ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΝΑ ΑΚΟΥΣ, ΟΥΤΕ ΝΑ ΒΛΕΠΕΙΣ ΓΙΑ ΝΑ ΝΙΩΣΕΙΣ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
Μια ομάδα φαινομενικά ετερόκλητων ατόμων συναντήθηκε για να δημιουργήσει μια μοναδική παράσταση, που διερευνά τα όρια των αισθήσεων – ή και της απουσίας τους. Ο τίτλος της είναι «μπ(λ)αλούν» και κρύβει, όπως λένε οι συντελεστές, έναν σκοπό που τελικά υπερβαίνει το ίδιο το καλλιτεχνικό έργο.
Καμιά ερώτηση για το «μπ(λ)αλούν» δεν έχει εύκολη απάντηση, από το τι σημαίνει «ακουστική επιτελεστική εγκατάσταση», μέχρι το πώς γίνεται μια παράσταση να είναι προσβάσιμη σε άτομα με ακουστική ή οπτική αναπηρία μολονότι δεν χρησιμοποιεί κανένα από τα συμβατικά εργαλεία προσβασιμότητας.
Το ραντεβού μου με τους πέντε βασικούς συντελεστές-ερμηνευτές έχει δοθεί στο PLAYGROUND for the arts, εκεί όπου γίνονται οι πρόβες μέχρι να μπουν στον χώρο των παραστάσεων, το Πλύφα. Κανείς τους δεν έχει μία μόνο ιδιότητα, ή μάλλον η βασική επαγγελματική ιδιότητα καθενός δείχνει μόνο ένα μέρος των ενδιαφερόντων του. Για να καταλάβεις πώς συναντήθηκαν και πώς έφτασαν να συνεργάζονται για το «μπ(λ)αλούν», θέλει να μιλήσεις πολύ μαζί τους. Για την ακρίβεια, καθένας τους θα είχε ενδιαφέρον να δώσει μια αυτόνομη συνέντευξη, όμως εδώ κάτι άλλο έχει σημασία: η συνάντησή τους.
Για να ξεκινήσουμε από τα πρακτικά, το «μπ(λ)αλούν» (από το αγγλικό balloon και το ελληνικότατο λαλούν) θα παρουσιαστεί για τρεις ημέρες, από το Σάββατο 20 μέχρι και τη Δευτέρα 22 Απριλίου 2024, και ισορροπεί ανάμεσα στο οπτικό και το ακουστικό, με τρόπο που επιτρέπει να το αντιληφθούν και άτομα μη βλέποντα ή μη ακούοντα.
Όπως εξηγεί η Γιώτα Πεκλάρη, που υπογράφει τη σύλληψη της ιδέας και τη χορογραφία μαζί με τη Βάσια Ζορμπαλή, στην αίθουσα του Πλύφα θα στηθεί μια εγκατάσταση με πολυμορφικά μπαλόνια, όπου θα πραγματοποιείται ανά μία ώρα μια περφόρμανς: «Ο κόσμος θα έχει τη δυνατότητα να μείνει στο χώρο, να βιώσει την εγκατάσταση και χωρίς την περφόρμανς. Θα καθίσει περιμετρικά, ώστε να είναι ένα κομμάτι του αντηχείου που δημιουργούμε. Θα είναι σαν να είμαστε το εσωτερικό μιας κιθάρας, όπου πλάθονται ήχοι και βγαίνουν προς τα έξω. Το κοινό μας επηρεάζει σημαντικά, δηλαδή αλλάζει τον ήχο μας».
Το «μπ(λ)αλούν» είναι βίωμα
«Καταρχάς, να πω ότι έχουμε κάνει πολλές κουβέντες μεταξύ μας και με πολλές διαφωνίες μέχρι να καταλήξουμε κάπου», προσθέτει η Γιώτα Πεκλάρη. «Το μπ(λ)αλούν είναι πρωτίστως κάτι βιωματικό. Σκοπός μας είναι να προσλάβει κανείς ερεθίσματα για όσες περισσότερες αισθήσεις μπορούμε. Να δει, να ακούσει, να αγγίξει, να δονηθεί, να μυρίσει».
