Φωτογραφία: Γκέλυ Καλαμπάκα

ΑΝΝΑ ΜΑΣΧΑ: «ΘΕΛΩ ΝΑ ΚΑΝΩ ΠΑΝΤΑ ΤΟ ΣΩΣΤΟ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΜΕΓΑΛΟ ΒΑΣΑΝΟ»

Η Άννα Μάσχα είναι τόσο καλή, σχεδόν σαν να μην είναι αληθινή! Χάρισμα μοναδικό, ενσυναίσθηση και διακριτικότητα, αφοσίωση και σεμνότητα.

Την παρακολουθώ από την εποχή του θεάτρου Αμόρε, σταθερά και αμετακίνητα. Τη θαυμάζω βαθιά, τόσο που στη συνάντησή μας ένιωθα και κάπως αμήχανα, κάτι που δεν μου συμβαίνει σχεδόν ποτέ. Όταν τη βλέπω στη σκηνή ή και στην οθόνη, αλλά ακόμη κι όταν μου εξηγεί κάτι εκ του σύνεγγυς, η Άννα Μάσχα με συγκινεί αληθινά τόσο, που νιώθω πως δακρύζω. Αγγίζει την ουσία κατάκαρδα, αγγίζει τα ανθρώπινα, τα μύχια, τα ευαίσθητα. Με αυτόν τον απαλό και σκληρό και σοβαρό και αβίαστο τρόπο.

Η σπουδαία Ελληνίδα ηθοποιός φέτος είναι μια σπαρακτική μάνα στο θέατρο, στο «Ήταν όλοι τους παιδιά μου», το αριστούργημα του Άρθουρ Μίλλερ που σκηνοθετεί ο Γιώργος Νανούρης. Η Άννα Μάσχα είναι επίσης μια κανονική μάνα στη ζωή. Με όσα αυτό σημαίνει για χαρές και αγωνίες.

– Μετά από τόσους ρόλους σε θέατρο και τηλεόραση, το κίνητρο για να αφιερωθείτε σε μια δουλειά παραμένει ψυχικά το ίδιο; Προσπαθείτε να το ανανεώνετε ή απλώς αυτή είναι η δουλειά σας και την κάνετε;

Σίγουρα ισχύει το τελευταίο που είπατε, ότι και ο ηθοποιός έχει μια δουλειά να κάνει και την κάνει. Επειδή όμως αυτή η δουλειά δεν είναι για να χτυπάς κάρτα, δηλαδή πρέπει να έχεις κάποια αγάπη, κάποια επιθυμία για αυτήν, βρίσκουμε τρόπους να ανανεώνουμε το κίνητρό μας – άλλοτε είναι το έργο, άλλοτε είναι οι συνεργάτες, τις περισσότερες φορές είναι ο ρόλος, κάτι σε αυτόν που μπορεί να μας παθιάσει. Όσο καλύτερες λοιπόν είναι αυτές οι συνθήκες, τόσο περισσότερο θα σε συντηρήσουν, αν έχεις να βγάλεις στο θέατρο μια σεζόν.

Άννα Μάσχα
Η Άννα Μάσχα στο καμαρίνι της. Φωτογραφία: Δημήτρης Παπαδόπουλος
Η Άννα Μάσχα στο καμαρίνι της.

– Υπάρχουν ρόλοι ή έργα που σας έχουν «μετακινήσει» όσον αφορά τη φιλοσοφία, το μυαλό, την ψυχή σας;

Δεν το έχω σκεφτεί ποτέ έτσι. Το σίγουρο είναι ότι με κάποιους ρόλους συνδέεσαι περισσότερο από άλλους τον καιρό που τους παίζεις, υπάρχει ένα δυνατό αλισβερίσι, το οποίο μετά δεν ξέρω τι μπορεί να κληροδοτήσει. Διότι υπάρχει και η εξής παράμετρος: οι ρόλοι που παίζουμε δεν έχουν όλοι να κάνουν με φωτισμένους ανθρώπους. Μπορεί να το λέω μεταξύ αστείου και σοβαρού, αλλά οι περισσότεροι είναι άνθρωποι που έχουν κάνει το ένα λάθος μετά το άλλο, που στο τέλος τα πληρώνουν με τον χειρότερο τρόπο, οπότε δεν είναι και παραδείγματα προς μίμηση. Θέλω να πω ότι συχνά με επηρεάζουν αρνητικά και όχι θετικά.

