανταλλάσσουν οι δυο τους ένα βλέμμα και η αρμονία επιστρέφει.
Ο ιθύνων νους της παράστασης και ένας εκ των πρωτοπόρων νεότερων Ρώσων σκηνοθετών, ο 37χρονος Τιμοφέι Κουλιάμπιν, περιγράφει εύστοχα ακριβώς αυτό που βιώνουμε παρακολουθώντας τους: «Υπάρχουν δύο ηθοποιοί στην παράστασή μας, μα μόνο ένας χαρακτήρας. Θα περάσουμε τον περισσότερο χρόνο στο υποσυνείδητο, στους εφιάλτες ενός ατόμου που δεν θα εμφανιστεί ποτέ στη σκηνή. Αντίθετα, θα δούμε δύο φιγούρες να αντιμάχονται σ’ έναν τεταμένο, συναισθηματικό και περίπλοκο διάλογο. Είναι ο διάλογος ενός ατόμου με τις δικές του κρυφές επιθυμίες και τους φόβους».
Μπορεί τα λόγια των ηρώων να μη γίνονται ποτέ σαφή και οι υπεκφυγές να είναι διαρκείς, αλλά μια παλιά πληγή έρχεται και στοιχειώνει τον Πελάτη. Γίνεται φανερή μέσα από την εξωλεκτική μόνο επικοινωνία τους και τα σκηνοθετικά ευρήματα. Πρόκειται για μια υπόθεση παιδοφιλίας. Ένα θέμα που ξεβολεύει, δυσκολεύεται κανείς να το ζήσει μέσα στη θεατρική μυσταγωγία – δεν αδικώ δύο κυρίες που αποχώρησαν ξεφυσώντας τη στιγμή που πρωτοέγινε φανερό πως ένα τέτοιο ζήτημα κατατρώει τον Πελάτη.
Ο Μάλκοβιτς και η Νταπκουνάιτε, Πελάτης και Ντίλερ, Ντίλερ και Πελάτης, ταρακουνούν γερά το φαίνεσθαι. Στη θάλασσα των συμβολισμών που κρύβει το κείμενο του Κολτές, ο Ντίλερ είναι ο κακός μας εαυτός. Ή ο θάνατος. Ή ο καπιταλισμός. Αναλόγως την οπτική. Το μούδιασμα που παρατηρώ στους θεατές καθώς αποχωρώ μετά τη λήξη της παράστασης είναι μάλλον η επιβεβαίωση πως το εγχείρημα πέτυχε.