6 ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΠΟΥ ΑΠΟΡΡΙΦΘΗΚΑΝ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥΣ
Έργα τέχνης που θεωρούνται σήμερα αριστουργήματα και έχουν ανυπολόγιστη αξία δεν είχαν αποσπάσει καθόλου καλές κριτικές όταν φιλοτεχνήθηκαν.
Αν κάτι θυμάμαι εξαιρετικά έντονα από την παιδική μου ηλικία, είναι οι επισκέψεις που έκανα με την γιαγιά μου στην Εθνική Πινακοθήκη. Την πρώτη φορά που μπήκα στο απέραντο –όπως μου φαινόταν τότε– κτήριο επί της Βασιλίσσης Σοφίας, πρέπει να ήμουν περίπου 6 χρονών, αλλά δεν ξεχνώ μέχρι και σήμερα πόσο εντυπωσιασμένη ένιωσα αντικρίζοντας τον επιβλητικό πίνακα «Ο Χριστός», του Κωνσταντίνου Παρθένη.
Φυσικά, τότε δεν είχα ιδέα ποιος ήταν ο Παρθένης και οι υπόλοιποι καλλιτέχνες που κοσμούσαν τους τοίχους της Πινακοθήκης. Σε καμία περίπτωση δεν συνειδητοποιούσα την τεράστια αξία τους, αλλά μου αρκούσε να χαζεύω τα χρώματα και να μαγεύομαι με τις εικόνες.
Μεγαλώνοντας, οι επισκέψεις μου στην Εθνική Πινακοθήκη αυξήθηκαν και μαζί τους το δέος που αισθανόμουν διαβάζοντας την ιστορία πίσω από κάποια από τα σημαντικότερα έργα τέχνης. Πόσα όμως από τα έργα που φιλοξενούνται στα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου και θαυμάζονται από εκατομμύρια ανθρώπους έχαιραν ανάλογης αναγνώρισης και θαυμασμού στην εποχή τους;
Οι περισσότεροι γνωρίζουμε ότι ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες του 20ού αιώνα, ο Vincent van Gogh, δεν πούλησε εν ζωή ούτε έναν πίνακα. Τα έργα του απέκτησαν αξία πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του.
Στο OW παρουσιάζουμε έξι από τα πιο διάσημα και σημαντικά έργα τέχνης όλων των εποχών, που υπήρξαν αντικείμενα χλευασμού και έντονης αποδοκιμασίας από κοινό και κριτικούς τέχνης την εποχή που δημιουργήθηκαν. Σήμερα βρίσκονται σήμερα σε μουσεία όπως το Λούβρο και το Ορσέ στο Παρίσι ή το MOMA στη Νέα Υόρκη και η αξία τους βέβαια είναι ανυπολόγιστη.
Μιχαήλ Άγγελος: Η τελική Κρίση, 1541
Καπέλα Σιστίνα, Βατικανό
Είκοσι πέντε χρόνια αφότου είχε ζωγραφίσει την οροφή της Καπέλα Σιστίνα, ο Mιχαήλ Άγγελος επιστρέφει στο Βατικανό και δημιουργεί μία από τις πιο πολυσυζητημένες τοιχογραφίες όλων των εποχών. Η Τελική Κρίση, την οποία δούλευε από το 1536 έως το 1541, απεικονίζει τη Δευτέρα Παρουσία του Ιησού και δέχθηκε εξαρχής σφοδρή κριτική από τη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, ενώ θρησκευτικοί αξιωματούχοι ζητούσαν την καταστροφή της τοιχογραφίας.
Το χαοτικό συνονθύλευμα από 300 γυμνές μορφές απλωμένες σε όλη την τοιχογραφία, κορμιά απλών ανθρώπων, αγίων, μαρτύρων, καθώς και ο τρόπος που ζωγράφισε τον Χριστό, χωρίς γένια, θεωρήθηκαν ανάρμοστα.
Αυτή η αντίδραση στην υπερέκθεση των γυμνών μορφών οδήγησε στην κάλυψη των γεννητικών οργάνων με φύλλα και κομμάτια ύφασμα, κάτι που έμεινε γνωστό στην ιστορία ως «εκστρατεία του φύλλου συκής». Παρέμειναν στο αμφιλεγόμενο έργο τέχνης για εκατοντάδες χρόνια, μέχρι την αποκατάστασή του την δεκαετία του 1980.
Jean August Dominique Ingres: Τουρκικό Λουτρό, 1862
Λούβρο, Παρίσι
Ο Ενγκρ φιλοτέχνησε το Τουρκικό Λουτρό το 1862 σε ηλικία 82 ετών. Επηρεασμένος από τις περιγραφές των γυναικείων λουτρών της Αδριανόπουλης στα ημερολόγια και τις επιστολές της συζύγου του Βρετανού πρέσβη στην Τουρκία, ο Ιngres παρουσιάζει στο έργο του γυμνές γυναίκες σε διάφορες στάσεις, που συζητούν ενώ οι σκλάβες τους τις περιποιούνται.