– Από τη μεριά του θεατή, πάντως, θα έλεγα ότι διάφορες παραστάσεις με έχουν βοηθήσει να εξηγήσω πράγματα που μπορεί να έχω δει σε ανθρώπους δίπλα μου και που δεν θα δικαιολογούσα στη ζωή, ενώ το θέατρο έχει έναν τρόπο να τα δικαιολογεί και να τα εξηγεί.

Το καταλαβαίνω αυτό και έτσι συμβαίνει, αλλά να πούμε ότι το θέατρο ασχολείται με πολύ ανεπαρκείς χαρακτήρες, όπως όλοι είμαστε βέβαια, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Πραγματικά όμως, αυτή η προσομοίωση σε κάνει να έχεις μεγαλύτερη κατανόηση και χαίρομαι αν αισθάνεται έτσι το κοινό μιας παράστασης, γιατί αυτό είναι ο συναυτουργός μας. Εξάλλου, για τον θεατή γίνονται όλα αυτά, εμείς οι ηθοποιοί παραείμαστε κοντά στο πάθος. Σαφώς έχουμε έναν έλεγχο πάνω στα πράγματα, αλλά όχι την απόσταση που έχει ο θεατής.

Ήταν όλοι τους παιδιά μου
Η Άννα Μάσχα με τον Γιώργο Γάλλο στο «Ήταν όλοι τους παιδιά μου». Φωτογραφία: Γκέλυ Καλαμπάκα
Η Άννα Μάσχα με τον Γιώργο Γάλλο στο «Ήταν όλοι τους παιδιά μου».

– Μπορεί κάποιοι ρόλοι να μη σας αρέσουν ή να μην μπορείτε να βρείτε μέσα σε αυτούς δικά σας στοιχεία;

Μπορεί αρχικά να μη μου αρέσουν ή να με δυσκολεύουν πολύ – ή το αντίθετο. Μπορεί να είναι και πολύ εύκολο να προσεγγίσεις κάτι που δεν σου «μοιάζει» αρχικά. Γενικά όμως πιστεύω ότι σε όλους τους ρόλους βρίσκεις κάτι γνώριμο, αν είσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου. Ακόμα και στον χειρότερο εγκληματία, κάτι θα βρεις που ίσως το έχεις κι εσύ, δηλαδή κάτι που ενδεχομένως θα εκφραζόταν αν έβρισκε την κατάλληλη συνθήκη. Πολλές φορές οι ρόλοι που είναι πιο κοντά σου, είναι και πιο δύσκολοι – αν βλέπεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη εντελώς. Κάθε ρόλος είναι και μια διαφορετική οντότητα – κάποια μπορεί να μην είναι και τόσο σπουδαία, αλλά να νιώθεις όμορφα καθώς την παίζεις ή και το αντίθετο.

– Η απόφαση να γίνετε ηθοποιός ήταν συνειδητή, μετά από σκέψη, ή οδηγηθήκατε εκεί ίσως και τυχαία;

Φαινομενικά ήταν τυχαίο το πώς πέρασα την πόρτα της δραματικής σχολής, με την έννοια ότι δεν ήταν κάτι συνειδητό που το ήθελα από παλιά και είχε κατασταλάξει μέσα μου. Θέατρο είχα δει ελάχιστα στη ζωή μου ως τότε. Μέχρι την Γ’ Λυκείου, ζήτημα ήταν αν είχα δει πέντε παραστάσεις όλες κι όλες. Εντωμεταξύ η μητέρα μου ήταν πολύ θεατρόφιλη, είχε δώσει κι αυτή εξετάσεις στο Εθνικό, όταν ήταν νέα, και είχε περάσει στον πρώτο γύρο. Στον δεύτερο  κάτι έγινε, δεν τα πήγε καλά και της είπαν να προσπαθήσει πάλι του χρόνου. Μετά όμως γνώρισε τον μπαμπά μου, ο οποίος της είπε να μην ασχοληθεί καλύτερα με αυτό, και εγώ μεγάλωσα με ιστορίες της μαμάς μου από παραστάσεις με τη Μελίνα, τον Φέρτη – ό,τι παραστάσεις είχε δει στο θέατρο και ό,τι ταινίες είχε παρακολουθήσει στον κινηματογράφο μού τις διηγούνταν.

Άννα Μάσχα
Η Άννα Μάσχα ετοιμάζεται να βγει στη σκηνή. Φωτογραφία: Δημήτρης Παπαδόπουλος
Η Άννα Μάσχα ετοιμάζεται να βγει στη σκηνή.

