ΤΗΝ ΠΑΤΗΣΑΜΕ ΠΑΛΙ: ΕΙΔΑΜΕ ΒΡΑΒΕΥΜΕΝΗ ΤΑΙΝΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΒΛΕΠΟΤΑΝ
Πήγαμε σινεμά σε βραβευμένη ταινία και υμνηθείσα ταινία. Αλλά δεν μας άγγιξε τίποτα.
Εδώ είμαστε, είπαμε μ’ ένα στόμα: Ταινία βραβευμένη με Αργυρή Άρκτο στο Βερολίνο, διθυραμβικές κριτικές, αίθουσα που συνήθως προβάλλει ενδιαφέρουσες ταινίες.
Φύγαμε, λοιπόν, για Δαναό, βέβαιοι ότι οι «Ιστορίες της τύχης και της φαντασίας», του Γιαπωνέζου Ριουσούκε Χαμαγκούτσι, θα δικαιώσουν την επιλογή μας.
Τόσα υμνητικά είχαμε διαβάσει: «Ιστορίες μεθυστικού» ρομαντισμού, που μας εξοικειώνουν με τις αντιφάσεις μας. «Μεταμοντέρνα οπτική» με αφομοιωμένα δάνεια από ταινίες ηθών του Ερίκ Ρομέρ, και άλλες –τι να σας πρωτοπώ;– ουρανομήκεις υμνωδίες που σε κάνουν να αδημονείς μέχρι να σβήσουν τα φώτα και να αρχίσει η προβολή.
Ταινία για «δύσκολους»
Βέβαια, υπήρχε μια «υποσημείωση» σε μια κριτική –είναι ταινία για δύσκολους, έλεγε–, αλλά την προσπέρασε ο σινεφίλ και θεατρόφιλος εαυτός μας. Αυτός που θεωρεί ότι ανήκει στους δύσκολους που αγαπούν το σινεμά και το θέατρο.
Τρεις ιστορίες για τον έρωτα και τη συνάφεια, λοιπόν. Ήταν σαν μικρού μήκους ταινίες, που κατέληγαν –όχι σεναριακά– σε έναν κοινό τόπο: πυκνές εσωτερικές λόχμες που αναδεικνύουν με τόλμη αλλά όχι διδακτικά τις αντιφάσεις μας σ’ αυτό το αιώνιο παιχνίδι του έρωτα.
Λυπάμαι, αλλά απολύτως τίποτε από αυτά δεν μας άγγιξε. Καλές προθέσεις, χλωμό αν όχι μηδενικό αποτέλεσμα. Απλούστατα γιατί δεν είχαν κανένα εγερσιακό στοιχείο ικανό να σε προβληματίσει ή –πόσο μάλλον– να αισθανθείς ότι βλέπεις ιστορίες «μεθυστικού ρομαντισμού».
ΜΑΣ ΞΕΦΥΓΑΝ ΚΑΠΟΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΓΕΛΙΑ ΑΠΑΞΙΩΣΗΣ ΚΑΙ ΘΥΜΗΔΙΑΣ, ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΕΚΤΡΑΠΗΚΑΜΕ.
Σχοινοτενείς διάλογοι, ανυπόφορα κοινότοποι, ανατροπές που δήθεν αναδείκνυαν τις αντιφάσεις, και στιγμές που έβαζες τα γέλια, αντιμέτωπος με ρηχότητα που θύμιζε κακογραμμένα σήριαλ.
Μας έχει συμβεί σε αρκετές περιπτώσεις: μετά από υμνηθείσες ταινίες και παραστάσεις που μας απογοήτευσαν, θέλαμε να φωνάξουμε μέσα στην αίθουσα. Να καγχάσουμε. Να αποδοκιμάσουμε.
Το ίδιο και με τις Ιστορίες του Χαμαγκούτσι. Μας ξέφυγαν κάποια στιγμή γέλια απαξίωσης και θυμηδίας, αλλά δεν εκτραπήκαμε. Ούτε φύγαμε. Ήπιαμε το άγευστο ποτήρι μέχρι το τέλος. Στον δρόμο αναπνεύσαμε ανακουφισμένοι.
Καλύτερα στην Εθνική
Τότε θυμήθηκα κάτι που έλεγα σε τέτοιες περιπτώσεις: Καλύτερα να βγαίναμε τσάρκα στην Εθνική Οδό, να φάμε τίποτε βρώμικα σε καντίνα που διανυκτερεύει και μετά να αράξουμε σε κάποιο φωτισμένο μπαρ της επαρχίας ή –γιατί όχι– σε κάνα σκυλάδικο.
Κάτι παραπάνω θα εισπράτταμε για τον Πολιτισμό, την Τέχνη και τα ανθρώπινα, από ταινίες και παραστάσεις που απευθύνονται στους δύσκολους, δηλαδή στους μυημένους, αλλά κατ’ ουσίαν απωθούν, υπηρετώντας τον ιδρυματισμό.