ΕΛΕΝΗ ΚΟΚΚΙΔΟΥ: «ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΣΑ ΠΟΤΕ ΝΑ ΖΗΣΩ ΣΥΜΒΑΤΙΚΑ»
Ενώ ετοιμάζεται να αποχαιρετήσει οριστικά την τηλεοπτική «Μουρμούρα» και να παίξει το καλοκαίρι στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, η Ελένη Κοκκίδου ενσαρκώνει στη σκηνή μια θρυλική τραγουδίστρια, που πέρασε από τη ζωή σαν «διάττων αστέρας»: τη Φλέρυ Νταντωνάκη.
Η εκθετική δύναμη της τηλεόρασης έκανε την Ελένη Κοκκίδου γνωστή σε πάρα πολύ κόσμο. Κόσμο που δεν ήξερε τη μέχρι τότε πορεία της. Που μπορεί, ας πούμε, να μην την είχε δει στο «Σπιρτόκουτο», τη θρυλική ταινία του Γιάννη Οικονομίδη, πριν από είκοσι χρόνια. Ή στη «Γυναίκα της Πάτρας», τον θεατρικό μονόλογο που πρωτόπαιξε το 2010, προκαλώντας μεγάλη αίσθηση με την ερμηνεία της.
Η αλήθεια είναι ότι πολλά δεν είναι ευρέως γνωστά για Ελένη Κοκκίδου, μια ηθοποιό που επί δέκα χρόνια μπαίνει στα σπίτια μας ως Βούλα, με την τηλεοπτική σειρά «Μην αρχίζεις τη μουρμούρα». Όπως ότι η πρώτη της ενασχόληση με την τέχνη έγινε μέσω της μουσικής. Ή ότι έκανε σπουδές ψυχολογίας –τις οποίες δεν ολοκλήρωσε– και ότι εργάστηκε για χρόνια ως ξεναγός.
Η αγάπη της για τη μουσική και το θέατρο συναντιούνται τώρα στην παράσταση «Το τραγούδι της Φλέρυς», έναν μονόλογο για τη Φλέρυ Νταντωνάκη, φωνή φαινόμενο του ελληνικού τραγουδιού. «Μια φωνή που μπορεί να ελευθερώνει την καρδιά μας», όπως σημειώνει ο σκηνοθέτης Μάνος Καρατζογιάννης.
Γραμμένο από τον βραβευμένο πεζογράφο Δημήτρη Οικονόμου, το έργο τοποθετείται το 1985, όταν η Φλέρυ Νταντωνάκη έδωσε την τελευταία της μεγάλη συναυλία στη Ρωμαϊκή Αγορά. Η κοσμοσυρροή ήταν τέτοια, που έπαθε κρίση αγοραφοβίας, εγκατέλειψε το πάλκο και πέρασε κάποια ώρα μόνη της, προσπαθώντας να βρει το κουράγιο να συνεχίσει. Όταν το κατάφερε και ολοκλήρωσε τη συναυλία, το κοινό την αποθέωσε.
Η Ελένη Κοκκίδου γίνεται Φλέρυ Νταντωνάκη
– Πώς σας φάνηκε όταν σας πρότειναν να υποδυθείτε σε αυτόν τον θεατρικό μονόλογο τη Φλέρυ Νταντωνάκη;
Δώρο. Ένα δώρο. Είναι πολύ αγαπημένη μου, έχω μεγαλώσει μαζί της. Είναι λατρεμένη μου.
– Είχατε ποτέ την ευκαιρία να τη συναντήσετε όσο ζούσε;
Όχι, ήμουν μικρή. Δεν είμαστε της ίδιας γενιάς. Απλά ακούγαμε στο σπίτι Χατζιδάκι, ήταν η παιδεία μου τέτοια. Και όταν βγήκε ο «Μεγάλος Ερωτικός», εγώ έπαθα σοκ. Ήξερα όλον τον δίσκο απέξω, τον τραγούδαγα, έπαιζα κομμάτια του στο πιάνο.
Όταν άκουσα τη Φλέρυ να τραγουδά Χατζιδάκι, έπαθα σοκ – το ίδιο σοκ που είχα πάθει όταν πρωτάκουσα τη Μαρία Κάλλας! Η συνάντηση της Φλέρυς με τον Χατζιδάκι ήταν από τις σπάνιες συναντήσεις που γίνονται σε αυτή τη ζωή. Ήταν ένα πεπρωμένο, ας πούμε, να συναντηθούν αυτοί οι δύο άνθρωποι. Και αυτός να την επηρεάσει πολύ, είναι ο Πυγμαλίων της με έναν τρόπο, αλλά και αυτή πιστεύω ότι τον επηρέασε. Η καρδιά της, η ψυχή της, το μυαλό της ήταν πολύ ανοιχτά. Οπότε αυτός βρήκε έναν ελεύθερο χώρο, ένα ελεύθερο πεδίο να λειτουργήσει απρόσκοπτα. Με αυτήν την έννοια πιστεύω ότι σίγουρα ήταν και για τον Χατζιδάκι μία ευτυχισμένη στιγμή, όταν την γνώρισε.