Ένα καλοκαίρι, στην κατασκήνωση που είχα πάει, έκανα ένα μονόπρακτο – αυτή ήταν η πρώτη επαφή μου με το θέατρο. Αργότερα παρακολούθησα δυο-τρεις παραστάσεις, μία από τις οποίες ήταν η γιαπωνέζικη «Μήδεια», στην Α’ Λυκείου. Το διάβασα στην εφημερίδα και είπα στη μητέρα μου ότι έπρεπε να πάμε να το δούμε – όσο παράξενο κι αν φαινόταν.

Στη Γ’ Λυκείου, επειδή ήμουν πάρα πολύ καλή μαθήτρια, είχα αποφασίσει να δώσω εξετάσεις για να περάσω στο Ιστορικό-Αρχαιολογικό. Τελευταία στιγμή όμως αποφάσισα να πάω για Αγγλική Φιλολογία, διότι εκείνη τη χρονιά, κάθε Δευτέρα παιζόταν στην ΕΡΤ ένα έργο του Σαίξπηρ. Προφανώς αυτό που με συγκλόνιζε κάθε φορά ήταν η υποκριτική. Τότε όμως θεώρησα ότι θέλω να μιλήσω τα αγγλικά του Σαίξπηρ, άρα έβαλα πρώτη στις επιλογές μου την Αγγλική Φιλολογία, στην οποία και πέρασα.

Στο δεύτερο έτος της σχολής, κάποια στιγμή κάναμε ένα θεατρικό, στο οποίο βέβαια πήρα μέρος. Ήταν το «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας» και όσοι με είδαν μου είπαν ότι έπρεπε να σκεφτώ μήπως πάω σε δραματική σχολή, επειδή ήμουν καλή. Έτσι πήγα στο Εθνικό, χωρίς ιδιαίτερη προετοιμασία, αλλά πέρασα. Αν δεν περνούσα στις εξετάσεις εκείνη τη φορά, δεν είμαι σίγουρη ότι θα προσπαθούσα πάλι, αλλά τα βήματα τελικά εκεί οδήγησαν.

– Ποιοι ήταν οι πρώτοι άνθρωποι που σας «ξεκλείδωσαν»;

Κάποιοι καθηγητές στη σχολή, όπως ο Γιώργος Μιχαηλίδης. Εμφύσησε σε όλους εμάς τους μαθητές το πάθος για αυτή τη δουλειά. Γιατί ειδικά αν είσαι νέος, τι έχεις να προσφέρεις σε αυτή τη δουλειά, αν όχι το πάθος σου;

Άννα Μάσχα
Η Άννα Μάσχα επί σκηνής. Φωτογραφία: Γκέλυ Καλαμπάκα
Η Άννα Μάσχα επί σκηνής.

– Η εποχή του Αμόρε είναι χρόνια που νοσταλγείτε ή πάντα προσαρμόζεστε εύκολα στην κάθε εποχή;

Όσον αφορά την τεχνολογία, νομίζω ότι παραμένω από τους «παλιούς» ανθρώπους, χωρίς να τη δαιμονοποιώ. Γενικά, όμως, όπου μπορώ, προσαρμόζομαι, απλά με τον δικό μου ρυθμό. Η εποχή του Αμόρε για μένα, ήταν μια περίοδος από το 1992 μέχρι το 2008 πολύ σημαντική. Εκεί έμαθα, εκεί άρχισα να γίνομαι γνωστή, εκεί γνώρισα πολλούς ηθοποιούς, σκηνοθέτες, σκηνογράφους, συνθέτες, διευθυντές φωτογραφίας…

– Εξακολουθείτε να είστε καλή μαθήτρια απέναντι στον σκηνοθέτη;

Νομίζω ότι αυτό το χούι δεν φεύγει εύκολα. Ζηλεύω συναδέλφους που επιτρέπουν στον εαυτό τους να κάνουν το ένα λάθος μετά το άλλο και να εκτίθενται έτσι, μέχρι να μπουν στον σωστό δρόμο. Εγώ δεν το έχω αυτό, θέλω να κάνω πάντα το σωστό – και είναι μεγάλο βάσανο.

bacstage
Η Άννα Μάσχα backstage. Φωτογραφία: Δημήτρης Παπαδόπουλος
Η Άννα Μάσχα backstage.