Μια βασική παράμετρος είναι φυσικά ότι το «μπ(λ)αλούν» μπορείς να το βιώσεις ακόμα κι αν έχεις μια αισθητηριακή αναπηρία, όπως οι δύο από τους πέντε της ομάδας: ο Χρήστος Κουτσοβασίλης, που είναι τυφλός, και η Όλγα Δαλέκου, που είναι κωφή.
«Δεν ξεκινήσαμε με την ιδέα να φτιάξουμε ένα πολυ-αισθητηριακό έργο», διευκρινίζει η Γιώτα Πεκλάρη. «Η καλλιτεχνική προσέγγιση –τόσο η δική μου όσο και της Βάσιας– μας οδήγησε εκεί, προέκυψε μέσα από τη δουλειά μας. Φτιάχνοντας κάτι πολυ-αισθητηριακό, από τη μία θέλαμε εμείς οι ίδιοι, τα μέλη της ομάδας, να το αντιλαμβανόμαστε χωρίς διερμηνεία, ακουστική περιγραφή ή άλλου τύπου μεσολάβηση. Από την άλλη, θέλουμε το κοινό να συνδεθεί με όσες περισσότερες αισθήσεις θέλει και μπορεί. Πρέπει να είσαι εκεί για να το καταλάβεις, γιατί είναι τρισδιάστατο, γιατί είναι απτικό, γιατί έχει μυρωδιά, γιατί είσαι κομμάτι του έργου και ποτέ δεν είναι το ίδιο. Βασίζεται σε μία αρμονία, σε κάποιες συμφωνίες που έχουμε κάνει, αλλά αυτές κουνιούνται συνεχώς».
Το background της ομάδας του «μπ(λ)αλούν»
«Το δικό μου background είναι χορευτικό», λέει η Γιώτα Πεκλάρη. «Περνώντας από πολλά διαφορετικά στυλ –κλασικό χορό, σύγχρονο χορό, φλαμένκο για πολλά χρόνια, τα τελευταία 15 χρόνια body music– υπήρχε πάντοτε για μένα η έρευνα του πώς τοποθετείται το σώμα και η κίνησή μου σε σχέση με τη μουσική, με τον ήχο. Αυτό κάποια στιγμή άρχισε να γίνεται πολύ συγκεκριμένο: Πώς οπτικοποιώ τον ήχο; Ή, πώς το σώμα μου παράγει μέσα από την κίνησή του ήχο και μουσικά περιβάλλοντα, ηχοτοπία;»
Η έρευνά της σχετικά με την κίνηση, την οπτικοποίηση, τον ήχο και τη μελωδικότητά της την οδήγησε στην ανάπτυξη του εργαστηρίου «Visualizing Sound», και τότε δέχτηκε από την Εθνική Λυρική Σκηνή την πρόσκληση να κάνει ένα συμπεριληπτικό εργαστήριο, στο πλαίσιο των εκπαιδευτικών και κοινωνικών της δράσεων.
Αφότου άρχισε να δουλεύει με μικτές ομάδες ατόμων με ή χωρίς αισθητηριακές αναπηρίες, διαπίστωσε ότι η ακουστικότητα του σώματος συνιστά ένα εξωλεκτικό εργαλείο επικοινωνίας.
