iStock

ΟΣΑ ΕΜΑΘΑ ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΗ ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ

Η αναζήτηση «εσωτερικής» γυναίκας για έναν δικό σου άνθρωπο είναι μια περιπέτεια που σε διδάσκει πολλά. Και για τον εαυτό σου.

Το γήρας δεν αστειεύεται. Σμιλεύει τους ανθρώπους με το χέρι της φθοράς, αλλάζοντας τη μορφή τους, το γέλιο τους, το περπάτημα, τα πάντα. Βουτάω στη θλίψη βλέποντας την κάποτε αγέρωχη και γεμάτη ζωή  μητέρα μου να σηκώνεται ασθμαίνοντας από το κρεβάτι και να χάνει την ανάσα της ώσπου να βράσει το νερό για το τσάι της. Δεν έχει χάσει το μυαλό της, αλλά σταδιακά χάνει όλα τα υπόλοιπα. Και την υπομονή της μαζί.

Η ογδονταεπτάχρονη σήμερα «κυρία Δέσποινα» (για τους παιδικούς μου φίλουςζει έναν όροφο κάτω από το σπίτι που μένω με την οικογένειά μου. Ιδανική συνθήκη γειτνίασης φαινόταν πριν από δώδεκα χρόνια, όταν ανακαινίστηκε το πατρικό σπίτι. Παρά τα προβλήματα υγείας της, η κρητική καρδιά τής έδινε την τόλμη να κάνει τα πάντα. Θα μαγείρευε και θα πρόσεχε τα παιδιά και, όταν θα το ‘φερνε η ώρα της δικής της ανάγκης, θα βοηθούσαμε εμείς εκείνη. Και ζήσαμε εμείς καλά κι αυτοί καλύτερα...

Θα ήταν η ωραία ιστορία της ζωής μας, αν δεν ήταν «παραμύθι». Ντρέπομαι που θα το ομολογήσω: Ήρθε η στιγμή της ανάγκης της και νιώθω ανήμπορη να τη βοηθήσω. «Μια μάνα φέρνει βόλτα τρία παιδιά, τρία παιδιά δεν φέρνουν βόλτα μία μάνα», έλεγε πριν από κανα-δυο χρόνια κατακεραυνώνοντας την κόρη μιας φίλης της. Σαρανταπεντάχρονη εργαζόμενη και μητέρα, η κόρη της Στέλλας είχε καταθέσει τα όπλα και έφευγε από το μέτωπο της πρώτης βοήθειας προσλαμβάνοντας για την ανήμπορη μητέρα της μία «γυναίκα».

Cherchez la femme: Αναζητήστε τη γυναίκα

«Γυναίκα» είναι ο δόκιμος όρος που χρησιμοποιούν οι μυημένοι στη διαδικασία αναζήτησης εικοσιτετράωρου φροντιστή για τον δικό τους άνθρωπο: Ψάχνω γυναίκα. Ξέρεις καμιά γυναίκα; Έφυγε η γυναίκα… Εύκολα αντικαθίσταται και από τον επιθετικό προσδιορισμό «εσωτερική» (σκέτο).

iStock

Για κάποιο λόγο που η ψυχανάλυση δεν μου έχει αποκαλύψει ακόμη, δεν πίστευα ποτέ ότι θα ερχόταν η ώρα της αδύναμης μάνας. Πιθανόν φαντασιωνόμουν τον εαυτό μου αιώνια μικρό και υπό την προστασία της μητέρας μου παιδί. Αλλά η ρημάδα η ζωή σού δίνει τα μαθήματά της με τον δύσκολο τρόπο. Οι ρόλοι άλλαξαν και φευ! Γίνομαι η μάνα της μαμάς μου. Παρά τους ψυχικούς τριγμούς μου και τις αντιστάσεις της μητέρας μου, που συνοψίστηκαν στη φράση «δεν την έχω ανάγκη», έβαλα τα πόδια στην πλάτη σε μία κούρσα αναζήτησης πληρωμένης βοήθειας.