– Στα χρόνια της δουλειά σας, τι είναι αυτό που σας έχει ταλαιπωρήσει περισσότερο;

Νομίζω ότι το πιο δύσκολο είναι οι σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους, δηλαδή η επικοινωνία με αυτούς που συνεργάζεσαι για να κάνεις μια δουλειά. Το έχω συζητήσει και με συναδέλφους και έχουμε καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα. Σίγουρα ο κάθε ρόλος, το κάθε έργο, η διαφορετική ματιά ενός σκηνοθέτη έχουν τη δυσκολία τους και είναι πάντα σε συνάρτηση με την προσωπική φάση σου, αλλά το πιο δύσκολο είναι πώς θα βρεις δημιουργικούς διαύλους επικοινωνίας με τους συνεργάτες σου. Μοιραζόμαστε κάποια κοινά πράγματα, αλλά καθένας έρχεται με τη δική του «γλώσσα», τη δική του αντίληψη – και όλο αυτό θέλει μια διαχείριση.

– Όταν είστε σε μια δύσκολη προσωπική περίοδο, το θέατρο βοηθάει ή σας δυσκολεύει;

Και τα δύο. Σε πραγματικά δύσκολες φάσεις, σε αναγκάζει να επιστρατεύσεις μια δύναμη που μπορεί και να μην την έχεις. Από την άλλη όμως, σε κάνει και να ξεχνιέσαι.

– Ξεχωρίζετε κάποιους ρόλους ως πιο σημαντικούς για εσάς στην καριέρα σας;

Ο πρώτος σημαντικός ρόλος που μου έρχεται τώρα στο μυαλό ήταν «Το στρίψιμο της βίδας», από πολλές απόψεις. Το είχε σκηνοθετήσει ο Θωμάς Μοσχόπουλος και έπαιζα μαζί με τον Αργύρη Ξάφη. Νομίζω ότι αυτή η παράσταση ήταν μια επιτυχία και των τριών μας. Στην ουσία, βασιζόταν σε μια αφήγηση και ένα μεγάλο κομμάτι του ρόλου ήταν αφηγηματικό προς το κοινό, κάτι που ως τεχνική δεν το είχα ξαναδοκιμάσει. Γενικά τα συστατικά στοιχεία αυτού του ρόλου θεωρούσα ότι μου πήγαιναν.

Άννα Μάσχα
Η Άννα Μάσχα στο «Ήταν όλοι τους παιδιά μου». Φωτογραφία: Γκέλυ Καλαμπάκα
Η Άννα Μάσχα στο «Ήταν όλοι τους παιδιά μου».

Ένας άλλος πολύ αγαπητός μου ρόλος ήταν που έπαιξα τον λοχαγό Μπίτι στο «Φαρενάιτ 451» του Ρέι Μπράντμπερι. Τη διασκευή για το θέατρο την είχε κάνει ο ίδιος ο συγγραφέας και είχε κάτι ατελείωτους μονολόγους. Ήταν ένα τεράστιο στοίχημα, γιατί ήμουν σε έναν καναπέ και μιλούσα στον Αλέξανδρο Λογοθέτη και την Ευδοκία Ρουμελιώτη, που κάθονταν δίπλα μου, και σηκωνόμουν μόνο προς το τέλος. Ήταν ένας πολύ δύσκολος ρόλος, έπρεπε να λέω πράγματα που αφορούσαν τη ζωή μας με έναν τρομερό κυνισμό. Το έργο ήταν σαν να αφορούσε το σήμερα ενώ είχε γραφτεί τη δεκαετία του ’50. Επίσης, ο ρόλος μου ήταν γραμμένος για άνδρα και έτσι δεν είχα να ασχοληθώ με τα γυναικεία στερεότυπα, που πάντα υπάρχουν, δηλαδή τον κοινωνικό ρόλο μιας γυναίκας, αλλά να εμβαθύνω στην ψυχολογική πλευρά αυτού του ανθρώπου.

Θα αναφέρω και κάποια διηγήματα του Ρέιμοντ Κάρβερ που είχαμε ανεβάσει στο Αμόρε, με τίτλο «Τόσο πολύ νερό, τόσο κοντά στο σπίτι», που με είχαν επηρεάσει πολύ – δεν ήμουν η ίδια μετά από αυτή τη δουλειά.

Ήταν όλοι τους παιδιά μου
Η Άννα Μάσχα και ο Κωνσταντίνος Μπιμπής στο «Ήταν όλοι τους παιδιά μου». Φωτογραφία: Γκέλυ Καλαμπάκα
Η Άννα Μάσχα και ο Κωνσταντίνος Μπιμπής στο «Ήταν όλοι τους παιδιά μου».

