ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΘΕΛΟΥΝ ΕΚΠΛΗΞΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΕΣ
Τώρα που ο γιος μας πηγαίνει παιδικό σταθμό, δεν μπορούμε να ξέρουμε πια πού μαθαίνει τι. αλλά προσπαθούμε να του δίνουμε ανάσες να μεταβολίσει όλα αυτά που ζει, αγαπάει και φοβάται. Τα παιδιά θέλουν εκπλήξεις, αλλά θέλουν και χρόνο να δεχτούν τις αλλαγές, όσο ευχάριστες κι αν είναι.
Ξαφνικά, ο γιος μου ο Άρης μας μιλάει στον πληθυντικό. Σαν να επανήρθε σε κάποια εργοστασιακή του ρύθμιση. «Κύριε ταχυδρόμε, εσείς που έχετε αεροπλάνο, μπορείτε να έρθετε να μας βοηθήσετε να μην μας τρακαρήσουν;» λέει στο υποτιθέμενο τηλέφωνο, χωρίς να περιμένει απάντηση. «Κριξ κριξ», κλείνει το τηλέφωνο. Άκλιτα τα επιφωνήματα, προς το παρόν τουλάχιστον.
Προτού το παιδί πάει στον παιδικό σταθμό, είσαι σίγουρος τι ξέρει και πού το έχει μάθει. Ακόμη κι όταν η τηλεόραση εισβάλει στη ζωή σας, είσαι δίπλα, βλέπεις τι βλέπει. Η φαντασία του ξεδιπλώνεται σύμφωνα με τα γνώριμα σε σένα ερεθίσματα.
Οι εκπλήξεις και το πρόγραμμα
Όμως, με τον παιδικό είναι αλλιώς. Εφέτος που πηγαίνει, τα παιδιά έχουν «υπευθυνότητες»: ο Γιώργος κοιτάζει τον καιρό, ο Θοδωρής είναι παρουσιολόγος, η Λήδα οδηγός στο «τρενάκι» που στοιχίζονται για να πάνε στην αυλή. Έτσι, τα πρωινά ρίχνει και ματιά έξω να δει αν χρειάζεται ομπρέλα, που τόσο πολύ του αρέσει.
Μου αρέσει που το παιδί έχει πρόγραμμα – η «ρουτίνα» με ανατριχιάζει ως λέξη. Μεγάλωσα με μια μαμά που κάθε μέρα σκεφτόταν κάτι που θα έσπαγε τη μονοτονία: μια βόλτα, ένα παιχνίδι φαντασίας, ένα πικνίκ, ένα απρόσμενο μικρό δώρο. Τα παιδιά έχουν ανάγκη από έκπληξη. Δεν εννοώ να κοιμηθούν στις 12 ή να μην πάνε σχολείο.
Τις προάλλες, μόλις γύρισε από τον παιδικό, τον περίμενα στον δρόμο με το πατίνι του για να πάμε στη λαϊκή. Στον πρώτο πάγκο του έδωσαν ένα αγγουράκι καθαρισμένο, το οποίο και καταευχαριστήθηκε, στον επόμενο ένα κομμάτι μήλο. Στον τρίτο, κοιτούσε και περίμενε. Διάλεξε τα φρούτα που ήθελε και γυρίσαμε στο σπίτι.
Βαφτίζοντας το αρνί μοσχάρι
Βεβαίως, η φαντασία και οι εκπλήξεις οφείλουν να υπηρετούν τη λογική. Ψωνίζοντας αυτά που θα μαγειρεύαμε και θα πάρει στο σχολείο, ολοκληρώνεται ένας κύκλος: το αίτιο και το αιτιατό. Η κολοκύθα βγαίνει από το χωράφι, όπως είδαμε το καλοκαίρι στον Κάμπο της Αντιπάρου, την αγοράζουμε από τον μανάβη, τη «σκάβουμε» για το Halloween και την τρώμε σε πίτα, σε τάρτα, σε σούπα, σε cupcakes, σε muffins.