«Δεν είχα καμία εμπειρία από μη βλέποντα και μη ακούοντα άτομα», παραδέχεται. «Ξεκινώντας, φοβόμουν να χρησιμοποιήσω τα ρήματα βλέπω και ακούω. Εκεί γνώρισα των Χρήστο, που μετά από λίγα μαθήματα μου είπε: “Μη φοβάσαι, πες το. Κι εμείς βλέπουμε, με άλλο τρόπο”. Η όλη διαδικασία ήταν για μένα αποκαλυπτική και φυσικά μου έχει αλλάξει τη ζωή. Το γεγονός ότι βρίσκομαι με τέτοιες ομάδες έχει δώσει μια ισορροπία στη ζωή μου, μια συνείδηση και μια ενσυναίσθηση. Έχουν αλλάξει τα αντανακλαστικά μου σε σχέση με την καθημερινότητα, τον εαυτό μου και τους γύρω μου. Μπαίνοντας σε αυτές τις μικτές ομάδες δεν μαθαίνεις μόνο τι χρειάζεται ένα ανάπηρο άτομο, αλλά και τι χρειάζεται να κάνεις εσύ για να επικοινωνήσεις με ένα ανάπηρο άτομο. Είναι μια εξαιρετική διαδικασία αυτογνωσίας».
Η διερεύνηση των ορίων
«Αυτό που με δονεί τόσο έντονα σε αυτή τη δουλειά είναι το πώς διευρύνονται τα όρια», λέει η Βάσια Ζορμπαλή. «Βασικά, η ανακάλυψη των ορίων των αισθήσεών μας, ότι πρόκειται για ένα πεδίο πολύ πιο διευρυμένο από ό,τι νομίζουμε. Σε αυτή τη δουλειά, παράλληλα με το χτίσιμο ενός καλλιτεχνικού έργου χτίζεται ένας κώδικας επικοινωνίας που βασίζεται στην πολυ- αισθητηριακότητα. Δεν είναι απλώς ένα εργαλείο, είναι ένας μηχανισμός επιβίωσης».
Η ίδια έχει δημιουργήσει την εικαστική εγκατάσταση με τα μπαλόνια, που αποτελεί μια μετεξέλιξη της πτυχιακής της εργασίας στο μεταπτυχιακό της Σχολής Καλών Τεχνών. «Έχοντας ξεκινήσει από την επιστήμη της βιολογίας, πέρασα στο κομμάτι της κίνησης, την οποία διαρκώς αναζητώ», εξηγεί η Βάσια.
«Κίνηση είναι πάρα πολλά πράγματα. Εγώ κρατήθηκα κάπως από το κομμάτι του σύγχρονου χορού και της τεχνικής του partnering, το πώς δύο ή παραπάνω σώματα αλληλεπιδρούν και αλληλοϋποστηρίζονται προκειμένου να… –πολλές τελείες εδώ– να μετακινηθούν, να συν-κινηθούν, να… οτιδήποτε! Στη συνέχεια, μου προέκυψε μια ανάγκη να διευρύνω τι είναι αυτό το σώμα. Πρέπει να είναι μόνο κάτι οργανικό; Και κάπως έτσι βρέθηκα να κάνω το μεταπτυχιακό στην Καλών Τεχνών, όπου είπα ότι φεύγω από την οργανικότητα της ύλης και πάω στα υλικά και στον χώρο μέσα στον οποίο κινούμαστε».
«Τελειώνοντας το μεταπτυχιακό, καταλάβαινα ότι έχω μια ανάγκη να διερευνήσω κι άλλο την απτικότητα που βγάζει η ύλη και το τι σημαίνει σώμα», προσθέτει η Βάσια. «Αναζητούσα εντελώς διαισθητικά να επικοινωνήσω αυτή την απτικότητα με μια κοινότητα στην οποία ούτε εγώ είχα ξαναβρεθεί ποτέ. Και βρήκα τη Γιώτα, πήγα στο τρίμηνο εργαστήριο της ΕΛΣ όπου συνάντησα τον Χρήστο και την Όλγα, και κατάλαβα ότι μπροστά μας ανοίγεται ένας δρόμος και μπορεί να χαραχτεί μια επικοινωνία. Πρότεινα στη Γιώτα πολύ ανοιχτά να συνεργαστούμε και ξεκινήσαμε να πετάμε λέξεις-κλειδιά, κυκλικότητα, ήχος, θεραπευτικό, για να καταλήξουμε τελικά στην ιδέα του μπ(λ)αλούν».
