4 ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΠΟΙΟΥΣ ΑΡΕΣΕΙ ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ Η «ΦΟΝΙΣΣΑ»
Με περισσότερα από 100.000 εισιτήρια σε έξι μέρες προβολής στις αίθουσες, η «Φόνισσα», το παρθενικό σκηνοθετικό εγχείρημα της κορυφαίας ενδυματολόγου Εύας Νάθενα, είναι η ελληνική κινηματογραφική έκπληξη της φετινής χρονιάς. Γιατί αρέσει τόσο πολύ το τραχύ, λιτό δράμα εποχής;
1. Καρυοφυλλιά Καραμπέτη: Κορυφαία Ελληνίδα ερμηνεύτρια
Ό,τι και να πεις για την ερμηνεία της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη στο ρόλο της φόνισσας Χαδούλας θα είναι λίγο. Τι να ξεχωρίσεις από αυτό το ρεσιτάλ; Τη δεξιοτεχνική δωρικότητα; Την ατόφια ερμηνευτική εκφραστικότητα; Τη μοναδική εκφορά ενός σκληρού και απάνθρωπου λόγου; Την ανατριχιαστική αποτύπωση της χρόνιας κακοποίησης στο πρόσωπο μιας γυναίκας;
«Η Χαδούλα, η λεγομένη Φράγκισσα, ή άλλως Φραγκογιαννού, ήτο γυνή σχεδόν εξηκοντούτις, καλοκαμωμένη, με αδρούς χαρακτήρας, με ήθος ανδρικόν...» Η Καραμπέτη μετατρέπεται χαμαιλεοντικά στην ηρωίδα που περιγράφει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Σε μια υπερβατική Φραγκογιαννού, που δίνει λογαριασμό μόνο στα θεία και όχι στην απάνθρωπη επίγεια ζωή. Μια ηρωίδα που κινείται στα θολά όρια της παραφροσύνης, της έμφυλης βίας και των κοινωνικών στερεοτύπων. Ένα έρμαιο της μοίρας, από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει. Η ερμηνεία της στη «Φόνισσα» είναι μία από τις κορυφαίες στιγμές στην πολύχρονη πορεία της Ελληνίδας ηθοποιού.
2. Η «Φόνισσα» είναι ένα διαμάντι της ελληνικής λογοτεχνίας
Το «κοινωνικόν μυθιστόρημα» η «Φόνισσα» αποτελεί αδιαμφισβήτητα ένα από τα κορυφαία δείγματα γραφής της ελληνικής λογοτεχνίας. Το διήγημα, που γράφτηκε από τον Παπαδιαμάντη στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, αποτελεί ένα θαρραλέο λογοτεχνικό αριστούργημα, τολμώντας να μιλήσει με την πιο σκληρή και αληθινή γλώσσα για το έμφυλο ζήτημα σε μια εποχή που κάτι τέτοιο έμοιαζε αδιανόητο. Μάλιστα, ο συγγραφέας τόλμησε να αντικρίσει την έμφυλη βία, την πατριαρχία και την ακραία φτώχια, μέσα από τα μάτια μιας βασανισμένης γυναίκας.
Μετατρέποντας τη Φραγκογιαννού σε μια απρόθυμη εκτελέστρια –εντολών, διαταγών, κοριτσιών–, σε μια γυναίκα που ξεπερνά κάθε ηθικό φραγμό για να υπηρετήσει τον «μεγάλο σκοπό» της ανακούφισης των άγουρων θηλυκών από τους μετέπειτα αρσενικούς δυνάστες τους, επινοεί μια από τις τραγικότερες ηρωίδες στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας για να φανερώσει την άβολη αλήθεια ενός έμφυλου εφιάλτη. Η μεταφορά αυτού του λογοτεχνικού αριστουργήματος στην οθόνη μπορεί να φέρει τους θεατές ξανά ή για πρώτη φορά σε επαφή μαζί του.
3. Η σκηνοθετική πνοή της Εύας Νάθενα
Μπορεί οι περισσότεροι να περίμεναν ότι η μεταφορά της «Φόνισσας» από την Εύα Νάθενα θα είχε μοναδική εικαστική ακρίβεια. Κι αυτό γιατί η κορυφαία Ελληνίδα ενδυματολόγος έχει σχεδιάσει σκηνικά και κοστούµια για εκατοντάδες θεατρικές παραστάσεις, ενώ έχει υπογράψει ένα ενδυματολογικό έπος στις «Νύφες» του Παντελή Βούλγαρη. Εδώ, όμως, η Νάθενα ξεπερνά την αναμενόμενη υψηλής αισθητικής προσέγγισή της, συνθέτοντας μια τολμηρή κινηματογραφική μεταφορά.
Η Ελληνίδα σκηνοθέτιδα ψάχνει να βρει την ουσία της παπαδιαμαντικής πραγματείας με ένα λιτό, κομψό και ταυτόχρονα υπερβατικό σκηνοθετικό στυλ. Μπορεί ενδυματολογικά/σκηνογραφικά η «Φόνισσα» να διαδραματίζεται στην εποχή που περιγράφει ο Παπαδιαμάντης, όμως η σκηνοθετική της προσέγγιση ξεπέρνα γρήγορα τον ρεαλισμό για να προσδώσει νέες κινηματογραφικές ποιότητες στο λογοτεχνικό έργο.
Δημιουργεί μεταφυσικούς ήρωες, δίνει στο τοπίο πρωταγωνιστικό ρόλο και προσδίδει στοιχεία θρίλερ στην ταινία της. Με σκηνοθετικά τρικ, όπως τα τρεμουλιαστά κάδρα στα οποία τα αντικείμενα αποκτούν κίνηση και κατ’ επέκταση μια απροσδόκητη ενέργεια, η Νάθενα καταφέρνει να δώσει σκηνοθετική πνοή στον παπαδιαμαντικό κόσμο.
4. Το επιβλητικό τοπίο της ελληνικής επαρχίας
Η «Φόνισσα» γυρίστηκε στη Λακωνική Μάνη, στην Κρήτη και στη Σκιάθο, την ιδιαίτερη πατρίδα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Όλα αυτά τα μέρη συνθέτουν ένα επιβλητικό σκηνικό, ένα δυστοπικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ταιριάζει απόλυτα η ταραγμένη ψυχοσύνθεση της ηρωίδας.
Κάθε βήμα που κάνει η τραγική Φραγκογιαννού είναι χαραγμένο πάνω σε τοπία που μιλούν από μόνα τους. Φυσικά σκηνικά που υποβάλλουν. Μέρη που δημιουργούν μια μεταφυσική αίσθηση και αποπνέουν μια δυστοπική μελαγχολία.