ΕΧΟΥΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙ ΒΙΤΑΜΙΝΕΣ ΤΑ ΣΥΣΚΕΥΑΣΜΕΝΑ ΤΡΟΦΙΜΑ ΜΕ ΤΗ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΝΔΕΙΞΗ;
Είναι δυνατόν συσκευασμένα τρόφιμα όπως χυμοί, δημητριακά, ακόμα και τσίχλες να έχουν πράγματι βιταμίνες, όπως αναγράφεται στις ετικέτες τους;
Πόσες φορές έχεις σταθεί μπροστά από τα ράφια του σούπερ μάρκετ προσέχοντας τις λέξεις «ενισχυμένο» ή «περιέχει βιταμίνες» σε ετικέτες προϊόντων; Από χυμούς και δημητριακά μέχρι γαλακτοκομικά, τα εμπλουτισμένα τρόφιμα υπόσχονται να ενισχύσουν τη διατροφή μας, προσθέτοντας απαραίτητες βιταμίνες και μέταλλα σε κάθε μας γεύμα. Αυτές οι προσθήκες μάλιστα είναι τόσο διαδεδομένες, που σχεδόν 68% των καταναλωτών πιστεύει ότι τα ενισχυμένα τρόφιμα προσφέρουν πραγματικά οφέλη στην υγεία τους.
Παρ’ όλα αυτά, είναι όλα τα ενισχυμένα τρόφιμα πραγματικά ωφέλιμα; Κι αν ναι, με ποιον τρόπο; Πολλοί καταναλωτές στρέφονται σε αυτά τα προϊόντα πιστεύοντας ότι θα καλύψουν διατροφικές ανάγκες ή θα βελτιώσουν την ευεξία τους. Η αλήθεια είναι πως οι ετικέτες με υποσχέσεις για επιπλέον θρεπτικά στοιχεία μας κάνουν να αισθανόμαστε ασφαλείς. Είναι όμως η ενίσχυση των τροφίμων μια απλή διαδικασία προσθήκης βιταμινών ή μήπως κρύβει περισσότερα από όσα φαίνονται;
Στην πραγματικότητα, ο όρος «fortification» ή ενίσχυση δεν είναι γνωστός σε βάθος. Πέρα από το marketing, η ενίσχυση των τροφίμων προσεγγίζει θέματα πολύπλοκα, που αφορούν την απορρόφηση των θρεπτικών συστατικών από τον οργανισμό και τα πιθανά οφέλη ή ίσως τους κινδύνους από την κατανάλωση αυτών των τροφίμων.
Τι είναι ο εμπλουτισμός και τι η ενίσχυση τροφίμων;
Υπάρχει διαφορά στις δύο αυτές έννοιες και είναι σημαντική.
- Όταν αναφερόμαστε στον εμπλουτισμό, μιλάμε για την αποκατάσταση θρεπτικών συστατικών που χάθηκαν κατά την επεξεργασία ενός τροφίμου. Ένα τυπικό παράδειγμα είναι το αλεύρι, το οποίο μετά από εκτενή επεξεργασία εμπλουτίζεται με φυλλικό οξύ και άλλα θρεπτικά συστατικά που αφαιρέθηκαν.
- Η ενίσχυση (ή αλλιώς fortification) είναι η διαδικασία προσθήκης νέων θρεπτικών στοιχείων σε ένα προϊόν για να αυξηθεί η θρεπτική του αξία, ανεξάρτητα από την επεξεργασία που έχει υποστεί. Για παράδειγμα, σε πολλά ροφήματα χυμού προστίθεται επιπλέον βιταμίνη D, με σκοπό να ενισχυθεί η ημερήσια πρόσληψή της, που είναι σημαντική για το ανοσοποιητικό και τα οστά.