– Η Φλέρυ Νταντωνάκη δεν είναι από τα πρόσωπα που σίγουρα γνωρίζει ο κόσμος σήμερα.
Όχι, γιατί έζησε σαν διάττων αστέρας. Έλαμψε πολύ δυνατά και μετά έσβησε, εξαφανίστηκε. Οπότε, θα έπρεπε είτε να ζεις εκείνη την εποχή και να άκουγες τις μουσικές του Χατζιδάκι και άλλων που τραγούδησε, ή να ασχολείσαι με τη μουσική και να έχεις μια κουλτούρα που σου επιτρέπει να εκτιμήσεις το μεγαλείο αυτής της φωνής.
– Το κείμενο της παράστασης είναι καινούργιο και ανεβαίνει για πρώτη φορά.
Ναι, γράφτηκε από τον Δημήτρη Οικονόμου, ο οποίος είναι μυθιστοριογράφος. Είναι το πρώτο του πόνημα στο θέατρο και έχει πάρα πολλές πληροφορίες για τη ζωή της. Εγώ προσπαθώ να βρω μία χρυσή τομή, ένα νήμα, ας πούμε, που ενώνει τον ψυχισμό της με τον δικό μου ψυχισμό. Όσο μπορώ βέβαια να καταλάβω τον ψυχισμό της, γιατί παραμένει ένας γρίφος τι είχε μέσα στην ψυχή της αυτή η γυναίκα.
– Ακριβώς, γι’ αυτό και ακούγεται κάπως παράτολμο να προσπαθήσει κανείς να ανασυνθέσει ένα συγκεκριμένο γεγονός από τη ζωή της.
Το γεγονός είναι αφορμή, δεν έχει σημασία για την παράσταση. Η παράσταση είναι η σχέση της με την τέχνη της, η σχέση της με τη μουσική, η σχέση με τον Χατζιδάκι, η σχέση με τους ανθρώπους, με τον πατέρα της, ο οποίος την κακοποιούσε, το πώς σε όλη της τη ζωή έψαχνε την αγάπη, το ότι κάποια στιγμή αρχίζει και χάνει την ψυχική της ισορροπία. Αυτά μας ενδιαφέρουν. Σε μια στιγμή που καλείται να βγει στη σκηνή και φοβάται, ξετυλίγει τη ζωή της μπροστά στα μάτια του θεατή, κερδίζοντας χρόνο.
– Είχατε εσείς ποτέ παρόμοια εμπειρία, να φοβάστε να βγείτε στη σκηνή;
Όχι. Κάποτε είχα πάθει μία κρίση πανικού, πάρα πολλά χρόνια πριν, που τραγούδαγα σε μία μικρή σκηνή. Ξέρετε, στο τραγούδι είσαι τρομερά εκτεθειμένος. Στο θέατρο ανήκεις σε ένα σύνολο – εκτός βέβαια αν κάνεις μονόλογο. Στο τραγούδι ή κερδίζεις το κοινό ή το χάνεις, δεν υπάρχουν πολλές επιλογές. Τότε, λοιπόν, φαίνεται ότι τότε με είχε ταράξει κάτι στη ζωή μου, δεν θυμάμαι τι, και είχα πάθει μια κρίση πανικού. Τελικά πήγα και τραγούδησα. Στο θέατρο δεν μου έχει συμβεί ποτέ, φυσικά. Το θέατρο για μένα είναι σωτηρία, δεν είναι φόβος.
– Στην παράσταση αυτή τραγουδάτε.
Ε, βέβαια τραγουδάω. Μα, θα παίξω τη Φλέρυ Νταντωνάκη και δεν θα τραγουδάω; Εννοείται! Γι’ αυτό και είπα αμέσως το ναι. Η Φλέρυ είναι η φωνή της, δεν είναι η ζωή της. Είναι η φωνή της. Η φωνή της ταξίδεψε πολλούς ανθρώπους. Λέει σε ένα σημείο: «Το τραγούδι μου θα ακούγεται στις κορφές τις ψηλές των βουνών και στα δρακόσπιτα». Δηλαδή, θα υπάρχει πάντα, κάπου εκεί, ψηλά, σαν το αεράκι. Όπως είναι ο ήχος του ανέμου που χαϊδεύει τις πλαγιές των βουνών, έτσι θα ακούγεται και η φωνή μου. Ήταν μία φωνή πολύ «πάνω από τη Γη». Η παρουσία αυτής της γυναίκας είχε μία ιερότητα.
