ΑΥΤΟ ΤΟ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΛΑΣ ΘΑ ΣΟΥ ΠΕΙ ΜΟΝΟ ΑΛΗΘΕΙΕΣ
Λίγο πριν βγει στις αίθουσες το ντοκιμαντέρ «Μαίρη, Μαριάννα, Μαρία: Τα άγνωστα ελληνικά χρόνια της Κάλλας», ο εμπνευστής του, Βασίλης Λούρας, εξηγεί πόσο απροστάτευτη παραμένει η θρυλική ντίβα ακόμη και σήμερα.
Η γαλλική εφημερίδα Le Monde το χαρακτήρισε σε πρωτοσέλιδο άρθρο της «μια συνταρακτική όσο και συγκινητική ταινία που θα αποτελέσει αποκάλυψη για πολλούς». Η γερμανική εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ) μίλησε για ένα «θαυμάσιο ντοκιμαντέρ, το οποίο όχι μόνο έπλεξε σε ένα συνεκτικό αφηγηματικό νήμα αμέτρητες αφηγήσεις σκηνοθετών, μαέστρων και συναδέλφων που συνεργάστηκαν μαζί της, αλλά αποκαλύπτει και δύο άγνωστα ηχητικά ντοκουμέντα». Το γαλλικό περιοδικό Diapason έκανε λόγο για ένα «υποδειγματικό, συναρπαστικό ντοκιμαντέρ με σπάνιο υλικό, που φωτίζει μια από τις πιο άγνωστες περιόδους της Κάλλας».
Πρόκειται για το «Μαίρη, Μαριάννα, Μαρία: Τα άγνωστα ελληνικά χρόνια της Κάλλας», που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά από την Εθνική Λυρική Σκηνή σε ειδική προβολή την ημέρα συμπλήρωσης 100 ετών από τη γέννηση της ντίβας, για να συνεχίσει με μια αξιοσημείωτη διεθνή πορεία σε κινηματογραφικά φεστιβάλ σε Γερμανία, Αυστραλία, Αμερική, αλλά και στη γαλλική τηλεόραση (France 5).
Τώρα, θα προβληθεί στην Ελλάδα σε επιλεγμένες κινηματογραφικές αίθουσες, από την Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2025, σε διανομή από το CINOBO. Το μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, σε συμπαραγωγή με την Escape, επιχειρεί να φωτίσει την περίοδο της προσωπικής και καλλιτεχνικής ενηλικίωσης της Κάλλας στην Αθήνα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, από το 1937 έως το 1945, καθώς και τα χρόνια μετά το 1957, όταν η παγκόσμια πλέον ντίβα επανασυνδέεται με την πατρίδα της.
Σε ιδέα, έρευνα και σενάριο του Βασίλη Λούρα, και σκηνοθεσία των Μιχάλη Ασθενίδη και Βασίλη Λούρα, το «Μαίρη, Μαριάννα, Μαρία» φέρνει στο φως πολύτιμο αρχειακό υλικό και αποκαλύπτει για πρώτη φορά την τελευταία ηχογράφηση πρόβας που έκανε η Μαρία Κάλλας στο σπίτι της στο Παρίσι, ένα μήνα πριν τον θάνατό της.
Κόρη του φαρμακοποιού Γεωργίου Καλογερόπουλου από τον Μελιγαλά Μεσσηνίας και της Ευαγγελίας Δημητριάδη από τη Στυλίδα Φθιώτιδας, η Κάλλας γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη και ήρθε στην Ελλάδα σε ηλικία 14 ετών. Στους συμμαθητές της στο Εθνικό Ωδείο πρωτοσυστήθηκε ως Μαίρη, ενώ το 1940 υπέγραψε το πρώτο της συμβόλαιο με τη νεοσύστατη τότε Λυρική Σκηνή ως Μαριάννα. Τον Μάρτιο του 1945, λίγο πριν φύγει από την Αθήνα για τη Νέα Υόρκη, εμφανίστηκε σε συναυλία ως Mary Callas, καθώς ήδη ετοιμαζόταν να ανοίξει τα φτερά της για τη μεγάλη καριέρα που θα την έκανε γνωστή στα πέρατα του κόσμου ως Maria Callas.