ΟΙ ΒΙΤΑΜΙΝΕΣ ΣΤΑ ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΕΝΑ ΤΡΟΦΙΜΑ ΕΙΝΑΙ ΣΥΧΝΑ ΣΥΝΘΕΤΙΚΕΣ ΕΚΔΟΧΕΣ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΚΑΙ ΔΕΝ ΑΠΟΡΡΟΦΩΝΤΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΤΡΟΠΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟ ΜΑΣ.
Σε τι διαφέρουν τα ενισχυμένα με βιταμίνες τρόφιμα από αυτά που τις έχουν φυσικά;
Όταν πρόκειται για βιταμίνες και θρεπτικά συστατικά, πολλοί αναρωτιούνται εάν οι βιταμίνες που προστίθενται σε εμπλουτισμένα τρόφιμα και συμπληρώματα είναι το ίδιο αποτελεσματικές με αυτές που βρίσκονται φυσικά στα τρόφιμα. Η απάντηση δεν είναι τόσο απλή…
Ένα από τα πλεονεκτήματα των συμπληρωμάτων διατροφής είναι ότι μπορούν να κατασκευάζονται σε ειδικές μορφές οι οποίες δεν είναι εύκολο να ενσωματωθούν σε τρόφιμα ως πρόσθετα. Ένα παράδειγμα είναι το μεθυλοφυλλικό οξύ –μία από τις ενεργές μορφές του φυλλικού οξέος– που δεν προστίθεται στα τρόφιμα αλλά διατίθεται σε συγκεκριμένα συμπληρώματα διατροφής. Αυτές οι μορφές είναι σχεδιασμένες για να απορροφώνται και να αξιοποιούνται αποτελεσματικά από τον οργανισμό.
Από την άλλη, οι βιταμίνες που προστίθενται στα εμπλουτισμένα τρόφιμα συχνά προστίθενται μεμονωμένα, αντί να βρίσκονται μαζί με τις φυσικές συνοδευτικές ενώσεις που υπάρχουν στα τρόφιμα και βελτιώνουν την απορρόφηση και τη δράση τους. Έτσι, παρόλο που ένας χυμός εμπλουτισμένος με βιταμίνη C μπορεί να ακούγεται θρεπτικός, δεν παρέχει τα ίδια οφέλη με ένα φυσικό φρούτο που περιέχει βιταμίνη C μαζί με φυτικές ίνες, φλαβονοειδή και άλλα στοιχεία που συνεργάζονται.
Ένα ακόμη χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το γάλα χαμηλών λιπαρών, στο οποίο συχνά προστίθεται βιταμίνη D. Η βιταμίνη αυτή είναι λιποδιαλυτή, που σημαίνει ότι χρειάζεται ένα περιβάλλον με λιπαρά για να απορροφηθεί αποτελεσματικά από τον οργανισμό. Στο γάλα με μειωμένα λιπαρά, η βιταμίνη D ενδέχεται να μην απορροφάται εξίσου καλά, καθώς το λιπαρό στοιχείο που είναι απαραίτητο για την απορρόφησή της έχει αφαιρεθεί κατά την επεξεργασία του. Το ίδιο συμβαίνει και με άλλες λιποδιαλυτές βιταμίνες, όπως η βιταμίνη Α.
Επιπλέον, οι βιταμίνες που χρησιμοποιούνται στα εμπλουτισμένα τρόφιμα είναι συχνά συνθετικές εκδοχές των φυσικών θρεπτικών συστατικών. Ερευνητές επισημαίνουν ότι τα συνθετικά αυτά στοιχεία δεν απορροφώνται πάντα με τον ίδιο τρόπο από τον οργανισμό μας, αφήνοντας περιθώριο για λιγότερα οφέλη σε σχέση με τα φυσικά τρόφιμα. Άρα, παρόλο που τα ενισχυμένα τρόφιμα φαίνεται να προσφέρουν μια εύκολη λύση για την πρόσληψη βιταμινών, οι διαφορές στην απορρόφηση και τη βιοδιαθεσιμότητα υποδεικνύουν ότι τα φυσικά τρόφιμα είναι συχνά ανώτερα για την κάλυψη των διατροφικών μας αναγκών.
