Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΠΟΥ ΘΑ ΘΥΜΑΜΑΙ ΠΑΝΤΑ
Τέσσερεις δημοσιογράφοι του OW διηγούνται ιστορίες από Επιταφίους που τους έχουν μείνει αξέχαστοι για τελείως διαφορετικούς λόγους.
Ιστορία #1: Τραγουδώντας το «Ω Γλυκύ μου Έαρ» στη λούπα
Της Μυρτώς Αντωνοπούλου
Με τη θρησκεία δεν έχω σχέση. Δεν γνωρίζω καλά τα έθιμα της εκκλησίας και οι λίγες φορές που την έχω επισκεφθεί, είναι εκεί γύρω στο Πάσχα. Ωστόσο, το Ω Γλυκύ μου Έαρ ακουμπάει κάπου μέσα μου κάθε φορά που το ακούω στον Επιτάφιο. Μου αρέσει η μελωδία του, μου δημιουργεί μια αίσθηση γαλήνης και ελπίδας. Ίσως επειδή το έχω συνδέσει με τον Επιτάφιο που έχω ζήσει ουκ ολίγες φορές στον Πόρο, στη διάρκεια της εφηβείας μου.
Σας περιγράφω συνοπτικά το σκηνικό που διαδραματίζεται ο Επιτάφιος στον οποίο αναφέρομαι, για να έχετε μια εικόνα: Ο κόσμος ξεκινάει από το Μοναστήρι του Πόρου (χτισμένο ανάμεσα στα Πλατάνια με μοναδική θέα στη θάλασσα – αν δεν έχετε πάει, βάλτε το στα πλάνα) και κατεβαίνει ένα δρομάκι που φιδοσέρνεται (πολύ μου αρέσει αυτή η λέξη, γιατί περιγράφει ακριβώς τη διαδρομή) μέχρι την ομώνυμη παραλία (Μοναστήρι).
Ο κόσμος κρατάει κεριά και φαναράκια, με τις φλόγες τους να αποτελούν τη μοναδική πηγή φωτός σε μια διαδρομή που σε κάνει να βλέπεις και να μυρίζεις τη γοητεία του δάσους. Πεύκα δεξιά και αριστερά και στο τέλος να σε περιμένει η θάλασσα. Και όλο αυτό ενώ τραγουδάς στη λούπα το Ω Γλυκύ μου Έαρ.
Ομολογώ ότι δεν έχω πάει ποτέ από την αρχή του Επιταφίου, δεν έχω καταφέρει καν να δω τον Επιτάφιο από κοντά. Συνήθειο της οικογένειάς μου όταν ήμουν παιδί ήταν να φτάνουμε αργοπορημένοι, φορώντας φόρμα –ή τζιν, στην καλύτερη περίπτωση–, αμφίεση που ερχόταν σίγουρα σε αντίθεση με τα περιποιημένα ντυσίματα των ντόπιων, αλλά ταίριαζε ιδανικά στους εκδρομείς του τριημέρου.
Το ιδιότυπο αυτό «έθιμο» της καθυστέρησης συνέχισα με μεγάλη ευλάβεια και στη δική μου οικογένεια. Αυτό δεν μας εμπόδιζε –ούτε τότε, ούτε τώρα– από το να μπούμε με τα φαναράκια μας ανάμεσα στον κόσμο, να συντονίσουμε το βήμα μας μαζί τους και να πιάσουμε το νήμα από τον στίχο που βρίσκονται οι υπόλοιποι.
Να τονίσω εδώ ότι όλη αυτή η αίσθηση της κατάνυξης και η επαφή με τη φύση, απέκτησαν θετικό πρόσημο μετά την εφηβεία μου – σε εκείνη τη φάση θεωρούσαμε αδιανόητη την επιμονή των γονιών να κάνουμε Επιτάφιο "στην άκρη του νησιού" ή καλύτερα "στην άκρη του κόσμου" (σημείωση: απόσταση κέντρο Πόρου - Μοναστήρι με αμάξι: 8 λεπτά), αντί να διασκεδάζουμε με βαρελότα μέσα στην κοσμοσυρροή της κεντρικής εκκλησίας του νησιού με τους ντόπιους φίλους μας.
