ΥΠΑΡΧΟΥΝ «ΦΙΛΙΚΟΙ ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟΙ» ΣΤΙΣ ΦΙΛΙΕΣ;
Υφίστανται «φιλικοί τερματισμοί» στις φιλίες; Δεν ξέρω. Αλλά θα ήταν ευχής έργον να υπάρχουν.
Ένα μεστό κειμενάκι δέκα σειρών ήταν η αφορμή για το σημερινό σημείωμα. Ωραίο κείμενο. Απ’ αυτά που με γοητεύουν και για τα οποία είχα γράψει προ ετών στο φιλόξενο Νews 24/7, με τίτλο «Τα ωραία κείμενα (των άλλων)». Επιτρέψτε μου να παραθέσω την εισαγωγή:
«Τα διαβάζεις και ευφραίνεσαι. Κείμενα εκρηκτικά, με τις λέξεις να καλπάζουν σαν άλογα, κείμενα ήσυχα σαν καλοκαιριάτικα μεσημέρια στην εξοχή, γραμμές αφομοιωμένης γνώσης και σπινθηροβόλων εξάρσεων, κείμενα που κάνουν follow up στις δικές σου σκέψεις, κείμενα ανεκτίμητης λογιοσύνης, κείμενα πολύτιμα που τα καταχωρίζεις αμέσως στα τιμαλφή».
Συγγραφέας του ήσυχου κειμένου που με κέντρισε είναι ο Κώστας Κουτσουρέλης, μια ιδιαίτερη περίπτωση στα σύγχρονα γράμματα: ποίηση, δοκίμια, μελέτες, μεταφράσεις, θεατρικά. Ρέκτης, πολυγραφότατος και δεινός γραφιάς, αρθρογραφεί κατά καιρούς σε εφημερίδες, περιοδικά και σάιτ. Σήμερα, πέραν του πολύμορφου έργου του, διευθύνει το «Νέο Πλανόδιον». Ας δούμε, όμως, το περί ου ο λόγος κείμενό του:
«Φιλικά διαζύγια και φιλικοί χωρισμοί υπάρχουν. Ίσως όχι τόσο πολλά και τόσο πολλοί όσο κάποιοι πιστεύουν, όμως υπάρχουν. Φιλικοί τερματισμοί της φιλίας, δεν ξέρω. Πώς διακόπτει κανείς “ευγενικά”, “πολιτισμένα”, σχέσεις βιωματικές που τον συνόδευαν μπορεί και δεκαετίες ολόκληρες; Χωρίς αλληλοκατηγορίες και εκατέρωθεν πικρίες, χωρίς αμηχανίες και απορίες ισοβίως αναπάντητες, χωρίς δράματα; Πόσο δύσκολο είναι δύο πρώην φίλοι, και εννοώ φίλοι στενοί, όχι απ' αυτούς που σιγά σιγά γλιστρούν βολικά στην αδιαφορία, να παραδεχθούν φανερά ο ένας στον άλλο ότι ως άνθρωποι έχουν απλούστατα αλλάξει, και όχι προς την ίδια κατεύθυνση;»
Υπάρχουν «φιλικοί τερματισμοί» στις φιλίες;
Διαβάζοντας το κείμενο αυτό θυμήθηκα την παινεμένη ταινία «Τα πνεύματα του Ινισέριν». Η πολύχρονη ανέφελη φιλία του Κoλμ και του Παντράικ διαλύεται ξαφνικά, όταν ο πρώτος «θέλει να απελευθερωθεί» για να αφοσιωθεί στη μουσική του (είναι βιολιστής).
Δεν υπήρξε καμία αφορμή, τίποτε επιλήψιμο εκ μέρους του φίλου του (Παντράικ), ο οποίος αιφνιδιάστηκε και επέμενε να αναρωτιέται, να τον ρωτάει επίμονα τι συμβαίνει και να μη λέει να απομακρυνθεί, όπως του ζητούσε ο Κoλμ.
Επειδή επέμενε φορτικά, ο βιολιστής του είπε ότι αν συνεχίσει, θα αρχίσει να κόβει τα δάχτυλά του, κάτι που άρχισε να κάνει! Υπόψιν ότι ο Κoλμ, ο βιολιστής δηλαδή, συνέχισε να κάνει παρέα με τους υπόλοιπους συγχωριανούς στο μπαρ του μικρού Ιρλανδικού χωριού. Μονάχα τον επιστήθιο φίλο του δεν ήθελε πια να βλέπει.
Λυπάμαι, αλλά πρόκειται για εγκεφαλικό εύρημα. Για κατασκευή που βρίσκεται στον αέρα. Καμία πειστική εξήγηση για το ξαφνικό τέλος μιας δοκιμασμένης φιλίας. Συγχωρέστε με, αλλά τίποτε σημαντικό και συγκινητικό δεν βρήκα στον βασικό πυρήνα της ταινίας.
Τίποτε! Ούτε φυσικά είχαν οποιοδήποτε ενδιαφέρον οι φευγαλέες αναφορές στον ιρλανδικό εμφύλιο. Η καλή σκηνοθεσία και οι έξοχες ερμηνείες (Μπρένταν Γκλίσον, Κόλιν Φάρελ, Μπάρυ Κιόγκαν κ.ά.) αδυνατούν να σώσουν την υμνηθείσα, αλλά τόσο υπερεκτιμημένη ταινία.