Η σύνδεση της ομάδας
«Όλη η δουλειά για το μπ(λ)αλούν έγινε με την ομάδα», τονίζει η Γιώτα Πεκλάρη. «Όλη η περφόρμανς έχει βγει μέσα από έρευνα και ιδέες όλων μας. Τα πράγματα μας αποκαλύπτονταν σιγά σιγά, στην πορεία».
«Η κάθε καλλιτεχνική επιλογή προερχόταν από την ανάγκη για το πώς θα συνδεθεί η ομάδα», λέει ο Χρήστος Κουτσοβασίλης. «Θεωρώ τρομερή εμπειρία για μένα ότι μπορώ να συνδεθώ με την Όλγα χωρίς να τη βλέπω. Γιατί, τι είναι αυτή η παράσταση; Είναι ήχοι και κινήσεις. Σκέψου λοιπόν ότι οι ήχοι αυτοί συγχρονίζονται και από ανθρώπους που δεν τους ακούνε, όπως οι κινήσεις συντονίζονται και από ανθρώπους που δεν τις βλέπουν. Με κάποιον τρόπο πρέπει να γίνεις εσύ ο ήχος που δεν ακούει ο άλλος, και πρέπει να γίνεις εσύ η εικόνα που δεν βλέπει ο άλλος».
«Θέλουμε ο θεατής να αφουγκραστεί αυτό που έχει απέναντί του –όπως κάνουμε κι εμείς άλλωστε που συμμετέχουμε στην παράσταση– χωρίς να είναι απαραίτητη προϋπόθεση να το καταλάβει ή να του το εξηγήσει κάποιος. Θεατές της παράστασης είμαστε κι εμείς που συμμετέχουμε».
«Συνήθως όταν μιλάμε για μια παράσταση, μιλάμε για όραση και ακοή», προσθέτει ο Χρήστος, ο οποίος εργάζεται στον ΕΦΚΑ, αλλά αγαπάει γενικά τον χορό και έχει ασχοληθεί με διάφορα είδη, από παραδοσιακούς ελληνικούς μέχρι αργεντίνικο τάνγκο. «Αλλά θα σου πω το εξής: Όταν κάποιος που δεν βλέπει πλησιάζει έναν τοίχο, το καταλαβαίνει γιατί του “κόβει τον αέρα”. Το δέρμα σου το νιώθει αυτό, είναι μια αίσθηση αφής. Το μπ(λ)αλούν είναι μία αφορμή να αναθεωρήσει κανείς τη χρήση των αισθήσεών του, είτε συμμετέχει στην παράσταση είτε την παρακολουθεί. Το πώς έχει μάθει να χρησιμοποιεί τις αισθήσεις του και πόσο τελικά τις έχει ανάγκη, αν θέλεις, σε κάποια πράγματα. Υπάρχω όπως γίνομαι ορατός, υπάρχω όπως ακούγομαι, υπάρχω όπως…»
Πέρα από τον ήχο
Για την Όλγα Δαλέκου, που δεν ακούει, το φως είναι μια δόνηση που συμπεριλαμβάνει στην αντιληπτικότητά της. Η ίδια είναι ηθοποιός και η συμμετοχή της στο «μπ(λ)αλούν» σηματοδοτεί την πρώτη φορά που συνεργάζεται επαγγελματικά με μία μικτή ομάδα με ακούοντα και τυφλά άτομα.
Με τη βοήθεια της Γιώτας Πεκλάρη, που χρησιμοποιεί τη νοηματική, μου εξηγεί ότι μέσα από αυτό ανακάλυψε με τον καιρό πολλά για τον εαυτό της και για το πώς μπορεί να γίνει η σύνδεση ανάμεσα σε άτομα με ή χωρίς αναπηρίες, ώστε να γίνουν ομάδα. Όπως επισημαίνει, για να συνδεθεί με τον παλμό της ομάδας δεν χρειάζεται να τον ακούσει, γιατί ο παλμός είναι ορατός. «Μπορώ να τον νιώσω, να τον δω, να τον παράξω», είναι οι λέξεις που επιλέγει.