Φέτος, ανυπομονώ να ακούσω για ακόμα μια φορά το Ω Γλυκύ μου Έαρ στη διαδρομή από το Μοναστήρι του Πόρου. Άλλωστε δεν είναι πολλά τα χρόνια μέχρι να φτάσουν και τα δικά μου παιδιά στην εφηβεία – και τότε ποιος ξέρει τι θα μας σούρουν για το μέρος που τους τραβάμε να κάνουν Επιτάφιο…
Ιστορία #2: Η φορά που δεν έκανα Επιτάφιο ήταν η πιο συγκλονιστική
Της Κέλλυς Σώκου
Είμαι ο άνθρωπος που λατρεύει τα έθιμα της Μεγάλης Εβδομάδας και καθόλου της Κυριακής του Πάσχα. Είμαι αυτή που θα πάει σχεδόν κάθε απόγευμα της Μεγάλης Εβδομάδας στην εκκλησία και κάθε Μεγάλη Παρασκευή θα βρεθεί πίσω από κάποιον Επιτάφιο να τραγουδάει το Ω Γλυκύ μου Έαρ.
Λατρεύω τον γκρι, βροχερό ουρανό της ημέρας, τα χρώματα και τις μυρωδιές των λουλουδιών, τη μουσική και τα λόγια των τροπαρίων, την κατάνυξη και τη νηστεία. Η εξήγηση δεν είναι κατά βάση θρησκευτική, αλλά περισσότερο υπαρξιακή. Νιώθω σαν όλα αυτά να συνδέουν το μέσα μου με τη φύση, σα να με γειώνουν στο εδώ και τώρα. Κι ύστερα βιώνω όλη τη θλίψη που μπορεί να σε βγάλει σε ένα μεγάλο ξέφωτο χαράς και ελπίδας.
Μία Μεγάλη Παρασκευή όμως δεν πήγα στον Επιτάφιο, διότι δεν είχα καμία αντοχή και διάθεση. Και ήταν η πρώτη της ζωής μου από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Ήταν Μεγάλη Εβδομάδα του 2011 και είχα μόλις γεννήσει στις 31 εβδομάδες, δηλαδή πρόωρα. Το μωρό παρουσίαζε αρκετές σοβαρές επιπλοκές λόγω της προωρότητας, τη μία από αυτές στην καρδιά.
Η κατάσταση ήταν κρίσιμη, διότι το παιδί δεν ανταποκρινόταν στα φάρμακα, αλλά οι γιατροί δεν μας θορυβούσαν. Ήταν πρωί Μεγάλης Παρασκευής, όταν στο επισκεπτήριο μας είπαν: «Κοιτάξτε, στο παρελθόν μπορεί και να χάναμε παιδιά από αυτό το πρόβλημα, όχι πλέον όμως». Οι επόμενες ώρες με βρήκαν σε ένα παρεκκλήσι κοντά στο μαιευτήριο όπου νοσηλευόταν το μωρό να προσεύχομαι. Ο πόνος από τα ράμματα της καισαρικής δεν είχε περάσει, αλλά ο ψυχικός νικούσε κατά κράτος.
Το απογευματινό επισκεπτήριο δεν έγινε ποτέ. Μας ενημέρωσαν ότι κάποιο μωρό βρισκόταν σε έκτακτη ανάγκη και έτσι κανένας γονιός δεν μπορούσε να δει το παιδί του. Φύγαμε ξανά με άδεια αγκαλιά και πολύ γκρι γύρω μας και μέσα μας. Λίγες ώρες μετά βρισκόμουν σχεδόν ξεψυχισμένη στον καναπέ να προσπαθώ να αντλήσω γάλα για το μωρό.