Παρόλο που από τους θαυμαστές του το Τουρκικό Λουτρό είχε χαρακτηριστεί ως το πιο ερωτικό του έργο και ένας ύμνος στη θηλυκότητα, πολλοί κατηγορούσαν τον Ingres για τις ανατομικές ανακρίβειες, την απόλυτα στημένη στάση των μοντέλων που στερούνταν φυσικότητας και το γεγονός ότι δούλευε με πρότυπα τα οποία αναπαρήγαγε σε επόμενα έργα του.
Οι επικριτές του τον ειρωνεύτηκαν που ζωγράφιζε κάτι τόσο ερωτικό σε μεγάλη ηλικία, εκείνος όμως ανταπάντησε λέγοντας ότι διατηρούσε «όλη την φλόγα ενός 30χρονου». Παράλληλα, ανέφεραν ότι οι γυναίκες στο έργο φαίνονται σαν να μην έχουν τίποτα να κάνουν, παρά μόνο να αναμένουν την απόλαυση του άνδρα για τον οποίον καλλωπίζονται. To έργο ήταν παραγγελία του πρίγκιπα Ναπολέοντα Βοναπάρτη, ο οποίος όμως το επέστρεψε μετά από λίγες μέρες γιατί σόκαρε την σύζυγό του.
Édouard Manet: Πρόγευμα στη Χλόη, 1863
Μουσείο Ορσέ, Παρίσι
Ο Μανέ έστειλε το έργο στο Σαλόν του 1863, όπου όμως δεν έγινε δεκτό. Τελικά παρουσιάστηκε στην έκθεση των απορριφθέντων (Salon des Refusés). Mοντέλα του ήταν η Victorine Meurent, η οποία έχει ποζάρει και σε άλλα έργα του Μανέ, όπως η Ολυμπία, δίπλα της είναι ο Ολλανδός γλύπτης Ferdinand Leenhoff και απέναντι της ο αδερφός του ζωγράφου, Ευγένιος Μανέ. Η Meurent ήταν και η ίδια ζωγράφος και μάλιστα έργο της εκτέθηκε στο Σαλόν του 1876, η φήμη της όμως αμαυρώθηκε λόγω της προθυμίας της να ποζάρει γυμνή.
Το Πρόγευμα στη Χλόη θεωρήθηκε σκανδαλώδες και προσβλητικό λόγω της γυμνής γυναικείας μορφής ανάμεσα σε δύο ντυμένους άνδρες σε ένα καθημερινό σύγχρονο σκηνικό, καθώς και για τον προκλητικό ερωτισμό του βλέμματος της γυναίκας που κοιτάζει στα μάτια τον θεατή.
Διατυπώθηκαν αρνητικές κριτικές για την «ερασιτεχνική» τεχνική του Μανέ με τις χαλαρές, αφηρημένες πινελιές και το έντονο χρώμα, καθώς και για την απουσία αντιθέσεων φωτός και σκοταδιού, που είχε ως αποτέλεσμα την κατάργηση της αίσθησης του βάθους. Το έργο χαρακτηρίστηκε ως προσχέδιο, έμοιαζε ατέλειωτο και οι κριτικοί το χαρακτήρισαν ως «φάρσα». Ο κόσμος στην έκθεση γελούσε δυνατά, χλεύαζε και πετούσε ξύλα στον πίνακα, ενώ ο Ναπολέων ο Γ’ το προσπέρασε με φανερή δυσαρέσκεια.
Édouard Manet: Ολυμπία, 1863
Μουσείο Ορσέ, Παρίσι
Προς μεγάλη έκπληξη του Μανέ, αφού το Πρόγευμα στη Χλόη απορρίφθηκε από το Σαλόν, έγινε δεκτή από την κριτική επιτροπή το 1865 η Ολυμπία, πιθανότατα για να μην κατηγορηθεί για λογοκρισία. Παρ’ όλα αυτά κρεμάστηκε ψηλά και φυλασσόταν για να γλιτώσει από την οργή του κοινού.
Το έργο απεικονίζει μια γυμνή γυναίκα σε ένα κρεβάτι, ενώ γύρω της είναι μια μαύρη υπηρέτρια που κρατάει λουλούδια –δώρο της Ολυμπίας από κάποιον πελάτη– και μια μαύρη γάτα. Η ίδια η μορφή της Ολυμπίας, που αντιπροσωπεύει μια πόρνη, θεωρήθηκε προκλητική και χυδαία, όχι τόσο λόγω του γυμνού, αλλά εξαιτίας του ρεαλισμού, της γεμάτης αυτοπεποίθησης στάσης, του δυναμισμού και της αυθάδειας στο βλέμμα, που φανερώνει ότι αισθάνεται άνετα με την γυμνότητα της. Παράλληλα, έθιγε θέματα ταμπού όπως η πορνεία, η συνήθεια των αστών να διατηρούν ερωμένες, η αποικιοκρατία.
