ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΠΑΓΚΡΑΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΠΙΟ ΚΟΥΛ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Πριν από λίγες μέρες, το Παγκράτι μπήκε στη λίστα με τις πιο κουλ γειτονιές του κόσμου, δικαιώνοντας τον αγαπημένο μου Φοίβο Δεληβοριά που τραγουδάει «Κάποιος έφτιαξε στη γη το Παγκράτι/και δεν έκλεισα μάτι από ’κείνη τη μέρα εγώ». Και όλους εμάς, βέβαια, που δεν θα το εγκαταλείψουμε ποτέ, τουλάχιστον μέχρι την επόμενη αύξηση ενοικίου που θα μας ζητήσουν.
Το δημοσίευμα του TimeOut που δικαιολογεί την 39η θέση του Παγκρατίου ανάμεσα στις 51 πιο κουλ γειτονιές όλου του κόσμου, έχει δύο αστοχίες.
Η πρώτη είναι η φωτογραφία του Αγίου Σπυρίδωνα. Χάθηκε δηλαδή να στραφεί η κάμερα προς τα δεξιά, για να φανεί ολόκληρο το Ίδρυμα Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή; Και πότε θεωρούνταν το Παγκράτι «bland», δηλαδή ανιαρό; Το Παγκράτι δεν ήταν ποτέ «bland».
To Παγκράτι δεν ήταν ποτέ ανιαρό!
Ήταν η γειτονιά του Σεφέρη, του Βάρναλη και του Χατζιδάκι, που ξενύχταγε στον Μαγεμένο Αυλό της πλατείας Προσκόπων και στο Party της Ευφορίωνος. Είχε τοιχογραφίες του Doris, του δικού μας Toulouse-Lautrec, στους τοίχους του Μαύρου Γάτου, παγωτό μουστάρδα στην Τούλα (που άρεσε στους New York Times), καλλιτεχνικά πηγαδάκια στο Αερόστατο, φραπέ στον Λέντζο και μεσημεριανή back-to-back προβολή Γκοτζίλα και Λουί ντε Φινές στο Παλλάς. Και ακόμα πιο παλιά, το 1938, είχε «μια τσακιρομάτα, μια μικρή κι αφράτη» που είχε μαραζώσει στο Παγκράτι τον Μάρκο Βαμβακάρη.
Όταν περπάτησα στη γειτονιά το 2013, άνετα, χωρίς να σκοντάφτω σε πολλά τραπεζοκαθίσματα, ένιωσα αυτήν τη βιντατζίλα, την άνεση του να ζεις λίγα λεπτά από το Κολωνάκι και το Σύνταγμα (όπου συχνάζαμε τότε για να πίνουμε κοκτέιλ), την οικειότητα της γειτονιάς των παιδικών μας χρόνων. Πήρα τηλέφωνο στο πρώτο ενοικιαστήριο που βρήκα, κοντά στην πλατεία Προσκόπων, και όταν έκλεισα το σπίτι ήμουν σίγουρη ότι σε λίγο καιρό θα αντάλλαζα καλημέρες με τον κόσμο στους γύρω δρόμους.
Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν σιγά-σιγά, με ωραίο κόσμο στα 30 και τα 40 να μετακομίζει στην περιοχή, με ουρές στα καινούργια μπραντσάδικα και τα νεοκαφενεία, με τις τιμές των σπιτιών να ανεβαίνουν τόσο πολύ (λόγω AirBnB), ώστε ήταν πλέον προσιτές μόνο σε Κινέζους που ήθελαν να εξασφαλίσουν χρυσή βίζα. Μέχρι και Picasso και Pollock κατέφτασαν στη γειτονιά μας!
Τα αγαπημένα μου στέκια
Το δικό μου Παγκράτι έχει φίλους που συναντώ γυρνώντας σπίτι να πίνουν το άψογο Negroni του Μανώλη Λυκιαρδόπουλου στο Frater & Soror και να με κρατούν λέγοντας «Έλα, μη φεύγεις, κάτσε να πάρουμε ένα ακόμα ποτό» μέχρι μετά τα μεσάνυχτα. Τον αιωνόβιο Καραβίτη που με σώζει με τα παϊδάκια, τα κεφτεδάκια, τα χόρτα και τις χεράτες τηγανητές πατάτες όταν βαριέμαι να μαγειρέψω.
Το Μουσείο Γουλανδρή, όπου πρέπει να πάω ξανά σύντομα για τη νέα περιοδική έκθεση για τον Φώτη Κόντογλου και την επιρροή του, αλλά και για να πάρω δώρο για την κόρη μιας φίλης μου το παιδικό σερβίτσιο με μοτίβα του Γιάννη Μόραλη. Έχει επίσης το Cupola, με φοβερή πίτσα και pasta και ωραίο άραγμα, κυρίως τις Κυριακές τα μεσημέρια, στον πεζόδρομο όπου το άγαλμα του Σπύρου Λούη κοιτάζει προς το Καλλιμάρμαρο.
Το μόνο που δεν έχει το Παγκράτι πια είναι διαθέσιμες θέσεις πάρκινγκ. Γι’ αυτό συμπονάω τον Γιώργο Παπαγεωργίου που τραγουδάει «Στο Παγκράτι να παρκάρω δεν θα βρω/Είναι η ζωή μου σκατά». Κάπως έτσι πρέπει να αισθάνεται και ο Σταμάτης Κραουνάκης, που στο δικό του «Παγκράτι», το 2000, λέει για το σπίτι που έδωσε για ένα κομμάτι. Αν περίμενε λίγο, θα το έδινε μια περιουσία.