Ξημέρωσε Μεγάλο Σάββατο και το τηλέφωνο του μπαμπά της χτύπησε. Μας ζητούσαν επειγόντως από το νοσοκομείο. Ήμουν βέβαιη ότι το μωρό που την προηγούμενη το απόγευμα είχε πρόβλημα ήταν το δικό μας αλλά δεν τολμούσα να του το πω.
Εκεί μας ανακοίνωσαν ότι το παιδί μας το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής έπαθε μεγαλοκαρδία και κόντεψε να «φύγει». Θα έμπαινε άμεσα να χειρουργηθεί σε λίγες ώρες, ανήμερα Μεγάλου Σαββάτου στις 23 Απριλίου του 2011. Δεν θέλησαν να μας ανησυχήσουν το προηγούμενο βράδυ γιατί κατάφεραν να τη «σταθεροποιήσουν», αλλά για πόσο; Για τον σκοπό αυτό είχαν καλέσει τον καρδιοχειρουργό να επιστρέψει από τις διακοπές του. Ήταν ο μόνος που μπορούσε να αναλάβει περιστατικά κάτω των 2 κιλών...
Είναι μάλλον περιττό να μιλήσω για τις ώρες εκείνες που ο κόσμος μου σταμάτησε και η καρδιά μου χτυπούσε στους παλμούς μια τόσης δα καρδιάς σε σώμα 1700 γραμμαρίων. Θα πω όμως πως, όταν τελικά βγήκε από το χειρουργείο και μας επέτρεψαν να τη δούμε, ένιωσα ότι η Ανάσταση είχε έρθει λίγο νωρίτερα. Και πως όχι τυχαία δεν βρέθηκα στον Επιτάφιο το προηγούμενο βράδυ.
Η μοναδική Μεγάλη Παρασκευή που δεν με βρήκε στην εκκλησία, το μοναδικό Πάσχα που δεν έκανα Ανάσταση με λαμπάδα, ήταν τα πιο αληθινά που έχω ζήσει ποτέ. Αυτό που άφησε στη ζωή μας, μου θυμίζει πάντα το υπέρλαμπρο φως που σε περιμένει εκεί, στην άκρη του σκοτεινού τούνελ, όταν όλες οι ελπίδες μοιάζουν πεθαμένες, για να διαλύσει τα σκοτάδια σου.
Ιστορία #3: Η αποδοχή της ταπεινότητας
Της Μαρίας Παπαδοδημητράκη
Μεγάλωσα σε μια οικογένεια που πιστεύει, με έναν παππού ψάλτη που άφησε την τελευταία του πνοή στην εκκλησία και με μια μαμά που κάθε Κυριακή πρωί με ξύπναγε για να πάω στο Κατηχητικό (και δεν με άφηνε να κοιμηθώ λίγο παραπάνω ή να δω τα αγαπημένα μου κινούμενα σχέδια).
Παρά το ευνοϊκό κλίμα, δεν έγινα άνθρωπος της θρησκείας και οι εκκλησίες με αφήνουν αδιάφορη. Όσο για τη σχέση μου με τον κλήρο, καλύτερα να μην τη σχολιάσω.
Παρ' όλα αυτά, υπάρχει μια μέρα μέσα στις 365 του χρόνου που σηκώνομαι από τον καναπέ χωρίς γκρίνια, βάζω ένα τζιν (παρά τις παροτρύνσεις της μαμάς να φορέσω κάτι πιο καλό) και κατεβαίνω στην εκκλησία της γειτονιάς μου. Υπάρχει η Μεγάλη Παρασκευή. Η μέρα που λέμε τα εγκώμια και ο Επιτάφιος γυρίζει στους στενούς δρόμους της ενορίας.
Δεν το κάνω από υποχρέωση ούτε επειδή μέσα μου τρεμοπαίζει μια φλόγα πίστης. Αυτό που με τραβάει είναι η κατάνυξη που δείχνει ο άνθρωπος την ώρα αυτή. Είναι ίσως από τις ελάχιστες φορές που βλέπω το είδος μας να συνειδητοποιεί την ταπεινότητά του. Να αποδέχεται ότι δεν είναι τέλειο και αήττητο. Είναι η μέρα που σταματούν οι φωνές και επιτέλους ακούς τι λέει κάποιος άλλος.
