ΠΩΣ ΣΥΝΔΕΟΝΤΑΙ ΤΑ ΑΝΤΙΚΑΤΑΘΛΙΠΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΟΝΙΟ ΠΟΝΟ
Ενώ πολλοί γιατροί χορηγούν αντικαταθλιπτικά ως έσχατη λύση για την αντιμετώπιση του χρόνιου πόνου, μια νέα έρευνα διαπιστώνει μειωμένη αποτελεσματικότητα αυτών των φαρμάκων σε τέτοιες περιπτώσεις.
Υπολογίζεται ότι περίπου 1 στους 5 ανθρώπους στην Ευρώπη νιώθει συνεχή πόνο μέτριας έως σοβαρής έντασης. Αυτό σημαίνει ότι περίπου το 20% του ευρωπαϊκού πληθυσμού αντιμετωπίζει δυσκολίες στην κοινωνική και εργασιακή του ζωή, λόγω του χρόνιου πόνου που βιώνει (αν δεις τη σειρά Dopesick θα καταλάβεις περισσότερα για τη διαχείριση του χρόνιου πόνου).
Στα άτομα που υποφέρουν συχνά προτείνεται η λήψη αντικαταθλιπτικών φαρμάκων, όταν άλλες θεραπείες έχουν αποτύχει. Ωστόσο, η συζήτηση για την αποτελεσματικότητα αυτών των φαρμάκων στην ανακούφιση από τον χρόνιο πόνο είναι αμφισβητούμενη, με τις δύο πλευρές να παρουσιάζουν αντικρουόμενα επιχειρήματα.
Μια ανασκόπηση κλινικών δοκιμών, που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο The BMJ, εξέτασε την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα των αντικαταθλιπτικών στη θεραπεία του χρόνιου πόνου και βρήκε ελάχιστα στοιχεία που να υποστηρίζουν ότι η λήψη αυτών είναι αποτελεσματική σε περιπτώσεις χρόνιου πόνου.
Είναι τελικά τα αντικαταθλιπτικά ένα ακόμα «όπλο» στη θεραπεία του χρόνιου πόνου;
Οι ερευνητές πραγματοποίησαν μια λεπτομερή ανάλυση των αποτελεσμάτων 156 τυχαιοποιημένων δοκιμών που περιλάμβαναν περισσότερους από 25.000 συμμετέχοντες. Εξέτασαν την αποτελεσματικότητα οκτώ τύπων αντικαταθλιπτικών στη θεραπεία 22 παθήσεων πόνου, όπως είναι ο πόνος στην πλάτη, η χρόνια κεφαλαλγία τάσης, ο μετεγχειρητικός πόνος, το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, και η ινομυαλγία, και άλλες περιπτώσεις όπου οι άνθρωποι νιώθουν εκτεταμένο πόνο.
Η ερευνητική ομάδα διαπίστωσε ότι τα περισσότερα από αυτά τα φάρμακα δεν είναι αποτελεσματικά, συμπεριλαμβανομένης μιας κατηγορίας που ονομάζεται τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά (όπως η αμιτριπτυλίνη) τα οποία είναι ο πιο κοινός τύπος που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία του πόνου στο Ηνωμένο Βασίλειο, και μιας άλλης κατηγορίας, των εκλεκτικών αναστολέων επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRI), που χρησιμοποιείται πολύ συχνά στις ΗΠΑ.
Η μόνη κατηγορία που απέδειξε κάποια αποτελεσματικότητα ήταν ένα είδος που ονομάζεται επιλεκτικοί αναστολείς της επαναπρόσληψης της σεροτονίνης και της νοραδρεναλίνης (SNRIs), όπως η ντουλοξετίνη. Αλλά ακόμη και αυτοί μείωσαν τον πόνο κατά ένα μέτριο ποσό: λιγότερο από 10 πόντους σε μια κλίμακα από το 0 έως το 100.
«Φαίνεται να είναι μια μικρή διαφορά», εξηγεί ο Giovanni Ferreira, ένας εκ των ερευνητών που συμμετείχαν στη μελέτη. Το να ζητάς από τους ανθρώπους να αξιολογήσουν υποκειμενικά τον πόνο τους σε μια αριθμητική κλίμακα είναι ο μόνος τρόπος για να εκτιμήσεις την έκτασή του, γεγονός που καθιστά τη διάγνωση και τη θεραπεία του πόνου ακόμη πιο δύσκολη.
Μια ανασκόπηση που είχε γίνει το 2021 από το Εθνικό Ινστιτούτο Αριστείας για την Υγεία και τη Φροντίδα (NICE), οργανισμό που παρέχει ιατρικές κατευθυντήριες γραμμές για την Αγγλία και την Ουαλία, είχε καταλήξει σε διαφορετικά συμπεράσματα: τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα είναι μια λύση που πρέπει να εξετάζουν οι γιατροί για τον χρόνιο πόνο, μόνο αφού συζητηθούν τα πιθανά οφέλη και οι παρενέργειες. Η διαφορά στα συμπεράσματα μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι η πιο πρόσφατη ανάλυση περιλάμβανε περισσότερες δοκιμές και εξέταζε κάθε πάθηση πόνου ξεχωριστά, πιστεύει ο Ferreira.
Ναι ή όχι στα αντικαταθλιπτικά για τον χρόνιο πόνο;
Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι κλινικοί γιατροί πρέπει να εξετάζουν όλα τα στοιχεία πριν αποφασίσουν να συνταγογραφήσουν αντικαταθλιπτικά για τη διαχείριση του χρόνιου πόνου, ενώ τονίζουν ότι όλα τα αντικαταθλιπτικά δεν έχουν την ίδια αποτελεσματικότητα για τις καταστάσεις πόνου.
«Τα ευρήματα αυτής της ανασκόπησης θα υποστηρίξουν τόσο τους κλινικούς γιατρούς όσο και τους ασθενείς [έτσι ώστε] να αξιολογούν τα οφέλη και τις παρενέργειες των αντικαταθλιπτικών για διάφορες παθήσεις πόνου, ώστε να μπορούν να λαμβάνουν τεκμηριωμένες αποφάσεις σχετικά με το αν και πότε θα τα χρησιμοποιούν», αναφέρει η συν-συγγραφέας της μελέτης Δρ Christina Abdel Shaheed.
Άλλοι ειδικοί πιστεύουν ότι είναι πιθανό ορισμένοι άνθρωποι να εξακολουθούν να έχουν οφέλη από τη λήψη αντικαταθλιπτικών, γι’ αυτό οι γιατροί δεν θα πρέπει να τα αποκλείουν ως επιλογή. Το θέμα είναι ότι δεν μπορεί να προβλεφθεί με ακρίβεια ποιοι ασθενείς μπορεί να είναι αυτοί.
Συνολικά, οι επιστήμονες συμφωνούν ότι πέρα από τη χρήση παυσίπονων για την αντιμετώπιση του χρόνιου πόνου, οι ασθενείς και οι γιατροί θα πρέπει να αναζητούν και άλλες λύσεις όπως η άσκηση, η φυσιοθεραπεία και οι αλλαγές στον τρόπο ζωής, οι οποίες μπορεί επίσης να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση δυσκολιών και να μειώσουν τις επιπτώσεις μακροχρόνιων επώδυνων καταστάσεων.