Γυναίκες που διεκδικούν
– Η πρεμιέρα της παράστασης είχε προγραμματιστεί για την Ημέρα της Γυναίκας. Τι σας λέει αυτός ο συγχρονισμός;
Η Φλέρυ πολέμησε πολύ για την ελευθερία της. Το λέει και το όνομά της, Ελευθερία λέγεται. Πολέμησε πάρα πολύ για την ελευθερία της, ειδικά στην κρητική κοινωνία στην οποία μεγάλωσε, τη δεκαετία του ’50. Μία τέτοια προσωπικότητα δεν μπορούσε να σταθεί σε μία κλειστή κοινωνία, όπως είναι η κρητική, γι’ αυτό σηκώθηκε και έφυγε, πήγε στην Αμερική, και συνέπεσε με τα μεγάλα κινήματα της δεκαετίας του ’60, και στην Αμερική και στην Ευρώπη. Το αίτημα ήταν η ισοδυναμία της γυναίκας, το να θεωρηθεί η γυναίκα εξίσου σημαντική όπως και ο άντρας. Ταυτίζεται η Φλέρυ με όλο αυτό. Είναι ο τρόπος που έζησε, αυτό που έψαχνε στη ζωή της και επίσης η χρονική περίοδος που έζησε.
– Έχετε πει κι εσείς ότι χρειάστηκε να διεκδικήσετε στη ζωή σας τη θέση που θέλατε, κόντρα σε επιθυμίες της οικογένειάς σας.
Ναι, βέβαια. Ανήκω στον απόηχο των παιδιών των λουλουδιών. Στην Αμερική, τα ξαδέρφια μου τα πρώτα ήταν χίπηδες. Όταν εγώ ήμουν μικρή, ταξίδευαν πολύ και όποτε περνούσαν από την Ελλάδα για να πάνε σε διάφορα μέρη τους έβλεπα. Έφερναν τις μουσικές τους, όλη την ατμόσφαιρα εκείνης της περιόδου στην Αμερική. Ήταν ο πόλεμος του Βιετνάμ, μεγάλα γεγονότα τότε. Από αυτά εγώ πήρα τον απόηχο.
Και μετά έπεσα στη γενιά του ’80, τότε που έγινε μία μεγάλη επανάσταση στην Ελλάδα. Η χώρα ξαναγεννιόταν μετά τη δικτατορία, αρχίσαμε να έχουμε επαφές με το εξωτερικό, να έρχονται άνθρωποι που σπούδασαν έξω, να ακούγονται μουσικές, να έρχονται συναυλίες. Ήταν μία πολύ ευφρόσυνη και ελπιδοφόρα δεκαετία. Σε αυτό το πλαίσιο έζησα το μεγάλωμά μου, μετά τις σπουδές, και είμαι κι εγώ ένα τέτοιο παιδί. Δεν μπόρεσα ποτέ να ζήσω συμβατικά. Είναι και η καλλιτεχνική μου φύση που δεν μου το επέτρεπε αυτό.
– Σήμερα πώς βλέπετε τη θέση της γυναίκας στην ελληνική κοινωνία;
Υπάρχουν πάντα δύο μέτρα και δύο σταθμά. Δεν είναι παντού τα ίδια, αλλά η ιστορία του Covid μάς πήγε πάρα πολύ πίσω. Πολύ εύκολα άντρες, και νέοι μάλιστα, αποφασίζουν να σκοτώσουν την συμβία τους. Είναι αποκαλυπτικό αυτό για την ελληνική κοινωνία. Δεν ξέρω αν θα λυθεί ποτέ αυτό το θέμα, πάντως αξίζει τον κόπο να πολεμάμε για να έχουν οι γυναίκες τον χώρο που τους αναλογεί, καταρχάς μέσα στην οικογένεια, και κατά δεύτερον μέσα στην κοινωνία. Υπάρχει πάντα η μεγάλη μάζα, που είναι συντηρητική, και μία μειονότητα, η οποία προχωράει μπροστά. Αλλά δεν αλλάζουνε εύκολα οι κοινωνίες. Ναι, είμαστε καλύτερα από ό,τι ήμασταν τη δεκαετία του ’50 και του ’60, αλλά και πάλι νομίζω ότι περνάμε γενικότερα μία πολύ συντηρητική περίοδο.
