«BLONDE»: Η ΠΙΟ ΑΜΦΙΛΕΓΟΜΕΝΗ ΤΑΙΝΙΑ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ
Στο «Blonde», τη νέα κινηματογραφική ενσάρκωση της Μέριλιν Μονρόε, η ζωή της θρυλικής σταρ παρουσιάζεται με τρόπο που έχει προκαλέσει πολλές επικρίσεις. Είναι ένα λαμπρό έργο κινηματογραφικής τέχνης ή μια προσπάθεια εκμετάλλευσης του μύθου της;
«Δεδομένης όλης της κακομεταχείρισης και της φρίκης που υπέμεινε η Μέριλιν Μονρόε κατά τη διάρκεια των 36 της χρόνων [...] είναι ανακούφιση που δεν χρειάστηκε να υποφέρει τις χυδαιότητες του “Blonde”, της τελευταίας νεκροφιλικής διασκέδασης που την εκμεταλλεύεται», έγραψε η κριτικός κινηματογράφου των New York Times Manohla Dargis για την ταινία «Blonde».
Το «Blonde», ήδη από την πρώτη του προβολή στο πρόσφατο φεστιβάλ Βενετίας και πολύ περισσότερο μετά τη διάθεσή του στην πλατφόρμα του Netflix από τις 28 Σεπτεμβρίου, έχει εγείρει θύελλα αντιδράσεων και αποτελεί ίσως την πιο αμφιλεγόμενη ταινία της χρονιάς.
Το φιλμ, διάρκειας 165΄, σε σκηνοθεσία και σεναριακή προσαρμογή του αξιόλογου Άντριου Ντόμινικ, βασίζεται στην ομώνυμη μυθιστορηματική βιογραφία της Τζόις Κάρολ Όουτς, η οποία είναι ογκώδης, άνω των 700 σελίδων και είχε κυκλοφορήσει στα ελληνικά με τίτλο «Η Ξανθιά», από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Με τον όρο μυθιστορηματική βιογραφία γίνεται σαφές ότι δεν ακολουθούνται πιστά τα γεγονότα της ζωής της βιογραφούμενης και ότι έχουν ληφθεί ορισμένες ελευθερίες στη διαχείρισή τους.
Πρόκειται, λοιπόν, περισσότερο για ένα ψυχογράφημα της Μέριλιν Μονρόε (την οποία υποδύεται η Άνα ντε Άρμας), παρά για μια βιογραφία πιστή στα γεγονότα. Παρ’ όλα αυτά, κατά τη διάρκεια της ταινίας παρελαύνουν όλα τα πρόσωπα που συνθέτουν τον μύθο της σταρ: ο δεύτερος σύζυγός της και αστέρας του μπέιζμπολ Τζο Ντι Μάτζιο, ο τρίτος σύζυγός της και σημαντικός θεατρικός συγγραφέας Άρθουρ Μίλερ, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζον Κένεντι –με τον οποίο είχε ερωτικές σχέσεις– και πολλοί άλλοι. Το πρόβλημα της ταινίας όμως δεν βρίσκεται στην έλλειψη «ιστορικής» πιστότητας.
Η βασανισμένη Μέριλιν του «Blonde»
Η Άνα ντε Άρμας ενσαρκώνει την Μέριλιν Μονρόε ως μια γυναίκα βασανισμένη από τα παιδικά της χρόνια, που βρίσκεται διαρκώς στα όρια της ψυχολογικής και σωματικής κατάρρευσης. Πίσω από τη λαμπερή και πάντα χαμογελαστή σταρ υπάρχει το εύθραυστο κορίτσι: Δεν γνώρισε πατέρα, υπήρξε θύμα κακοποίησης από την αλκοολική και ψυχικά διαταραγμένη μητέρα της, θύμα βιασμού από τον κύριο Ζι (υπονοείται ο πρόεδρος των κινηματογραφικών στούντιο της 20th Century Fox Darryl F. Zanuck) και ξυλοδαρμών από τον σύζυγό της Τζο Ντι Μάτζιο, που δεν αντέχει τον πόθο του κοινού για την Μέριλιν και ξεσπάει πάνω της. Τρεις εκτρώσεις για διαφορετικούς λόγους (καριέρα, ατύχημα, η εικόνα του προέδρου Κένεντι) της στερούν τη μητρότητα. Η ίδια πέφτει σε καταχρήσεις, γίνεται sex toy του Τζον Κένεντι και οδηγείται σε πρόωρο θάνατο.
Η Νόρμα Τζιν Μπέικερ –όπως ήταν το πραγματικό όνομα της Μονρόε– παρουσιάζεται σαν μια γυναίκα που προσπαθεί να αντέξει τη σκληρότητα που την περιβάλλει, έρμαιο μιας ανδροκρατούμενης, ανθρωποφαγικής κοινωνίας, που την αντιμετωπίζει σαν ένα σεξουαλικό αντικείμενο. Και εδώ αρχίζουν οι επικρίσεις – όχι άδικα.
Η μονοδιάστατη οπτική του «Blonde»
Κατά τη διάρκεια της ταινίας, δεν γίνεται σαφές αν υπάρχει κάποιος άλλος λόγος για τον οποίο η Μέριλιν Μονρόε έγινε μία από τις μεγαλύτερες σταρ στην ιστορία του κινηματογράφου, εκτός από έναν: Ήταν πολύ όμορφη και οι άντρες την ποθούσαν. Αποκτά ρόλους και φήμη μετά τη σεξουαλική κακοποίηση από τον παραγωγό. Δεν υπάρχει καμία αναφορά στο ταλέντο της Μέριλιν, ήταν απλά μια ωραία ξανθιά. Ένα θύμα της μοίρας που αναζητά τον πατέρα που δεν γνώρισε στους άντρες που την περιβάλλουν. Εξαίρεση αποτελεί η παρουσίαση της γνωριμίας της με τον Άρθουρ Μίλερ, που φαίνεται ότι διακρίνει την πραγματική της υπόσταση και έλκεται από αυτήν.