Η αντίδραση του κοινού αλλά και των Γάλλων κριτικών ήταν έντονη, συγκρίνοντας το χρώμα στη φιγούρα της Ολυμπίας με «τη φρίκη του νεκροτομείου» και χαρακτηρίζοντας τα πόδια της βρώμικα και ρυτιδιασμένα. Άλλοι αναφέρονταν στο έργο ως «απόλυτη ασχήμια» και στην Ολυμπία ως «πρόσωπο που δεν έχει καν ανθρώπινη όψη». O Μανέ φανερά ενοχλημένος φέρεται να αντέδρασε γράφοντας στον φίλο του Σαρλ Μπωντλαίρ: «Εξαπολύουν προσβολές εναντίον μου. Κάποιος πρέπει να κάνει λάθος εδώ!»
Vincent van Gogh: Οι Πατατοφάγοι, 1885
Μουσείο Van Gogh, Άμστερνταμ
Οι Πατατοφάγοι είναι από τα πρώτα αριστουργήματα του Βαν Γκογκ και ταυτόχρονα μία από τις μεγαλύτερες αποτυχίες του, τουλάχιστον σύμφωνα με τους κριτικούς της εποχής. Απεικονίζει πέντε ανθρώπους με κουρασμένα και διαστρεβλωμένα πρόσωπα, με μεγάλες μύτες και ροζιασμένα χέρια, να τρώνε σε μια σκοτεινή και στριμωγμένη κουζίνα.
Ο Βαν Γκογκ ήθελε μέσα από το έργο να δείξει τη σκληρή ζωή των χωρικών –μια ζωής που ο ίδιος θαύμαζε– τονίζοντας τα τραχιά χαρακτηριστικά και τα ταλαιπωρημένα από την εργασία χέρια τους. Χρησιμοποιώντας γήινα χρώματα, «κάτι σαν το χρώμα μιας πολύ σκονισμένης πατάτας, με τη φλούδα φυσικά», όπως είχε πει ο ίδιος, έδωσε μεγάλη σημασία στην απόδοση της ατμόσφαιρας και στο μήνυμα που ήθελε να μεταφέρει, όχι τόσο στις τεχνικές λεπτομέρειες και τη σωστή ανατομία. Το θεωρούσε ένα από τα καλύτερα και σίγουρα ένα από τα πιο ουσιώδη έργα του . Παρ’ όλα αυτά, το έργο δεν εκτέθηκε ποτέ όσο ο Βαν Γκογκ ήταν εν ζωή, ενώ προκάλεσε σχεδόν καθολική αποδοκιμασία από κοινό και κριτικούς για τα μελαγχολικά χρώματα και τις τεχνικές ατέλειες.
Pablo Picasso: Οι Δεσποινίδες της Αβινιόν, 1907
Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, Νέα Υόρκη
Οι Δεσποινίδες της Αβινιόν είναι ένα από τα πρώτα έργα κυβισμού του Πικάσο. Προκάλεσε μεγάλο σάλο όταν πρωτοεκτέθηκε το 1916, καθώς απεικόνιζε με αντισυμβατικό τρόπο γυμνές γυναίκες, ιερόδουλες σε ένα πορνείο στην οδό Αβινιόν. Οι γυναικείες μορφές, γεμάτες γωνίες και χωρίς καμία θηλυκότητα, απτόητες και ελαφρώς επιθετικές, εξαγρίωσαν και φόβισαν το κοινό.
Το έργο δέχθηκε αυστηρές κριτικές λόγω της έλλειψης προοπτικής και της δισδιάστατης απεικόνισης, και θεωρήθηκε από πολλούς ανήθικο. Κριτικοί της εποχής έγραφαν ότι «οι κυβιστές αρχίζουν πόλεμο με τη λογική. Εκθέτουν γυμνές γυναίκες που τα διάσπαρτα μέλη τους βρίσκονται και στις τέσσερεις γωνίες του καμβά: ένα μάτι εδώ, ένα αυτί εκεί, πιο πέρα ένα χέρι, ένα πόδι πάνω, ένα στόμα πιο κάτω. Ο κ. Πικάσο, ο ηγέτης τους, είναι πιθανόν ο πιο ατημέλητος από όλους. Ζωγράφισε, ή πιο σωστά πασάλειψε πέντε γυναίκες που είναι πετσοκομμένες και παρ’ όλα αυτά τα μέλη τους καταφέρνουν να συγκρατούνται μεταξύ τους. Έχουν επίσης γουρουνίσια πρόσωπα με μάτια που περιπλανώνται αφελώς πάνω από τα αυτιά».
Ακόμα και μεταξύ των φίλων, υποστηρικτών και συλλεκτών του ζωγράφου υπήρξαν έντονες αντιδράσεις. Ο Ανρί Ματίς χαρακτήρισε το έργο ένα κακό αστείο, υποθέτοντας ότι ο Πικάσο ήθελε να γελοιοποιήσει το κίνημα του μοντερνισμού. Ακόμα και ο Ζορζ Μπρακ, ο οποίος ίδρυσε το κίνημα του Κυβισμού με τον Πικάσο, εξέφρασε την δυσαρέσκεια του λέγοντας ότι ο Πικάσο πρέπει να ήπιε πετρέλαιο για να φτύσει φωτιά στον καμβά.