Σε μια χρονιά που η ζωή της Κάλλας τροφοδότησε επίσης μια μεγάλη χολιγουντιανή ταινία και μια τηλεοπτική σειρά της ΕΡΤ, ο Βασίλης Λούρας –που είναι καλλιτεχνικός σύμβουλος Προγραμματισμού και Επικοινωνίας της ΕΛΣ– μιλάει στο OW για την Κάλλας που γνώρισε ετοιμάζοντας το ντοκιμαντέρ και αποκαθιστά κάποιες αλήθειες για την πολυτάραχη ζωή της.
– Έχει περάσει περισσότερο από ένας χρόνος που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το ντοκιμαντέρ. Πώς το βλέπεις τώρα, που έχει μεσολαβήσει αυτή η χρονική απόσταση;
Έχει πλάκα, γιατί σε όλες τις προβολές που έχουμε κάνει στο εξωτερικό βγαίνουμε με τον Μιχάλη Ασθενίδη, τον συνδημιουργό του ντοκιμαντέρ, με πονοκέφαλο και απογοήτευση, ενώ την ίδια στιγμή το κοινό χειροκροτάει. Όλο ανακαλύπτουμε διάφορα λάθη στο μοντάζ, στον ήχο, στην εκφώνηση, εγώ εκνευρίζομαι με τη φωνή και την άρθρωσή μου – θα βρούμε πάντα κάποια σημεία που θα έπρεπε να έχουμε μαζέψει λίγο κτλ.
Σοβαρά τώρα, μετά από όλα όσα έγιναν για την Κάλλας στην επέτειο των 100 ετών, τουλάχιστον είμαστε ήσυχοι ότι δουλέψαμε σωστά, η έρευνα έγινε σε βάθος, η κινηματογράφηση και το μοντάζ έχουν ροή, και γενικά αισθάνομαι ότι σε μεγάλο βαθμό καταφέραμε να σταθούμε στο ύψος της προσωπικότητας και της τόσο δραματικής ζωής της Μαρίας Κάλλας.
– Στην πορεία της έρευνάς σου ανακάλυψες στοιχεία για την Κάλλας που πραγματικά σε εξέπληξαν;
Η έρευνα ήταν μια μεγάλη αποκάλυψη για μένα, γιατί κινήθηκα σε δύο παράλληλους άξονες. Από την μια έψαχνα την περίοδο 1937-45, για την οποία θα μιλούσαμε στο ντοκιμαντέρ, αλλά παράλληλα μελετούσα και όλες τις συνεντεύξεις που έδωσε η ίδια η Κάλλας κατά τα χρόνια της μεγάλης της δόξας, αλλά και στα χρόνια μετά το φινάλε της καριέρας της το 1964. Αυτό που νομίζω με συγκλόνισε περισσότερο ήταν το γεγονός ότι ήταν πάντα μόνη και απροστάτευτη απέναντι σε κάθε είδους επιθέσεις που δέχτηκε κατά τη διάρκεια της ζωής της. Ταυτόχρονα όμως, η εσωτερική δύναμη που είχε να ξεπερνάει κάθε δυσκολία της ζωής της είναι μοναδική.
– Τι πιστεύεις ότι συνεχίζει μέχρι σήμερα να τροφοδοτεί το ενδιαφέρον για αυτή τη γυναίκα, η οποία είναι γνωστή ακόμα και σε ανθρώπους που δεν έχουν καμία σχέση με την όπερα;
Αν πω ότι το ενδιαφέρον τροφοδοτείται μόνο από το πόσο σπουδαία ήταν ως λυρική καλλιτέχνις και από τα μοναδικά καλλιτεχνικά επιτεύγματα που πέτυχε κατά τη διάρκεια της καριέρας της, μάλλον θα έχω απαντήσει κατά ένα μέρος μόνο. Η Κάλλας –είτε το θέλουμε, είτε όχι– είναι πολλά περισσότερα από τη σοπράνο που άλλαξε την όπερα. Είναι μια iconic μορφή όχι μόνο της τέχνης, αλλά θα έλεγα ακόμα και της pop κουλτούρας. Νομίζω ότι θα συνεχίσει να ορίζει για πολλά ακόμα χρόνια τον κόσμο της όπερας, γιατί η επίδρασή της παραμένει μέχρι και σήμερα απολύτως καθοριστική.
Παράλληλα, η τόσο δραματική ζωή της –που κινείτο διαρκώς στο όριο μεταξύ τραγωδίας και θριάμβου– θα αφορά πάντα τους ανθρώπους που βιώνουν τη ζωή όχι σαν ταινία του Χόλιγουντ, αλλά σαν δραματικό φινάλε του Πουτσίνι.