Με την ενίσχυση και τον εμπλουτισμό, οι εταιρείες τροφίμων υπόσχονται ότι γεμίζουν τα «κενά» διατροφής. Μπορούν πραγματικά να αναβαθμίσουν τη διατροφή μας ή μήπως υπάρχουν ανεπάρκειες που δεν καλύπτονται;
Εμπλουτισμένα τρόφιμα και διατροφική εκπαίδευση
Τα εμπλουτισμένα τρόφιμα, με τις εντυπωσιακές συσκευασίες και τις ετικέτες που υπόσχονται «επιπλέον βιταμίνες», προσφέρουν στα παιδιά μια εύκολη και ευχάριστη επιλογή. Όμως, η κατανάλωση τέτοιων προϊόντων από μικρή ηλικία μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την ψυχολογική τους σχέση με το φαγητό. Σε μια περίοδο που διαμορφώνονται οι διατροφικές τους συνήθειες, τα παιδιά ίσως μάθουν να αναζητούν την «ενίσχυση» των θρεπτικών συστατικών μόνο σε τυποποιημένα τρόφιμα, αντί να εκτιμούν τη φυσική ποικιλία των τροφών. Αυτή η εξάρτηση από εύκολες, εμπλουτισμένες επιλογές μπορεί να αλλοιώσει την σχέση τους με τα ολόκληρα, φυσικά τρόφιμα, που παρέχουν τα θρεπτικά συστατικά στην αυθεντική τους μορφή.
Για παράδειγμα, στο πρωινό τα παιδιά συχνά επιλέγουν δημητριακά που διαφημίζονται ως εμπλουτισμένα με σίδηρο ή βιταμίνες του συμπλέγματος Β. Αν και αποτελούν δημοφιλή επιλογή, συχνά περιέχουν πρόσθετα σάκχαρα και συντηρητικά. Αντίθετα, ένα μπολ με φυσικό γιαούρτι, φρέσκα φρούτα και λίγους ξηρούς καρπούς προσφέρει μια πλήρη και φυσική πηγή βιταμινών, μετάλλων και φυτικών ινών χωρίς πρόσθετα. Ή κάποιο αβγό με λαχανικά εποχής είναι πάντοτε μια καλή πηγή πρωτεΐνης και θρεπτικών για να ξεκινούν την ημέρα τους.
Αντίστοιχα, σκεφτείτε πως λαχανικά όπως οι μπάμιες, που είναι από τα πλέον αντιοξειδωτικά τρόφιμα, πλούσιες σε βιταμίνες και φυτικές ίνες, δεν προτιμώνται από τα περισσότερα παιδιά. Εδώ, η συνήθεια της κατανάλωσης μιας ευρείας γκάμας φυσικών τροφίμων είναι απαραίτητη, καθώς τα παιδιά που δοκιμάζουν ποικιλία φρέσκων λαχανικών και φρούτων αναπτύσσουν μια πιο υγιή, ισορροπημένη διατροφική σχέση, αποφεύγοντας να βασίζονται σε «γρήγορες λύσεις» που υπόσχονται επιπλέον βιταμίνες και άρα απενεχοποιούν την επιλογή τους.
Η ποικιλία στη διατροφή και η εκτίμηση για τα φυσικά τρόφιμα, εποχιακά και μη επεξεργασμένα, βοηθούν τα παιδιά να αναπτύξουν σωστές διατροφικές συνήθειες, θέτοντας τις βάσεις για μια ισορροπημένη και ευχάριστη σχέση με το φαγητό.