Το τοπίο, που στην αρχή θεωρούσα θολό, ξεκαθάρισε από τα πρώτα κιόλας χαρτάκια και sms φίλων και γνωστών με τα τηλέφωνα από «γυναίκες» και «γραφεία». Πριν κaν καλέσεις τον πρώτο αριθμό, ξέρεις και λεπτομέρειες. Είσαι πια στο κόλπο και μαθαίνεις τι παίζει: Οι Γεωργιανές πλειοψηφούν και κρατούν το παιγνίδι στα χέρια τους. Υπάρχουν και αρκετές Ουκρανές, από τις «παλιές», που ήρθαν πριν τον πόλεμο και εγκαταστάθηκαν στη χώρα μας. (Αντίθετα, αρκετές από τις ομοεθνείς τους που ήρθαν για να γλιτώσουν από τους βομβαρδισμούς, επέστρεψαν τελικά στην πατρίδα τους). Βουλγάρες δεν συναντάς πια συχνά. Οι περισσότερες κατάφεραν να κάνουν ένα μικρό κομπόδεμα και το πήγαν στα παιδιά τους για να κάνουν εκείνα προκοπή. Οι Φιλιππινέζες «λιβίν» (έτσι αυτοαποκαλούνται, δίνοντας μία λέξη για το live-in) σπάνια κυκλοφορούν έξω από τη ζώνη Φιλοθέης-Ψυχικού. Κι αν ξεμακρύνουν, είναι για να ανεβούνε προς Κηφισιά ή για να κλειστούν σε ένα σπίτι με θέα το Καβούρι στα νότια. Κάπως έτσι.

Όποιος ψάχνει, βρίσκει;

Τα γραφεία, επίσημα ή ανεπίσημα, στέλνουν στον υποψήφιο πελάτη πρώτα τα «βαρίδια», τις γυναίκες που για διάφορους λόγους ξεμένουν συχνά από δουλειά. Το σκεπτικό είναι: Aν ο πελάτης έχει μεγάλη ανάγκη, θα κρατήσει την όποια γυναίκα εμφανιστεί πρόθυμη να κρατήσει τον ανήμπορο ή και ανοϊκό ηλικιωμένο. Τη χρήσιμη αυτή πληροφορία μου την έδωσε γείτονας, πολύπειρος στην υπόθεση «εσωτερική», που έχει δει πολλές γυναίκες να περνάνε από το προσκέφαλο της ανοϊκής μητέρας του. Τελευταία και καλύτερη –ισχυρίζεται ο ίδιος– αποδείχτηκε μία Αφρικανή. Η γενέτειρά της είναι μια κουκίδα στον χάρτη της Αφρικής, με όνομα πρωτάκουστο  δύσκολο να συγκρατήσει κανείς. «Έχει κάποια φίλη καλή να μας συστήσει;» ρώτησα. «Όχι».

γυναίκα με ηλικιωμένο
iStock

Κάλεσα το πρώτο τηλέφωνο που πήρα. «Γραφείο»-μονοπρόσωπη εταιρεία, ήτοι μία κυρία από χώρα του πρώην Ανατολικού Μπλοκ, που μεσολαβεί με το αζημίωτο για να σου βρει εσωτερική. Ήξερα ήδη τον μισθό: 900-1000 ευρώ. Αν είσαι μακριά από το κέντρο της πόλης, όπως στη δική μας περίπτωση, πας στο χιλιάρικο. Το γραφείο παίρνει τα εύρετρα ανάλογα με τη νομική του υπόσταση. Μπορεί να είναι 500 ευρώ για τη γυναίκα που θα κλείσεις μπορεί και παραπάνω. Ή να δώσεις ένα αρχικό ποσό και με αυτά τα χρήματα να δεις τρεις γυναίκες.

Τι άλλο μαθαίνεις:

  • Οι εσωτερικές εργάζονται έξι ημέρες την εβδομάδα και στο ρεπό τους δεν συμπεριλαμβάνεται διανυκτέρευση. Κάποιες προτιμούν να πάρουν ρεπό καθημερινή για να κάνουν τις δουλειές τους, κάποιες επιλέγουν να μην το πάρουν καθόλου και το πωλούν στον εργοδότη προς πενήντα ευρώ.
  • Αν ο άνθρωπός σου είναι κατάκοιτος, για παράδειγμα από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο και δεν μπορείς να τον φροντίσεις μόνος σου θα τα δώσεις έτσι κι αλλιώς. Είτε στη μόνιμη γυναίκα ή σε κάποια φίλη της που θα κάνει το ρεπό της.
  • Αν το γραφείο είναι οργανωμένο και οι ιδιοκτήτες επαγγελματίες, βρίσκουν οι ίδιοι αντικαταστάτη για τις ημέρες της άδειας.