– Υπήρχαν πράγματα που θα ήθελες πολύ να συμπεριλάβεις στο ντοκιμαντέρ αλλά αναγκάστηκες να αφήσεις εκτός;
Άπειρα! Για να καταλάβεις, το πρώτο cut που έβγαλε ο Μιχάλης Ασθενίδης από το μοντάζ ήταν 4,5 ώρες! Και τελικά η ταινία έγινε 1 ώρα και 43 λεπτά. Φυσικά, κόψαμε πολλά και με μεγάλη δυσκολία, αλλά πάντα είχαμε στο μυαλό μας ότι έπρεπε να κάνουμε μια ταινία που να απευθύνεται στους πάντες, είτε έχουν ειδική γνώση, είτε όχι.
Επιπλέον, αναγκαστήκαμε να κόψουμε και αποσπάσματα από συνεντεύξεις και εμφανίσεις της, καθώς το περιορισμένο μας budget δεν έφτανε για να αγοράσουμε όλα εκείνα τα πανάκριβα δικαιώματα των υλικών που θέλαμε να χρησιμοποιήσουμε από την Κάλλας.
– Πριν λίγους μήνες βγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες η ταινία για την Κάλλας με την Αντζελίνα Τζολί. Πώς σου φάνηκε και ποια είναι η γνώμη σου για τον ισχυρισμό ότι η μητέρα της Κάλλας την εξανάγκαζε να έχει συνευρέσεις με ναζί στην κατοχική Αθήνα;
Κοίτα, αυτό με θυμώνει πολύ. Θεωρώ ότι είναι μια μεγάλη προσβολή στη μνήμη της. Με δεδομένο μάλιστα ότι η ταινία αναφέρεται ως biopic και όχι ως μυθοπλασία, αυτή η πληροφορία περνάει στο μεγάλο κοινό ως απόλυτη αλήθεια. Εδώ πάλι ερχόμαστε στο πόσο απροστάτευτη είναι η Κάλλας ακόμα και σήμερα, απέναντι στον οποιοδήποτε θέλει να κάνει κάτι για αυτή, είτε σοβαρό, είτε πρόχειρο, είτε εξώφθαλμα εμπορικό, είτε ακόμα και χυδαίο. Γενικά, βρήκα το σενάριο της ταινίας πολύ κακό.
– Έχεις δει τη σειρά της ΕΡΤ για τα νεανικά χρόνια της Μαρίας Κάλλας;
Έχω δει μόνο τα δύο πρώτα επεισόδια, οπότε δεν έχω ολοκληρωμένη άποψη.
– Αν μπορούσες να διορθώσεις μια παρανόηση που έχει ο κόσμος για την Κάλλας, ποια θα ήταν;
Στο ντοκιμαντέρ προσπαθήσαμε πολύ, μέσω μαρτυριών και ντοκουμέντων, να καταρρίψουμε την άλλη τρομακτική φήμη που την ακολουθεί: ότι δήθεν συνεργάστηκε με τους Γερμανούς και τους Ιταλούς στον Πόλεμο. Εύχομαι να το πετυχαίνουμε.
– Υπάρχει κάτι άλλο από τη ζωή της που θα ήθελες να διερευνήσεις; Κάποιο άλλο πρότζεκτ για την Κάλλας με το οποίο θα ήθελες να ασχοληθείς;
Θα ήθελα να μπορέσω κάποια στιγμή να βρω μια ηχογράφηση ή ένα βίντεο από τις παραστάσεις που έδωσε στην Επίδαυρο – για τις οποίες δεν βρήκαμε δυστυχώς τίποτα. Από τις αφηγήσεις νιώθω ότι έχω στο μυαλό μου τη φωνή της να τραγουδά τη Μήδεια, μέσα στην απεραντοσύνη του αρχαίου θεάτρου. Ελπίζω μια μέρα να βρεθούν. Θα είναι ένα μεγάλο δώρο στην ανθρωπότητα.
– Αν μπορούσες να ταξιδέψεις στον χρόνο και να συναντήσεις την Κάλλας, ποια χρονική περίοδο θα επέλεγες και ποια περίσταση;
Θα ήθελα να είμαι μαζί της το 1949 στη Βενετία, όταν ο Σεραφίν της ζήτησε να μάθει και να τραγουδήσει την Ελβίρα στους «Πουριτανούς», την ίδια εβδομάδα που τραγουδούσε Βάγκνερ. Νομίζω εκεί είναι που δημιουργήθηκε ο μύθος. Εκεί θα ήθελα να είμαι, όσο πουθενά.