ΠΟΣΟ ΘΡΕΠΤΙΚΟ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΤΡΟΦΙΜΟ ΠΟΥ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΝΑ «ΔΙΟΡΘΩΘΕΙ» ΓΙΑ ΝΑ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ ΑΞΙΑ;
Κίνδυνοι υπερκατανάλωσης και παραπλανητικές υποσχέσεις
Ένας από τους βασικούς κινδύνους υπερκατανάλωσης εμπλουτισμένων τροφίμων είναι η παραπλανητική αίσθηση υγείας που δημιουργούν. Οι ετικέτες που προβάλλουν την προσθήκη θρεπτικών στοιχείων μπορούν να κάνουν τους καταναλωτές να αισθάνονται ότι κάνουν μια πιο υγιεινή επιλογή, ακόμα κι αν το ίδιο το προϊόν είναι επεξεργασμένο και περιέχει υψηλά επίπεδα σακχάρων ή ανθυγιεινών λιπαρών. Για παράδειγμα, ένας χυμός φρούτων μπορεί να αναγράφει «εμπλουτισμένος με βιταμίνη C», αλλά η προσθήκη της βιταμίνης δεν αναιρεί την υψηλή περιεκτικότητα σε σάκχαρα και την έλλειψη φυτικών ινών σε σχέση με το ολόκληρο φρούτο.
Επιπλέον, η ευρεία διαθεσιμότητα τέτοιων προϊόντων μπορεί να οδηγήσει τους καταναλωτές να υπερκαταναλώνουν εμπλουτισμένα τρόφιμα, πιστεύοντας ότι όσο περισσότερες βιταμίνες λαμβάνουν, τόσο το καλύτερο για την υγεία τους. Η πραγματικότητα είναι ότι η υπερβολική πρόσληψη συγκεκριμένων βιταμινών και μετάλλων δεν έχει πάντα θετικά αποτελέσματα, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να προκαλέσει αλληλεπιδράσεις με φάρμακα ή να δημιουργήσει ανισορροπίες στον οργανισμό.
Τέλος, η προσθήκη συνθετικών βιταμινών συχνά λειτουργεί ως εργαλείο marketing, προσπαθώντας να καλύψει τη χαμηλότερη διατροφική αξία που έχει προκύψει από την επεξεργασία των τροφίμων. Όπως παραδέχονται ειδικοί, η προσθήκη βιταμινών σε ένα προϊόν συχνά γίνεται για να αντισταθμίσει τα θρεπτικά συστατικά που χάθηκαν κατά την επεξεργασία, κάτι που αναδεικνύει το ερώτημα: Πόσο πραγματικά θρεπτικό μπορεί να είναι ένα τρόφιμο που χρειάζεται να «διορθωθεί» για να προσφέρει αξία;
Ενημερωμένες επιλογές
Η επιλογή φρέσκων, μη επεξεργασμένων τροφίμων βοηθάει να λαμβάνουμε τις βιταμίνες και τα μέταλλα σε πιο βιοδιαθέσιμη μορφή, με τα συνοδά θρεπτικά στοιχεία που λειτουργούν συνδυαστικά για την καλύτερη απορρόφησή τους.
Είναι σημαντικό να καλλιεργήσουμε μια σχέση με τη διατροφή που δεν στηρίζεται μόνο στην ιδέα των «ενισχυμένων» επιλογών. Πρέπει να ενσωματώνουμε ποικιλία φυσικών τροφών, να μάθουμε να εκτιμάμε τα οφέλη των ολόκληρων τροφίμων, από λαχανικά και φρούτα μέχρι όσπρια. Έτσι, αντί να αναζητούμε τη «γρήγορη λύση» στα εμπλουτισμένα προϊόντα, θα εκπαιδεύσουμε τον εαυτό μας να αναγνωρίζει την πραγματική αξία μιας ισορροπημένης διατροφής.
Πιστεύω ότι οι καταναλωτές πρέπει να εκπαιδεύονται στο να διαβάζουν κριτικά τις ετικέτες των τροφίμων, να αναγνωρίζουν τις διατροφικές τους ανάγκες και να επιλέγουν προϊόντα που συνεισφέρουν θετικά στην υγεία τους, χωρίς να υποκαθιστούν τα φυσικά, μη επεξεργασμένα τρόφιμα.
Ο Θεόδωρος Πρεβεδώρος είναι βιοχημικός MSc, με εξειδίκευση στο μικροβίωμα.