ΑΦΗΣΑ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΓΙΑ ΤΗ ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΔΕΝ ΤΟ ΜΕΤΑΝΙΩΣΑ ΠΟΤΕ
Παιδί στην Κυψέλη, άγριο νιάτο στην καρδιά της πόλης, μητέρα με καρότσι στα στενοσόκακα της πλατείας Μαβίλη… Νισάφι! Μεσήλικας και εργαζόμενη σήμερα, ζω στη φύση και περνάω καλά.
Οι συντεταγμένες της τοποθεσίας του σπιτιού όπου ζω μαζί με την οικογένειά μου είναι ο κωδικός πρόσβασης σε μια άλλη ζωή: αυτή μέσα στη φύση. Ζωή που επιλέξαμε χωρίς να ξέρουμε καλά-καλά τι μας περίμενε στα 450 μέτρα υψόμετρο, 20 χιλιόμετρα από την Ομόνοια, σε μία πλαγιά του Πεντελικού Όρους όπου ριζώσαμε.
Μιλάω στον πληθυντικό γιατί η απόφαση ήταν κοινή: θα φεύγαμε εγώ, αυτός και τα παιδιά μας. Όχι ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω μας. (Ίσως και να ρίξαμε μόνο λίγο μαύρο δάκρυ την ώρα που ξεκολλούσαμε τον Πίτερ Παν από το παιδικό δωμάτιο για να υποδεχτεί φρεσκοβαμμένο τους επόμενους ενοίκους).
Το μεγάλο φευγιό στη φύση
Ήταν Ιούλιος του 2011, όταν το φορτηγό της εταιρείας μετακομίσεων έκλεινε στην καρότσα του όλη μας την οικοσκευή και άφηνε πίσω του με μια γκαζιά τα πρώτα χρόνια της οικογενειακής μας ζωής. Φεύγαμε με προορισμό το σπίτι της γιαγιάς –της μητέρας μου– στο βουνό. Σ’ αυτό που πηγαίναμε για κοκκινιστό με μακαρόνια και για να δούμε τον γέρο σκύλο μας. Σ’ αυτό που έγινε καινούργιο για να μας χωρέσει, σ’ αυτό που από εκείνη την ιουλιανή μέρα και μετά θα στεγαζόταν όχι μόνο η πραμάτεια μας, αλλά κι η ζωή μας όλη.
Και βρεθήκαμε κάτω από «τον μεγάλο ουρανό», όπως τον περιέγραψε εντυπωσιασμένη η κόρη μου κοιτάζοντας ψηλά. Της ήταν πιο γνώριμος ο ουρανός της πόλης: η γαλάζια λωρίδα πάνω και ανάμεσα από τις πολυκατοικίες στα αστικά στενοσόκακα. Ο τετράχρονος αδελφός της δεν έλεγε τίποτα. Ανησυχούσε μόνο για τα παιχνίδια του. Τα είχαμε πάρει όλα;
Την πρώτη αξέχαστη νύχτα –εκείνη που είδαμε και τις πυγολαμπίδες στα σκαλιά– κοιμηθήκαμε όλοι μαζί. Ο βοριάς που λυσσομανούσε έμοιαζε να μπαίνει στο σπίτι μας από τις χαραμάδες και τρόμαζε τα παιδιά της πόλης. Κι είναι άλλο να σε παίρνει ο άνεμος όταν είσαι στο νησί κι άλλο στο σπίτι, που θεωρείς καταφύγιό σου. «Έτσι θα είναι;» ρώτησαν. «Μερικές φορές», τους απάντησα αν και ήξερα ότι σε αυτή την πλαγιά του Πεντελικού Όρους η μόνωση με προηγμένα κουφώματα αλουμινίου είναι ανέκδοτο: Μας παίρνει και μας σηκώνει ο βορειοανατολικός. Εξάλλου, εκείνος ήταν εκεί πριν από εμάς.
Από τη νηνεμία στο μελτέμι
Η απάρνηση των αγαθών της πόλης για χάρη της ζωής στη φύση και η τελική απόφαση «φεύγουμε» –στον Ενεστώτα και χωρίς πλέον ερωτηματικό στο τέλος– δεν πάρθηκε σε μια νύχτα. Χρειάστηκε ένας χρόνος για να σωρευτεί η στενοχώρια – και με την κυριολεκτική έννοια της σύνθετης αυτής λέξης: Ο χώρος μάς στένευε. Όχι αυτός του σπιτιού με τα δύο παιδιά να τσακώνονται στο κοινό τους υπνοδωμάτιο, όσο η ίδια η πόλη, που την περιδιαβαίναμε με παιδικά καρότσια και συμπράγκαλα σκοντάφτοντας σε αυτοκίνητα και μηχανάκια αραγμένα στα πεζοδρόμια. Ή πίνοντας τον καφέ μας σε μιας χρήσης ποτήρια, ενώ περιμέναμε στο παγκάκι τα παιδιά μας να χορτάσουν χώμα και παιχνίδι στη λουσμένη στο καυσαέριο υπαίθρια παιδική χαρά.