Το πρώτο ραντεβού με τη γυναίκα

Η κυρία που θα μου έβρισκε τη γυναίκα έχει βαριά προφορά και φωνάζει δυνατά στο αυτί μου: «Θέλει δικό της δωμάτιο, wi-fi, τηλεόραση». Εντάξει, είπα και σκέφτηκα ότι πρέπει να αδειάσω ένα δωμάτιο στο οποίο κατά καιρούς στοιβάζουμε κάποια από τα υπάρχοντά μας και να εγκαταστήσω τα απαιτούμενα. Έχοντας την αίσθηση του κατεπείγοντος –ίσως και υποκειμενική– δέχτηκα να δω αμέσως μία γυναίκα «πολύ καλή, με ελληνικά όπως Ελληνίδα…»

Κυριακή πρωί στο μετρό της Παλλήνης. Έχω την περιγραφή της, έχει τη φωτογραφία του αυτοκινήτου μου. Στο κάθισμα του συνοδηγού περιμένουν ζεστά-ζεστά το κρουασάν για να τη φιλέψω μόλις φτάσουμε σπίτι. Σκόπιμα δεν θα αναφερθώ στην εθνικότητα. Δεν συμφωνώ στη στοχοποίηση φυλών και εθνοτήτων. Θα πω μόνο πόσο αταίριαστη μου φάνηκε γι' αυτή τη δουλειά. Μία γυναίκα φιλάρεσκη, με πρόσωπο πρησμένο από εμφυτεύματα και μειωμένη ψυχική αντοχή όπως πρόδιδε η υγρασία στα μάτια της κάθε τόσο, πώς θα περνούσε τον χρόνο της με την ανήμπορη μάνα μου; Η ανάγκη των χρημάτων, θα μου πείτε.

φροντιστής ηλικιωμένου
iStock

Μπήκε κατευθείαν στο ψητό: 1.000 ευρώ, Πέμπτη ρεπό, να δω τον χώρο, να το σκεφτώ γιατί είναι μακριά. Δεν ζήτησε να δει τη μητέρα μου και απέφευγε να συζητήσει για τις λεπτομέρειες της δουλειάς, για το «job description», που είναι συγκεκριμένο και αφηρημένο μαζί: κάνεις οτιδήποτε αφορά τον άνθρωπο που φροντίζεις.

«Χαρτιά έχεις;» Μίλησε άξαφνα η φωνή της λογικής, δηλαδή ο σύζυγός μου. Όχι, ήταν η απάντηση.

Και μετά πληροφορήθηκα ότι λίγες γυναίκες μεταξύ εκείνων που προέρχονται από χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ έχουν χαρτιά. Και αυτές είναι περιζήτητες. Τις βρίσκεις από στόμα σε στόμα. Δεν προλαβαίνουν να φτάσουν στα γραφεία και να δώσουν μίζα για να πάρουν μια δουλειά. Αν «προσλάβεις» μία γυναίκα χωρίς χαρτιά, βρίσκεσαι απέναντι στον νόμο με ό, τι αυτό συνεπάγεται. Το χειρότερο σενάριο; Το «εργατικό ατύχημα» σε ανασφάλιστο. Δεν είχα σκεφτεί τι θα μπορούσε να συμβεί αν έπεφτε κι έσπαγε το ισχίο της μία γυναίκα εργαζόμενη στο σπίτι μου… Με προσγείωσε φίλη δικηγόρος.

(Λεπτομέρεια με μικρή σημασία: με την πρώτη κυρία που είδα δεν δώσαμε τα χέρια. Όχι μόνο για τα χαρτιά, που δεν είχε, αλλά για τη χημεία, που δεν υπήρχε).