Η Όλγα αναγνωρίζει ότι δεν υπάρχουν πολλές παραστάσεις με ακουστική διερμηνεία τις οποίες θα μπορούσε να παρακολουθήσει ένα κωφό άτομο, κάτι που η ίδια επιθυμεί όχι μόνο να απολαύσει ως θεατής αλλά και να μελετήσει ως ηθοποιός. Την ίδια στιγμή, θεωρεί πολύ σημαντικό να υπάρχουν στις παραστάσεις κωφοί ερμηνευτές. «Όταν υπάρχει κωφός ερμηνευτής ή κωφή ερμηνεύτρια, τα άτομα με ακουστική βλάβη νιώθουν να συνδέονται με το έργο περισσότερο», επισημαίνει χαρακτηριστικά. «Νιώθουν ισότιμοι, νιώθουν ότι έχουν ορατότητα, νιώθουν ότι υπάρχουν. Δεν φτάνει μόνο να βάλουμε διερμηνεία σε ένα έργο, αν τα κωφά άτομα δεν συμμετέχουν ενεργά σε αυτό».
Μια διαφορετική προσβασιμότητα
Στα τέλη Φεβρουαρίου, σε μια πρώτη παρουσίαση μέρους του «μπ(λ)αλούν» που παρακολούθησαν κωφές φίλες της Όλγας, όχι μόνο εντυπωσιάστηκαν αλλά πραγματικά σοκαρίστηκαν που μπορούσαν να αντιληφθούν το έργο χωρίς να υπάρχει διερμηνεία ή υποτιτλισμός. «Ένιωσαν ότι ήταν μέσα σε αυτό, ότι συμμετείχαν», τονίζει η ίδια.
«Με ποιο τρόπο συνδέεις τυφλά άτομα με μια χορευτική παράσταση;» διερωτάται η Γιώτα Πεκλάρη. «Με ποιο τρόπο συνδέεις κωφά άτομα με μια μουσική παράσταση; Μέχρι τώρα, τουλάχιστον από όσο γνωρίζουμε εμείς στην Ελλάδα, υπάρχουν τα τυπικά εργαλεία προσβασιμότητας: η ακουστική περιγραφή, η διερμηνεία, ο υποτιτλισμός/υπερτιτλισμός. Δεν είναι όμως ακριβώς τα κατάλληλα. Για παράδειγμα, η ακουστική περιγραφή προσπαθεί να είναι ουδέτερη και απλά να περιγράφει αυτό που βλέπει χωρίς να το ερμηνεύει. Όταν όμως βλέπω μια παράσταση, δεν βλέπω μεμονωμένες κινήσεις. Βλέπω ένα σύνολο και όλο αυτό δημιουργεί κάτι στο συναίσθημά μου. Όσο και να το περιγράψω, δεν δημιουργεί την ίδια αντίδραση. Εμείς προσπαθήσαμε να τα αποφύγουμε όλα αυτά. Προσπαθήσαμε τα ερεθίσματα που δίνουμε να καταλήγουν αυτούσια, ως έχουν στον δέκτη. Η παράστασή μας δεν έχει διερμηνεία, δεν έχει ακουστική περιγραφή, δεν έχει υπότιλους. Θεωρούμε όμως ότι είναι προσβάσιμη! Αυτή είναι η κατεύθυνση».
«Η δυσκολία στην προκειμένη για τους θεατές με οπτική βλάβη νομίζω έχει να κάνει με το κατά πόσο το κλασικό εργαλείο προσβασιμότητας που λέγεται ακουστική περιγραφή είναι ικανό να αποδώσει το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα», προσθέτει ο Χρήστος.
