3 ΑΠΟΛΑΥΣΤΙΚΑ FEELGOOD ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ
Για αρκετούς, τα feelgood μυθιστορήματα κρύβουν μία ενοχή. Εμείς, μένουμε στην απόλαυση που μας προσφέρουν και προτείνουμε 3 τίτλους που ξεχωρίσαμε.
Τι είναι αυτό που μας κάνει να έχουμε ενοχές όταν διαβάζουμε ένα feelgood μυθιστόρημα; Υπάρχουν τίτλοι και συγγραφείς που θεωρείται κατακριτέο να φιλοξενούνται στα ράφια μας ή τελικά το μόνο κριτήριο θα έπρεπε να είναι το πώς μας κάνει να νιώθουμε ένα βιβλίο;
Όταν επισκέπτομαι ένα σπίτι, το πρώτο πράγμα που συνήθως θα κοιτάξω είναι η βιβλιοθήκη του. Μου δίνει πάντα ορισμένες πληροφορίες για το ποιόν του ιδιοκτήτη της, όχι μόνο από τους τίτλους που θα βρω στις ράχες των βιβλίων αλλά ακόμα και από την οργάνωσή που έχουν ή δεν έχουν τα ράφια της.
Feelgood μυθιστορήματα: Ενοχή ή απόλαυση;
Αναρωτήθηκα λοιπόν τις προάλλες, κοιτάζοντας τα δικά μου ράφια, τι να μαρτυρούν για τις επιλογές αλλά και τον χαρακτήρα μου. Σκέφτηκα για παράδειγμα πως έχω επιμελώς φροντίσει να κρύψω δήθεν τυχαία στα κάτω κάτω ράφια ή πίσω από παλιά ντοσιέ, όλα τα βιβλία που κάποιος θα χαρακτήριζε ελαφριά ή –αν ήταν λιγότερο επικριτικός– θα έλεγε πως ανήκουν στο είδος των feelgood ιστοριών.
Τι με έκανε αφενός να τα κρύβω αλλά αφετέρου να μην τα χαρίζω ή έστω να μην τα εξορίζω σε κάποιο άλλο δωμάτιο; Αν ήταν ένα guilty pleasure –όπως εκείνη η σοκολάτα που κρύβεις στο συρτάρι– ποιο συναίσθημα ήταν το κυρίαρχο; Η ενοχή ή η απόλαυση;
Η ενοχή του να μην επενδύεις «σωστά» τον χρόνο σου
Υπάρχει από τη μια η τυραννία του ελεύθερου χρόνου που όλο λιγοστεύει και από την άλλη η κυρίαρχη τάση, αυτόν τον εναπομείναντα χρόνο να τον κάνουμε οπωσδήποτε κάτι χρήσιμο, κάτι δημιουργικό. Όσον αφορά συγκεκριμένα την ανάγνωση βιβλίων, αν τυχόν εκδηλώσεις μια προτίμηση που δεν συνάδει με ένα εκλεπτυσμένο λογοτεχνικό γούστο, θα βρεθεί σχεδόν πάντα κάποιος βιβλιόφιλος που θα σε κοιτάξει στραβά ή θα κουνήσει το κεφάλι με απογοήτευση. Νομίζω πως κάθε τέτοιος λογοτεχνικός... δικαστής, έχει ξεχάσει όλη τη διαδρομή που διένυσε μέχρι να φτάσει να κάνει αυτές τις επιλογές που του επιτρέπουν να κρίνει τους υπόλοιπους ως αναγνωστικά κατώτερους.
Μιλώντας σε προσωπικό επίπεδο, ειδικά σε μικρότερη ηλικία, ήταν άπειρες οι φορές που με είχα πιάσει να επιλέγω ένα βιβλίο «κλασικό» ή πιο βαθυστόχαστο με απώτερο σκοπό να το περιφέρω ως τρόπαιο στη σχολή μου ή στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς. Αυτό φυσικά είχε ως αποτέλεσμα να χάσω βαθμιαία το εγγενές ενδιαφέρον για το διάβασμα και να μπει αυτή η τόσο αγαπημένη μου ασχολία στη λίστα με τα πράγματα που πρέπει να γίνουν «σωστά».
Αυτό που με βοήθησε τότε να βγω από το αναγνωστικό τέλμα, ήταν η συμβουλή μιας φίλης, η οποία μου είπε: «Σκέψου τι θα ήθελε να διαβάσει ο 8χρονος εαυτός σου, αυτός που ήταν απαλλαγμένος από στερεότυπα και ταμπέλες. Σκέψου ότι μόλις έχεις δανειστεί ένα βιβλίο από τη βιβλιοθήκη του σχολείου σου, και καθώς μπαίνεις στο σπίτι, πετάς βιαστικά την τσάντα σου, πιάνεις το βιβλίο στα χέρια σου και αρχίζεις να το διαβάζεις».