Έχοντας –ευτυχώς– χορτάσει την αθηναϊκή νύχτα, το επιχείρημα των φίλων «στο κέντρο έχουμε τα μπαρ και τους κινηματογράφους στα πόδια μας» δεν ήταν ικανό να μας βαστάξει στο διαμέρισμα. Μέσα μας «φεύγαμε». Ο καθένας με τον τρόπο του: Δύο παιδιά αχόρταγα για κίνηση κι εμείς οι γονείς εγκλωβισμένοι στη γκρίνια των παιδιών μοιάζαμε να ηρεμούμε μόνο κοντά στη φύση.
Ιδέα μας; Όχι, είναι γνωστή η θετική επίδραση της εξοχής στον άνθρωπο. Και αποφασίσαμε να βρισκόμαστε όλο και πιο συχνά στο φυσικό περιβάλλον κάνοντας εκδρομές. Τι να μας κάνουν οι επτά γλάστρες στη βεράντα, όσο μέναμε στην Αθήνα; Φορτώναμε το αυτοκίνητο, παίρναμε τους αυτοκινητόδρομους, περνούσαμε τα διόδια και συναντούσαμε τη φύση της Αρκαδίας ή της Κορινθίας, που ήταν και κοντά. Και μετά κουραστήκαμε με το οδήγημα και τις διανυκτερεύσεις και συνειδητοποιήσαμε ότι το σπίτι της γιαγιάς ήταν δίπλα μας. Και ήταν μέσα στη φύση. Και είχε και μεγάλες χελώνες και ψηλά πεύκα –είχε προαποφασιστεί ως ευχή και κατάρα από τον πατέρα μου να μην κοπούν– και μυρμηγκοφωλιές και φωλιές πουλιών στα κεραμίδια…
Και ένα ανοιξιάτικο απόγευμα του Απρίλη, καθώς αφήναμε πίσω μας την κοντινή εξοχή της Πεντέλης και επιστρέφαμε στον ιστό της πόλης, κοιταχτήκαμε στα μάτια και ξέραμε: Θα εγκαταλείπαμε εκείνο το διαμέρισμα, όπου οι χαρούμενες φωνές των παιδιών μας ήταν για τους γείτονες «φασαρία» και τα γλέντια μας γίνονταν αιτία για να έρθει η αστυνομία. Θα φεύγαμε από το βολικό σπίτι που ήταν δίπλα στις δουλειές μας και θα μπαίναμε σε μπελάδες. Θα αφήναμε το γδαρμένο από το ποδηλατάκι παρκέ του σπιτιού και θα λιώναμε τις ρόδες του ποδηλάτου στο δάσος. Και φύγαμε. Όχι για ένα σπίτι κοντά στη θάλασσα, όπως ήταν το νεανικό μου όνειρο αλλά για να πάρουμε τα βουνά.
Απολογισμός
Σήμερα, μια ντουζίνα χρόνια μετά από εκείνη την πρώτη νύχτα όλων μας στο νέο σπίτιι κάνω τις προσθαφαιρέσεις, τα υπέρ και τα καλά. Και θα μιλήσω πια στο πρώτο ενικό:
Μου κόστισε –και μου κοστίζει– σε βενζίνη και χρόνο μετακίνησης από και προς την πόλη. Εκεί που βρίσκονται ακόμη οι φίλοι, τα ωραία μπαρ, τα ατμοσφαιρικά ρεστοράν και τα θέατρα. Την εργασία δεν τη μετράω, γιατί ποτέ δεν πίστευα ότι επιλέγεις το σπίτι σου ανάλογα με την εργασία σου. Είναι σαν να παραδέχεσαι ότι σε ορίζει η δουλειά σου από το πρωί ως το βράδυ.
Μου κόστισε και σε «τραύμα». Δεν είναι και λίγα τα δεινά που μας βρήκαν: Δύο μεγάλες φωτιές που κυριολεκτικά οι φλόγες έγλειψαν τον κήπο μας και τέσσερις γεροί χιονιάδες… Και κάθε φορά η ίδια απορία στα λόγια των φίλων: «Μα καλά, γιατί δεν φεύγετε»; Και οι κατηγορίες από τη συμπαθή τάξη των ταξιτζήδων που όταν σε πηγαίνουν σπίτι σου λένε: «Τα κάψατε για να χτίσετε». Αλίμονο! Τώρα πια δεν απαντώ.