Και νάτος εδώ ο Κουτσουρέλης να πραγματεύεται το μείζον αυτό θέμα, τη διάλυση μιας πολυετούς πραγματικής φιλίας –διάλυση δίχως αλληλοκατηγορίες και δράματα– και να λέει ότι ο λόγος είναι το ότι οι δυο φίλοι «ως άνθρωποι έχουν απλούστατα αλλάξει, και όχι προς την ίδια κατεύθυνση».
Τα ερωτηματικά που θέτει, ουσιαστικά επικυρώνουν την λογική σκέψη (του) ότι όντως είναι πολύ δύσκολο, άχθος μεγάλος που προκαλεί ίλιγγο, να παραδεχθούν φανερά ο ένας στον άλλον ότι ο λόγος της διάλυσης είναι το «ότι απλούστατα αλλάξαμε».
Απαιτεί σθένος και γενναιότητα να το πεις. Δεν είναι παίξε-γέλασε ολόκληρη ζωή κοινών απόψεων (πολιτικών, κοινωνικών, αισθητικών, υπαρξιακών κ.ά.) να χάνει μια μέρα το «κοινόν» και να φωταγωγεί δρόμους διαφορετικών κατευθύνσεων.
Ο Κουτσουρέλης δεν αφήνει να εννοηθεί ότι υπεισέρχονται διαλυτικά λόγοι φτηνοί (π.χ. ο ένας πλούτισε και άλλαξε ζωή, δηλαδή συνήθειες, φίλους και συμπεριφορά). Άρρητα παραπέμπει στην αργή και βασανιστική διαδικασία του ανιδιοτελούς αναθεωρείν, που χτίζει σταθερά έναν νέο εσωτερικό κόσμο, ένα καινούργιο credo, αναιρετικό εδραίων απόψεων, θέσεων και θεωρήσεων. Διαδικασία που αποτυπώνεται ως τελική έκβαση στη λέξη «άλλαξα».
Η εξόχως προσωπική και μυστική αυτή διεργασία θέτει σε δεινή δοκιμασία εκείνον που αναθεωρεί και αλλάζει. Προβληματίζεται και πάσχει όταν διαπιστώνει ότι προσωπικοί ήρωες του παρελθόντος (φιλόσοφοι, λογοτέχνες, μουσικοί, πολιτικοί κ.ά.), ήρωες και για τον φίλο του, δεν λάμπουν πια μέσα του, δεν τον συγκινούν και τους έχει οριστικά κατεβάσει από το εικονοστάσι του. Όμως το παίρνει απόφαση. Και προχωρεί.
Προσοχή εδώ. Τέτοιου είδους δραστική αλλαγή δεν έχει σχέση με τους κύκλους που κλείνουν όταν διανύονται ορισμένα πεδία, λόγου χάριν μουσικά, και περνάς σε άλλα (π.χ. από τη ροκ στην τζαζ ή από τα πολυφωνικά του Μεσαίωνα στην Όπερα).
Έρχεται, λοιπόν, μια στιγμή που ενώ έχει κατασταλάξει και βαδίζει σε νέους δρόμους, δεν δυσκολεύεται απλώς, αλλά αδυνατεί να συζητήσει ανοιχτά και να συγκρουστεί με τον φίλο του. Ξέρει ότι δεν έχει νόημα, καθώς ο νέος κόσμος και προσανατολισμός του δεν αφορά πλέον μια επιμέρους διαφωνία. Αλλά μια νέα κατεύθυνση ζωής.
Διαφωνίες υπήρχαν πάντοτε. Όμως δεν αφορούσαν τον βασικό πυρήνα των αξιακών φορτίων και της κοινής κοσμοθεώρησης. Αλλά τώρα; Τώρα που οι προσωπικοί συγκλονισμοί έφεραν τα πάνω κάτω, πώς να το παραδεχτείς όταν ευλόγως αγωνιάς μη και σου πει ο φίλος σου εκείνο το φρικώδες, το πικρό «δεν σε αναγνωρίζω»; Ή να το πεις εσύ στον άλλον. Ίδια η σκληρή δοκιμασία.
Ναι, είναι εξαιρετικά δύσκολο να το παραδεχθούν φανερά ο ένας στον άλλον. Αλλά είναι η μόνη αξιοπρεπής λύση, την οποία θα επικροτήσει και το «κοινόν» της βιωμένης φιλίας: οι δοκιμασμένες αντοχές, τα αναλλοίωτα χαρακτηρολογικά στοιχεία (π.χ. ανιδιοτέλεια, σθένος) και προπάντων ο σεβασμός στην ελεύθερη βούληση. Που δεν επιτρέπει μικρότητες, κακολογίες και κακοήθεις αποφάνσεις.
Υφίστανται τέτοιοι «φιλικοί τερματισμοί της φιλίας»; Δεν ξέρω. Αλλά θα ήταν ευχής έργον να υπάρχουν.