Ο πειραματισμός και οι δοκιμές («βάλε και κάσιους») είναι μέσα στο πρόγραμμα και οι προσωπικές του προτιμήσεις είναι εκείνες που μας ορίζουν. Ξέρετε πως είναι: σήμερα δεν θέλουν καθόλου μοσχάρι και την επόμενη θυμώνουν που δεν έχει μοσχάρι στο πιάτο. Το σεβόμαστε για όση ώρα κρατήσει.
Η μάνα μου, βέβαια, όταν ήμουν παιδί μας είχε πείσει πως τρώγαμε κάθε φορά το κρέας που μας αρέσει: χοιρινό, αρνί, μοσχάρι, σημασία δεν είχε να μάθουμε να τα ξεχωρίζουμε – να τρώμε και να μεγαλώνουμε είχε σημασία.
Άλλο εκπλήξεις, άλλο ασυνέπεια
Οι εκπλήξεις ενθουσιάζουν το παιδί και μαζί του ενθουσιαζόμαστε κι εμείς. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχει ανάγκη το πρόγραμμα ή –κυρίως– ότι μπορεί να δεχτεί την ασυνέπεια. Δεν γίνεται να του υποσχεθείς κάτι και να το ξεχάσεις. Πριν τις καλοκαιρινές διακοπές στην Αντίπαρο, του είχα υποσχεθεί ότι θα πάρω καρεκλάκι για το ποδήλατο μου για να κάνουμε βόλτες από το Σιφνέικο μέχρι τον Σωρό, κι από κει στο Κάστρο και την γκαλερί όπου έγινε η έκθεση με τα έργα μας.
ΟΤΑΝ ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΜΗΝ ΕΧΕΙ ΔΙΚΙΟ, ΨΑΞΕ ΤΙ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΠΕΙ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΜΙΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΙΚΑ «ΛΑΘΟΣ» ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ.
Καρεκλάκι δεν πρόλαβα να αγοράσω, αφού πάθαμε Covid πριν φύγουμε, οπότε βόλτα με το δικό μου ποδήλατο δεν κάναμε ποτέ. Κάθε βράδυ που μας έβλεπε να βγαίνουμε χωρίς αυτόν και να τον χαιρετάμε, οι βουτιές που είχαμε κάνει μαζί και τα παιχνίδια της ημέρας δεν του έφταναν. Του λείπαμε εμείς, παιδάκια δεν είχε να παίξει. Πώς μπορεί να ένιωθε; «Θέλεις να παίξουμε;» μας έλεγε. Τα παιδιά έχουν πολύ συγκεκριμένο κώδικα για να εκφραστούν. Καθώς απλώνουμε τα αυτοκινητάκια και βρίσκουμε το δικό μου αγαπημένο και το δικό του αγαπημένο, μου είπε: «Δεν πήραμε ποδήλατο με καρεκλάκι να με πηγαίνεις βόλτα».
Τα παιδιά έχουν πάντα δίκιο
Θυμήθηκε την υπόσχεση που δεν τήρησα. Στην έκθεσή μας, δεν μπορούσε να μεταβολίσει όλο αυτό που ζούσε και αναζητούσε μια σταθερά. «Μπαμπά, ζωγράφε!» με φώναζε για μιλήσω κι εγώ στους άγνωστους επισκέπτες της έκθεσης, έδινε γλειφιτζούρια στα παιδάκια, ήταν οικοδεσπότης ετών 3,5.
Τι σπουδαίο να γιορτάζουμε την έκθεση-ημερολόγιό μας: μια σπουδή στο χρώμα και στο αίσθημα. Τι σπουδαίο το χρώμα της αγάπης: όσο βάφεις, τόσο γεμίζει το δοχείο! Όμως, σε αυτό το γεμάτο δοχείο χρειάζονται ανάσες. Παιδιά και μεγάλοι. Να πατήσουμε pause για ένα λεπτό και να χωνέψουμε όλα όσα συμβαίνουν. Να ακούσουμε, να ακουστούμε, να αφουγκραστούμε το μέσα μας. Ο Άρης είχε δίκιο. Τα παιδιά έχουν πάντα δίκιο και, όταν μοιάζει να μην έχουν δίκιο, ψάξε να δεις τι θέλουν να πουν πίσω από μια φαινομενικά «λάθος» συμπεριφορά.