Δεν μένω στα δύσκολα, ούτε στα τραύματα. Μένω στα κέρδη, στην καθημερινή χαρά, στην επαφή με τη φύση. Υπάρχει αυτό, δεν είναι εικόνα διαφήμισης: Μπορείς να ξυπνήσεις και να μυρίσεις τη νέα μέρα. Να καταλάβεις αν θα βρέξει, γιατί βλέπεις τον ορίζοντα και όχι μια λωρίδα ουρανού πάνω σου. Να κόψεις ένα λεμόνι από τη λεμονιά, που έφερες από τη βεράντα του διαμερίσματος και τη φύτεψες στον κήπο σου, και να απορροφούν τα δάκτυλά σου την αύρα των Εσπερίδων. Να καταλάβεις στην πράξη τι σημαίνει «μεγάλωσε στη σκιά του» και να κόψεις τα κλαδιά ενός δέντρου, για να δώσεις φως και ζωή στο άλλο.
Να βλέπεις μία καμένη –θαρρούσες– ελιά να πρασινίζει ολόκληρη και να παίρνεις άλλο ένα «νιτσεϊκό» μάθημα και παράδειγμα μαζί: Ναι, ό, τι δεν σε σκοτώνει, σε κάνει πιο δυνατό. Να καμαρώσεις την Μανόλια που τα κατάφερε με τα χιόνια και την αχλαδιά να δίνει τα λευκά της άνθη πριν σου παραδώσει καρπούς. Να προσπαθείς μάταια να καλλιεργήσεις κουνουπίδια χωρίς φυτοφάρμακα και να τα περισυλλέγεις ως φωλιές σκουληκιών. Να χαίρεσαι με τη ζωή και να συμφιλιώνεσαι με τον θάνατο. Ο κύκλος της ζωής είναι μέσα στον κήπο σου κι έξω από αυτόν, στα λιβάδια που κάποτε ήταν δάση.
Η φύση με κατέκτησε
Ανηφορίζοντας τη λεωφόρο Πεντέλης δεν ήθελα να κατακτήσω το βουνό. Το άφησα να με κατακτήσει εκείνο. Δεν ξερίζωσα τους αυτοφυείς θάμνους και άφησα τα σκίνα να με προϋπαντούν. Δεν έβαλα γκαζόν, αλλά άφησα τα αγριόχορτα, που πρέπει κι αυτά να τα κουρεύω. (Εντάξει, το παραδέχομαι: μερικά «αντιπαθητικά» τα ξεριζώνω).
Εμπλούτισα τον κήπο μας με φυλλοβόλα δέντρα, γιατί η χειμωνιάτικη γύμνια τους μου κάνει διακριτές τις εποχές του χρόνου, αλλά και τις φάσεις της ζωής: Δεν είμαστε πάντα σε βλάστηση και ανθοφορία. Κάποια στιγμή κάνουμε παύση για να μαζέψουμε χυμούς και να δώσουμε τον καλύτερο εαυτό μας στο μέλλον.
Συμπέρασμα
Για να μη μακρηγορώ (κι έχω και ταξίδι μπροστά μου, σπίτι-γραφείο μία ώρα πήγαινε και άλλο τόσο έλα): Δεν ήταν όλα εύκολα. Για τα παιδιά ήταν όλα υπέροχα, αλλά κάποια στιγμή με φροντιστήρια, μπαλέτα, αθλήματα και εξόδους έγιναν όλα δύσκολα κι εμείς γίναμε οι σοφέρ τους. Βέβαια, άξιζε τον κόπο. Τα μεγάλα σήμερα παιδιά αγαπούν το σπίτι τους και έχουν γεμάτη με χαρές την αποσκευή από την παιδική και εφηβική τους ζωή στην εξοχή.
Εμείς, οι γονείς τους, παιδιά της πόλης και μεσήλικοι του βουνού, απολαμβάνουμε τα κυριακάτικα ξυπνήματα στην εξοχή. Δεν πάμε βόλτα το σκύλο μας, ούτε κάνουμε ποδήλατο. Απλώς ανοίγουμε την πόρτα και περιδιαβαίνουμε στον κήπο. Ποιο δέντρο «πέταξε» μάτια; Δέσαμε το γιασεμί για να μην το ζαλίσει ο αέρας; Να κλαδέψουμε τις τριανταφυλλιές. Μύρισες τα γαρύφαλλα; Τα πήρα από τον ανθοπώλη της λαϊκής. Αυτοί είναι οι συνήθεις διάλογοι. Ποιος δεν ηρεμεί;
Και μετά έρχονται οι φίλοι: Το στολίδι του σπιτιού. Πάντα περνούν ωραία σε αυτή την «εκδρομή» στης Ελένης και του Πολύβιου. Αλλά και πάντα μας ρωτάνε – αφού έχουν γευτεί την εξοχή και τους μεζέδες και οι πιο προκομμένοι έχουν μαζέψει και κανένα χόρτο για να το βράσουν στο ντιζαϊνάτο, εφαπτόμενο στην κεραμική τους εστία κατσαρόλι: Δεν το μετανιώσατε;
Και ξαναλέμε: Όχι!