Μια επίσης ατυχής επιλογή είναι η εύκολη, πρώτου επιπέδου χρήση της ψυχολογίας. Λόγω της έλλειψης του πατέρα, η Μονρόε απευθύνεται στους ερωτικούς της συντρόφους με το αμήχανο και κάπως άρρωστο «daddy». Δηλαδή –μοιάζει να μας λέει η ταινία– πρόκειται για ένα κατασκευασμένο από τα στούντιο sex symbol, που δεν μπορεί να αντέξει το βάρος της φήμης της και την ίδια της την εικόνα.
Τι λέει η συγγραφέας του βιβλίου
Η συγγραφέας του βιβλίου, Τζόις Κάρολ Όουτς, απαντώντας στις επικρίσεις δήλωσε πρόσφατα στο Twitter της: «Νομίζω ότι ήταν/είναι ένα λαμπρό έργο κινηματογραφικής τέχνης, προφανώς όχι για όλους. Έκπληξη προκαλεί το γεγονός ότι στη μετά #MeToo εποχή η έντονη έκθεση της σεξουαλικής αρπακτικής συμπεριφοράς στο Χόλιγουντ έχει ερμηνευτεί ως “εκμετάλλευση”. Σίγουρα ο Άντριου Ντόμινικ ήθελε να πει την ιστορία της Νόρμα Τζιν με ειλικρίνεια».
«Για τη νεαρή στάρλετ Νόρμα Τζιν Μπέικερ, δεν υπήρχε πιθανότητα να «αφηγηθεί» ή να «αναφέρει» έναν βιασμό. Κανείς δεν την πίστευε, ούτε θα νοιαζόταν. Θα είχε εκδιωχθεί από το στούντιο και θα είχε μπει στη μαύρη λίστα. Έτσι, η ταινία «Blonde» αποκαλύπτει τον βιασμό, 50 ή 60 χρόνια αργότερα», έγραψε η Όουτς.
«Η σκληρή εκμετάλλευση της Μέριλιν Μονρόε από, μεταξύ άλλων, τον Τζον Φ. Κένεντι είναι πολύ γνωστή στους βιογράφους τόσο της Μέριλιν Μονρόε όσο και του Κένεντι. Αλλά η μεταφορά στην οθόνη είναι δύσκολη για ορισμένους θεατές, γι’ αυτό προτείνω απλώς να μην τη δουν. Κάποιοι βλέπουν την έκθεση της σεξουαλικής κακοποίησης της Μέριλιν Μονρόε ως “εκμετάλλευση” και άλλοι τη βλέπουν ως αποκάλυψη του τρόπου με τον οποίο μια ταλαντούχα νεαρή γυναίκα αντιμετωπίστηκε στο Χόλιγουντ και αλλού, πριν από το #MeToo».
Η ανδρική ματιά του σκηνοθέτη
Ο Άντριου Ντόμινικ έχει εστιάσει μέχρι στιγμής στην καριέρα του σε ανδρικούς χαρακτήρες και ανδροκρατούμενα περιβάλλοντα: στον κόσμο του εγκλήματος και της φυλακής, με οδηγό τον ομώνυμο χαρακτήρα στο «Chopper» του 2000, στον κόσμο των παρανόμων της Άγριας Δύσης στο νεο-γουέστερν «Η δολοφονία του Τζέσε Τζέιμς από τον δειλό Ρόμπερτ Φορντ», του 2007, και πάλι στον κόσμο των παρανόμων στο νεο-νουάρ «Killing them softly», του 2012.
Στο «Blonde» είναι η πρώτη φορά που ο κεντρικός χαρακτήρας ταινίας του είναι γυναίκα. Κάποιος καχύποπτος θα έλεγε ότι αυτό γίνεται λόγω της «ζήτησης» φεμινιστικών θεματικών στη μετά #MeToo εποχή. Δεν καταφέρνει όμως να αποβάλει την ανδρική του ματιά και κυρίως αναλώνεται σε στιλιστικές επιλογές, όπως οι ακατανόητες μεταβάσεις από ασπρόμαυρο σε έγχρωμο – ο ίδιος έχει πει σε συνέντευξή του ότι «δεν υπάρχει λογική σε αυτές τις μεταβάσεις». Ή για τις αλλαγές του aspect ratio, των διαστάσεων του κάδρου, με τις οποίες λέει ότι «ήθελε να τη φυλακίσει [τη Μέριλιν] στο συλλογικό ασυνείδητο».
Πράγματι, η Νόρμα Τζιν μοιάζει φυλακισμένη στην κατασκευασμένη εικόνα της Μέριλιν, προορισμένη να είναι το αιώνιο θύμα των αντρών που βρίσκονται στη ζωή της. Η Άνα ντε Άρμας είναι το πιο δυνατό στοιχείο της ταινίας, δίνοντας μια ερμηνεία που θα φτάσει στα φετινά Όσκαρ, εκτός αν τη βλάψουν οι αρνητικές κριτικές για την ταινία στο σύνολό της.
Ο Δημήτρης Καλακίδης είναι θεατρολόγος και δραματουργός.