«Ή θα έχεις μια άρτια ακουστική περιγραφή, με κίνδυνο όμως να μην αποδοθεί το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα όπως ενδεχομένως θέλει ο δημιουργός ή όπως θα ήθελε ο ίδιος ο θεατής, ή το ανάποδο. Αυτά τα δύο θεωρώ ότι μπορούν να συνυπάρξουν. Δεν πάμε να υποκαταστήσουμε τα κλασικά εργαλεία προσβασιμότητας. Απλά η γνώμη μου είναι ότι όσο λιγότερο εξαρτάσαι από αυτά, τόσο περισσότερο ενεργοποιείς τα αισθητήριά σου για να αφουγκραστείς αυτό που συμβαίνει εκείνη την ώρα μπροστά σου. Πάμε λίγο να απεξαρτηθούμε από το αυστηρά τεχνικό κομμάτι προσβασιμότητας και να δώσουμε αίσθηση. Θέλουμε ο άλλος να το νιώσει χωρίς να το καταλαβαίνει. Θέλουμε να το αφουγκράζεται χωρίς να μπορεί να το εξηγήσει».
Παράσταση ή επανάσταση;
Η Νατάσα Χαντά-Μάρτιν έρχεται στο ραντεβού αργοπορημένη και μπαίνει τελευταία στη συζήτηση. Τι είναι για σένα το «μπ(λ)αλούν»; τη ρωτάω. «Είναι μια επανάσταση!» απαντάει μεταξύ αστείου και σοβαρού. «Σίγουρα το μπ(λ)αλούν μπαίνει σε πάρα πολλά καλλιτεχνικά πεδία, δηλαδή χωράει να μιλήσει και σε ένα εικαστικό περιβάλλον, και σε ένα περιβάλλον σύγχρονου χορού, σε ένα μουσικό περιβάλλον, σε ένα περιβάλλον κρουστικού χορού που λέμε εμείς στους body percussionists. Έχει από μόνο του σωματική πολυμορφία που έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον, γιατί σε οντισιόν δεν θα μας παίρνανε όλους μαζί για να φτιάξουμε ομάδα. Είμαστε ετερόκλητα σώματα τελείως, και αυτό προσδίδει κάτι στη νέα γεωμετρία που δίνουμε στα πράγματα».
Η Νατάσα ξεκίνησε να ασχολείται με τον χορό από πολύ μικρή ηλικία, δυόμισι χρονών. «Έκανα φωνητική από μικρή ηλικία, τραγουδούσα και άρχισε να γίνεται πιο μουσικό το σώμα μου, λέει η ίδια. «Από τα 17 μου και μετά επικεντρώθηκα στις ρυθμικές τέχνες, αυτό που λέω μουσική του σώματος. Παράλληλα, σπούδασα Κοινωνιολογία στο Πάντειο και συνέχισα με ένα μεταπτυχιακό ανθρωπολογίας, χορού και εθνοχορολογίας. Με ενδιαφέρει και το κομμάτι της έρευνας, των ενσώματων πρακτικών γενικότερα, το πώς ο χορός μπορεί να είναι εργαλείο για κοινωνική αλλαγή, και πώς τα κοινωνικά ζητήματα φαίνονται μέσα στα χορευτικά ιδιώματα».
Για να χαρακτηρίσει τελικά το «μπ(λ)αλούν» επιλέγει μια αγγλική φράση: «Είναι act of labour. Σαν να σκάβεις με μια τσουγκράνα για να δεις τι υπάρχει από κάτω. Εκεί που νομίζεις ότι έχεις φτάσει κάπου, καταλαβαίνεις ότι έχει κι άλλο να δώσει, γιατί ούτε εσύ ξέρεις ακόμα τι ψάχνεις. Κι όσο περνάει ο καιρός, για μένα είναι σαν να έχει ξυστεί απλά λίγο η επιφάνεια. Υπάρχει πολύ πράγμα από κάτω».
- ΠΛΥΦΑ: Κορυτσάς 39, Βοτανικός, 104 47, Αθήνα.
- ΩΡΕΣ ΕΝΑΡΞΗΣ: Σάββατο & Κυριακή στις 12.00, 13.00 και 14.00, Δευτέρα στις 18.30, 19.30 και 20.30. Κλείσε εισιτήρια