– Φέτος παίζετε στο «Ήταν όλοι τους παιδιά μου», ένα έργο που αγγίζει την πολιτική, τα συμφέροντα, την οικογένεια και πολλά ακόμα. Πιστεύετε ότι πρέπει το θέατρο να βάζει το μαχαίρι στο κόκαλο όσον αφορά την κοινωνία ή να παίρνει πολιτική θέση;

Είναι και αυτή μια λειτουργία του θεάτρου. Συνήθως το θέατρο είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας, είναι πολύ συνδεδεμένο με το τώρα. Αν γυρίσει αυτός ο καθρέφτης προς εσένα, μπορεί και να είναι δύσκολο να αντικρίσεις αυτό το πράγμα, να μη θέλεις. Είναι όμως και αυτή μια όψη του θεάτρου, όπως και η ψυχαγωγία και η εκτόνωση – να δεις δηλαδή κάτι που θα σε συγκινήσει βαθιά και μετά το μόνο που θέλεις είναι να βάλεις τα κλάματα. Έχει πολλές λειτουργίες το θέατρο, η μόνη που με χαλάει είναι η ηθικοδιδακτική. Αυτή δεν μου αρέσει καθόλου.

– Νομίζω ότι η θέση της γυναίκας ως μάνας που ερμηνεύετε στο «Ήταν όλοι τους παιδιά μου» είναι πάρα πολύ δύσκολη.

Πραγματικά πάρα πολύ δύσκολη. Τελικά όμως καταφέρνει και επιζεί, ακόμα κι όταν μαθαίνει ότι ο γιος της έχει πεθάνει, αν και πιστεύω ότι μέσα της το ήξερε και δεν ήθελε να το παραδεχτεί. Όταν δεν υπάρχει απόδειξη, είναι πάρα πολύ δύσκολο να κλείσεις αυτό το κεφάλαιο. Μέσα σ’ αυτά τα χρόνια παρακολουθώ δύο υποθέσεις εξαφάνισης παιδιών, του μικρού Μπεν και της μικρής Μάντλιν. Κατά καιρούς βγαίνει κάποιος που λέει ότι μάλλον είδε αυτά τα παιδιά και οι γονείς τους ακόμη τα ψάχνουν, μετά από 25 χρόνια.

Ήταν όλοι τους παιδιά μου
Το καστ της παράστασης. Από αριστερά: Κωνσταντίνος Μπιμπής, Άννα Μάσχα, Γιώργος Γάλλος, Λίλα Μπακλέση, Δημήτρης Σέρφας και Άννα Λουιζίδη. Φωτογραφία: Γκέλυ Καλαμπάκα
Το καστ της παράστασης. Από αριστερά: Κωνσταντίνος Μπιμπής, Άννα Μάσχα, Γιώργος Γάλλος, Λίλα Μπακλέση, Δημήτρης Σέρφας και Άννα Λουιζίδη.

– Είναι ασύλληπτο το πώς συνεχίζει να ζει ένας άνθρωπος που έχει χάσει παιδί…

Δεν ξέρω. Εγώ άντλησα έμπνευση από γυναίκες που γνωρίζω και έχουν χάσει παιδί. Έλεγα μέσα μου, και αυτή μετά από τρία χρόνια δεν έχει αρχίσει να το χωνεύει; Δεν είναι εύκολο, το δέχεσαι και δεν το δέχεσαι.

– Κάποιοι ρόλοι απαιτούν να βγάζετε πολύ πόνο πάνω στη σκηνή. Όταν τελειώνει η παράσταση, πώς γίνεται να σταματάει αυτό;

Έτσι είναι η δουλειά μας. Σίγουρα δεν ισχύει και το ότι τελειώνοντας μια παράσταση αυτομάτως νιώθεις σαν να μην έχει συμβεί αυτό που προηγήθηκε. Χρειαζόμαστε μια αποφόρτιση. Δεν μπορώ να πάω αμέσως μετά να κοιμηθώ. Σαφέστατα όμως δεν μπορείς αυτό να το κουβαλάς και ολόκληρη τη μέρα.

Η παράσταση «Ήταν όλοι τους παιδιά μου» παίζεται στο Θέατρο Αλκυονίς, Ιουλιανού 42, τηλ. 210 8828100. Κλείσε εισιτήρια 

SLOW MONDAY NEWSLETTER

Θέλεις να αλλάξεις τη ζωή σου; Μπες στη λογική του NOW. SLOW. FLOW.
Κάθε Δευτέρα θα βρίσκεις στο inbox σου ό,τι αξίζει να ανακαλύψεις.