Το τηλέφωνο χτύπησε λίγες μέρες μετά και η άτυπη υπεύθυνη του άτυπου γραφείου ευρέσεως εργασίας επιβεβαίωσε την άποψη του φίλου μου. Ναι, τώρα θα μου έστελνε μια «πραγματικά καλή κυρία με χαρτιά». Ήθελα χρόνο για να σκεφτώ αν ήθελα τελικά να μπλέξω σε όλο αυτό. Και είχα κι άλλες κυρίες να δω. Και τις συνάντησα: Εκείνη που τελικά δεν μιλούσε ελληνικά, αλλά… «καταλάβαινε». Τη φίλη της φίλης που κρατάει τη μαμά της φίλης, που μύριζε αλκοόλ. Μία συμπαθέστατη μεγάλη και κουρασμένη κυρία, που ήθελε μία τελευταία δουλειά για να γυρίσει στην πατρίδα της, αλλά είχε στραπατσαρισμένο γόνατο…

Η περιπέτεια δεν είχε τελειωμό. Ενδιάμεσες παρεμβολές οι «φουσκωμένες» ιστορίες από τον ευρύτερο κύκλο: Πήρε μία τάδε εθνικότητας και δύο μήνες αφού πέθανε η γιαγιά, μπήκαν και τους κλέψανε. Ή: Ήταν διπολική και κόντεψε να τους τρελάνει. Ή: Κάπνιζε κρυφά και θα τίναζε το σπίτι στον αέρα με το οξυγόνο της μάνας δίπλα στο κρεβάτι της. Νόμιμα γραφεία εύρεσης εργασίας θα σου εγγυηθούν ότι τίποτα από αυτά δεν συμβαίνει με τις δικές τους γυναίκες. Αλήθεια;

Από την άλλη, έχω δει γυναίκες-διαμάντια να προσέχουν τους αγαπημένους γονείς των φίλων μου: Στοργικές και υπομονετικές, σέβονται τον άνθρωπο που φεύγει χάνοντας τις δυνάμεις του ή και τον εαυτό του, όταν έχει άνοια. Κατανοούν την προσπάθεια του συγγενή να εξοικονομήσει όχι μόνο τα 1.000 ευρώ του μισθού τους, αλλά και τις παράπλευρες δαπάνες που σημαίνει για μία οικογένεια η σίτιση ενός ακόμη ατόμου. Οι γυναίκες αυτές κάνουν αιματηρές οικονομίες για να στείλουν χρήματα στις ρημαγμένες χώρες και στους φτωχούς συγγενείς. Και ονειρεύονται να προλάβουν να γεράσουν σπίτια τους. Όταν τις συναντώ καμιά φορά επισκεπτόμενη τα σπίτια των φίλων μου, νιώθω ανάμεικτο σεβασμό και θλίψη γι’ αυτές. Η ζωή είναι άδικη.

Και θυμώνω όταν ακούω το γνωστό «Ποιες είναι για να παίρνουν τόσα;» Εμείς με τι τίμημα θα φροντίζαμε/πλέναμε/ταΐζαμε στο στόμα έναν άγνωστο ηλικιωμένο; Μεταξύ μας, μάς τρομάζει να το κάνουμε για τον αγαπημένο μας γονιό 24 ώρες το εικοσιτετράωρο.

Απολογισμός

Θεατής μακρινός των τεκταινόμενων η μητέρα μου, η οποία χαμογελάει από μέσα της γιατί ξέρει: από τον λαβύρινθο των σκέψεων δεν θα βγούμε εύκολα με μία απόφαση. Και για λίγο ακόμη, όσο της μένει η όποια λειτουργία ζωντανή, θα έχει τη μικρή βοήθεια μίας κυρία από τη γειτονιά. Κι εμείς θα βάλουμε πίσω στο δωμάτιο «της κυρίας» τις κούτες με τα αναμνηστικά των παιδιών, που αρνιόμαστε πεισματικά να πετάξουμε και θα πάρουμε χρόνο –αν υπάρχει– για να σκεφτούμε τι θα κάνουμε στο μέλλον.

SLOW MONDAY NEWSLETTER

Θέλεις να αλλάξεις τη ζωή σου; Μπες στη λογική του NOW. SLOW. FLOW.
Κάθε Δευτέρα θα βρίσκεις στο inbox σου ό,τι αξίζει να ανακαλύψεις.