Feelgood μυθιστορήματα: Η απόλαυση μιας καλής ιστορίας
Όταν ξεκίνησα, λοιπόν, να επιλέγω βιβλία, όχι αναλόγως με το τι μου επέβαλλε ένας αόρατος λογοτεχνικός κριτής, αλλά με το τι επιθυμούσα να διαβάσω εκείνη τη δεδομένη στιγμή, ξανακέρδισα σιγά σιγά την αγάπη μου για το διάβασμα. Σταμάτησε να είναι ένα έξωθεν επιβεβλημένο καθήκον και έγινε πάλι αυτό που πάντα ήταν: μια από τις μεγαλύτερές μου απολαύσεις. Τόσο μεγάλη που μπορούσε να χωράει όλα τα είδη και όλο το εύρος των συγγραφέων. Το μόνο για το οποίο δεν υπήρχε χώρος, ήταν οι ενοχές για αυτές τις επιλογές μου.
Άρχισα να κοιτάζω τα πιο «ελαφριά» μυθιστορήματα και πια ήμουν ευγνώμων για κάθε «βαριά» μου στιγμή, την οποία με συντρόφευσαν. Μπορούσα να θυμηθώ ποιο μου έκανε παρέα σε μια άβολη καρέκλα δίπλα σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου, με ποιους ήρωες έβγαινα για καφέ και ζεστή σοκολάτα, όταν η δική μου όρεξη είχε εντελώς κοπεί και ποιο είχε κάνει τους δείκτες του ρολογιού να τρέχουν όταν για όλους τους άλλους ήταν σταματημένοι.
Καταλαβαίνω μεγαλώνοντας πως αυτές οι σκέψεις συνοψίζονται στην φράση του Χ. Οικονόμου: «Οι ιστορίες αφορούν πάντα κάποιον άλλον και όταν πάψεις να πιστεύεις στις ιστορίες, παύεις να πιστεύεις στον άλλον». Όσοι διαβάζουν, θα το ξέρουν καλά πως στο τέλος της ημέρας το θέμα είναι κάποιος να σου διηγηθεί μια καλή ιστορία. Το τι την κάνει καλή, το αποφασίζει ο καθένας μόνος του και εξαρτάται πάντα, μεταξύ άλλων, από την εκάστοτε διάθεσή του.
3 feelgood μυθιστορήματα που ξεχωρίσαμε
#1 ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΕ ΑΓΧΟΣ, BACKMAN FREDRIK
Το βιβλίο ξεκινά με τη ληστεία μιας τράπεζας. Η νεαρή ληστής προκειμένου να διαφύγει της σύλληψης, μπαίνει σε ένα διαμέρισμα και κρατά ομήρους όλους όσους τυχαίνει να βρίσκονται εκεί. Μια ετερόκλητη ομάδα άγνωστων μεταξύ τους ανθρώπων, που το μόνο κοινό τους φαινομενικά είναι η κάνη που τους σημαδεύει. Καθώς εξελίσσεται η πλοκή, ο αναγνώστης γνωρίζει καλύτερα αυτούς τους, συχνά αστείους, ήρωες και εκείνοι ανακαλύπτουν πως τους δένουν πολλά περισσότερα από την ομηρία τους. Τους δένει κυρίως η ανθρωπιά τους και η δύναμη που έχουν να συγχωρούν.
#2 ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ ΣΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, ΜΑΤ ΧΕΙΓΚ
«Ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο υπάρχει μια βιβλιοθήκη», είπε. «Και μέσα σ' αυτή τη βιβλιοθήκη, τα ράφια συνεχίζονται επ' άπειρον». Η ζωή της Νόρα, της ηρωίδας, δείχνει να πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο, τόσο που κάποια στιγμή αποφασίζει να δώσει μόνη της ένα τέλος. Τότε ξαφνικά βρίσκεται σε μια βιβλιοθήκη, όπου κάθε βιβλίο που ανοίγει, μπορεί να της προβάλει –σαν ταινία– μια εναλλακτική έκβαση της ζωής της.
Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα μιλάει με έναν πολύ έξυπνο και αστείο τρόπο για όλους τους ανθρώπους που αντί να ζήσουν, αναλώνονται στο τι θα είχε γίνει εάν…
#3 ΟΙ ΕΠΙΒΑΤΕΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΑΘΡΑΣ 5, CLARE POOLEY
Tι μπορεί να συμβεί όταν σπάει ένας από τους πιο σημαντικούς άγραφους κανόνες των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς, σύμφωνα με τον οποίον, δεν μιλάμε ποτέ τους στους συνεπιβάτες μας, ακόμα και αν τους συναντάμε κάθε πρωί; Αν μιλούσαν μεταξύ τους όλοι αυτοί οι άγνωστοι που κρατιούνται κάθε μέρα από τις ίδιες χειρολαβές, μήπως θα έβλεπαν ότι τους ενώνουν περισσότερα από όσα τους χωρίζουν;
Αυτό ακριβώς το υποθετικό σενάριο, πραγματεύεται η Pooley, και με τη μοναδική της πένα, εισάγει λίγο λίγο τον αναγνώστη στο δικό της προσωπικό σύμπαν. Μετά από κάμποσες σελίδες, νιώθεις πως και εσύ παίρνεις μαζί με τους ήρωες το τρένο κάθε πρωί, και συνεχίζεις να τους κουβαλάς μέσα σου, ακόμα και όταν οι σελίδες και τα δρομολόγια τελειώσουν.