Η δύναμη της τέχνης
– Πώς σας έχει φανεί το ζήτημα με το Προεδρικό Διάταγμα που υποβαθμίζει τις σπουδές υποκριτικής και οι αντιδράσεις που προκάλεσε;
Είναι υποτιμητικό για τους καλλιτέχνες. Έτσι κι αλλιώς, η ελληνική κοινωνία δεν είχε ποτέ σε μεγάλη εκτίμηση τους καλλιτέχνες. Αυτό το ζούσαν οι καλλιτέχνες ανά τους αιώνες, αλλά κάποια στιγμή απέκτησαν μία οντότητα και μία ισονομία με τους υπόλοιπους. Διότι η δυτική κοινωνία –τουλάχιστον που εγώ γνωρίζω– αναγκάστηκε να δεχτεί ότι χωρίς τους καλλιτέχνες η ζωή είναι δυσβάσταχτη. Απέκτησαν, λοιπόν, την αξία που πρέπει να έχουν. Το να λες στους ηθοποιούς, στους χορευτές, στους μουσικούς ότι είναι σαν απόφοιτοι λυκείου είναι υποτιμητικό. Και πρέπει γρήγορα να βρεθεί ένας τρόπος να αξιολογούνται τα πτυχία των καλλιτεχνικών σχολών.
Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τέχνη. Θα είναι το πιο άχαρο πράγμα. Το πιο δύσκολο είναι να ζει κανείς καλά... Πολύ δύσκολο. Και η τέχνη είναι αυτή που του ανοίγει δρόμους, που τον παρηγορεί.
– Εσάς τι σας βοηθάει να ζείτε καλά;
Η τέχνη! Η τέχνη που εξασκώ και η τέχνη που προσλαμβάνω. Η λογοτεχνία, η μουσική, οι εκθέσεις, το θέατρο, ο κινηματογράφος, όλες οι τέχνες. Αυτό με έσωσε στη ζωή μου. Και το ότι εγώ η ίδια είμαι ένας άνθρωπος της τέχνης. Έχω πει και σε άλλες συνεντεύξεις ότι νιώθω σαν να είναι ο φυσικός μου χώρος η σκηνή. Με μεγάλο κόπο και άγχος και προσπάθεια και προσήλωση και θυσίες σε επίπεδο προσωπικής ζωής.
– Οι σπουδές ψυχολογίας που είχατε κάνει σας βοήθησαν στις σχέσεις σας με τους ανθρώπους.
Πάρα πολύ. Και στις σχέσεις μου με τους ανθρώπους, αλλά και στη δουλειά, στο θέατρο.
– Εκτός από την τέχνη, τι άλλο σας δίνει χαρά στη ζωή;
Η φύση. Η φύση και τα ζώα, τα λουλούδια, ό,τι ωραίο υπάρχει γύρω μας. Και νομίζω ότι αρνούμαι να μπω στη λειτουργία του σύγχρονου ανθρώπου, των νέων ανθρώπων δηλαδή, που η τεχνολογία παίρνει τόσο σημαντικό μερίδιο στη ζωή τους. Αρνούμαι να μπω σε αυτό. Δεν έχω Instagram, δεν έχω τη διάθεση. Μάλλον αρχίζω να γερνάω, δεν ξέρω.
Η Ελένη Κοκκίδου μετά τη «Μουρμούρα»
– Γιατί αποφασίσατε να μη συνεχίσετε του χρόνου στο «Μην αρχίζεις τη μουρμούρα»;
Σταματάω στο σημείο που νιώθω ότι πια θα γίνει για μένα ρουτίνα. Δεν θέλω να γίνει έτσι, γιατί ήταν μεγάλη χαρά για μένα αυτή η δουλειά.
– Έχετε καλλιτεχνικά απωθημένα; Υπάρχει κάποιο όνειρο επαγγελματικό που θα θέλατε να κυνηγήσετε;
Ναι, ήταν η Επίδαυρος. Όχι η Επίδαυρος ως χώρος. Το να αναμετρηθώ με αυτά τα κείμενα. Ήθελα κάποια στιγμή να το κάνω και ήρθε η ώρα. Θα παίξω την Εκάβη το καλοκαίρι.
Η παράσταση «Το τραγούδι της Φλέρυς», με την Ελένη Κοκκίδου, παίζεται στο Θέατρο ΣΤΑΘΜΟΣ (Βίκτωρος Ουγκώ 55, Αθήνα – Τηλ.: 210 52 30 267). Κλείσε εισιτήρια