Είναι, όμως, και η μέρα που με πάει πίσω στα παιδικά μου χρόνια, τότε που ένα τσούρμο μαθητές ακολουθούσαμε τον Επιτάφιο και τους ιερείς και ψέλναμε τα εγκώμια. Η μέρα που μαζευόμασταν από νωρίς στην πλατεία μπροστά από την εκκλησία, λέγαμε τα νέα μας και παίρναμε μερικά βλέμματα επιδοκιμασίας από τους ηλικιωμένους.
Ιστορία #4: Νησιωτικός Επιτάφιος στη Σχοινούσα
Της Πάτιας Ιορδανίδου
Το Πάσχα έπεφτε πολύ νωρίς τη χρονιά που ταξίδεψα μέχρι τη Σχοινούσα για διακοπές. Ήταν τις πρώτες μέρες του Απρίλη, αν θυμάμαι καλά. Το σκηνικό ήταν πολύ διαφορετικό από την καλοκαιρινή εποχή της επέλασης των τουριστών. Το προηγούμενο καλοκαίρι είχα μαγευτεί από τις πανέμορφες παραλίες και τους χαλαρούς ρυθμούς της Σχοινούσας και είχα αποφασίσει να επιστρέψω στο μικροσκοπικό κυκλαδονήσι την άνοιξη, για να ανακαλύψω την πιο άγρια και μοναχική πλευρά του. Επίσης, αν εξαιρέσεις την κοσμοπολίτικη Κέρκυρα, με τα λαοφιλή έθιμα και τον συνωστισμό, δεν είχα περάσει ποτέ Πάσχα σε νησί.
Η ατμόσφαιρα πράγματι ήταν πολύ διαφορετική. Το τοπίο είχε ακόμα τα σημάδια του χειμώνα και η θερμοκρασία ήταν χαμηλή. Λίγος κόσμος, μόνο ντόπιοι, ησυχία και κατάνυξη. Ό,τι ακριβώς χρειάζεσαι τις μέρες του Πάσχα. Τη Μεγάλη Παρασκευή το πρωί, οι ελεύθερες κοπέλες του νησιού ανέλαβαν τον στολισμό του Επιταφίου στην κατάλευκη εκκλησία της Παναγίας της Ακαθής με τον θαλασσί τρούλο, που βρίσκεται στη Χώρα και είναι σημείο αναφοράς για τους ντόπιους. Είχαν φέρει άφθονα λουλούδια από τους αγρούς και τις αυλές τους, που τα τοποθέτησαν στον Επιτάφιο.
Η βραδινή διαδρομή της περιφοράς από την εκκλησία στο νεκροταφείο χαράχτηκε στη μνήμη και άγγιξε την ψυχή μου, ως εικόνα, εμπειρία και αίσθηση. Στα πεζούλια κατά μήκος του δρόμου υπήρχαν αυτοσχέδια φαναράκια φτιαγμένα με τενεκεδάκια και κεριά που έλιωναν με φυτίλι. Αχνοφέγγοντας, οι μικρές φλόγες τους φώτιζαν τη μακριά πορεία μας μέχρι το νεκροταφείο.
Παρόλο που έκανε κρύο, η ατμόσφαιρα ήταν ζεστή. Μπροστά μας απλωνόταν σκοτεινή η θάλασσα του Αιγαίου, στο φόντο ηχούσαν πένθιμα οι καμπάνες και όλοι, βαθιά θρησκευόμενοι ή όχι, ακολουθούσαμε ευλαβικά, ολόψυχα και σιωπηρά τον Επιτάφιο. Ήταν μια τελετή υπνωτιστική και μυσταγωγική, που μου δημιούργησε μια μοναδική αίσθηση γαλήνης και ευφορίας που δεν είχα ξανανιώσει ποτέ μέχρι τότε τη Μεγάλη Παρασκευή.