Αναζητώντας δεινόσαυρους στην Αντίπαρο
«Λα λα σπάιντερμολ» λέει δυνατά. «Αυτό το λέμε όταν βλέπουμε δεινόσαυρος», μου λέει και φαντάζομαι ότι θα το είδε σε κάποιο παιδικό στο Netflix. «Είδα νομίζω την ουρά του», φώναζε μέσα στο δροσερό σπήλαιο της Αντιπάρου. Λίγο πριν, είχαμε συναντήσει ένα αγοράκι με ένα νεροπίστολο στο χέρι έτοιμο να καταβρέξει τον δράκο που ο μπαμπάς του του είχε πει ότι ενδεχομένως θα συναντούσαν. Ο Άρης με κοίταξε, το δικό του πρόγραμμα δεν είχε δράκους, είχε δεινόσαυρους.
«Πάμε να δούμε το σπήλαιο, εκεί που ζούσαν οι δεινόσαυροι», του λέω. «Να δούμε μήπως ζουν ακόμη», με διορθώνει. Πώς να του εξηγήσεις το πριν και το μετά, το αύριο και το χθες, την παλαιολιθική εποχή και το σήμερα; Να δούμε. Περπατούσαμε αργά, κοιτούσε εξεταστικά κάθε σταλακτίτη, κάθε σπηλιά.
Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, δεν ήμουν και τρομερά άνετος να κατηφορίζω προς τον πυρήνα της Γης. Εκείνος ήταν εκστασιασμένος. Θα σας πω την αλήθεια: δεν είδαμε δεινόσαυρους. Είδαμε κάποιες πέτρες που έμοιαζαν με αβγά κι έτσι εκείνος είδε την ουρά του ενός. Μέχρι να ξανανέβουμε στην επιφάνεια, η ουρά είχε γίνει μια στρατιά από δεινόσαυρους.
Ηλεκτρικές βόλτες και παλαιολιθικές ιστορίες
Τελικά νοικιάσαμε ηλεκτρικό ποδήλατο με καρεκλάκι και στα πρώτα χιλιόμετρα κρατούσε κλειστά τα χέρια του σε μπουνίτσες. Σιγά- σιγά συνήθιζε κι έτσι άνοιξε τα χέρια του. «Πετάμε, μπαμπά!»
Από πίσω, η γυναίκα μου η Μία στο αυτοκίνητο, με τα alarm αναμμένα σαν να είμαστε οι Ομπάμα. Δεν τον ένοιαζε ποιο θα είναι το μέσο, θα ήταν ποδήλατο ή αυτοκίνητο. Το «μαζί» τον ενδιέφερε.
Όταν είδαμε στο Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας, στην Αθήνα, τον σκελετό ενός δεινόσαυρου, δεν εντυπωσιάστηκε.
Εκείνος είχε δει αληθινό, πώς να το κάνουμε; Μπορεί να τις διηγείται αυτές τις ιστορίες στους συμμαθητές τους. Ούτως ή άλλως, οι δικές του ιστορίες πια μπλέκονται με εκείνες των συμμαθητών του και με όσα μαθαίνει στη μοβ τάξης, υπό το άγρυπνο βλέμμα της κυρίας Γερουλάνου. Δεν μπορούμε να ξέρουμε πια πού μαθαίνει τι, αλλά προσπαθούμε να του δίνουμε ανάσες να μεταβολίσει όλα αυτά που ζει, αγαπάει και φοβάται. Τα παιδιά θέλουν χρόνο να δεχτούν τις αλλαγές, όσο ευχάριστες κι αν είναι.