ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ VEGAN, ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΝΙΩΘΩ «ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ»
Βέβαια, η βιομηχανία της τροφής σκοτώνει εκ μέρους μου, όμως εγώ δεν αισθάνομαι ενοχές που δεν είμαι vegan. Και θα σας πω γιατί.
Μια πρόσφατη πανοραμική ακτινογραφία δοντιών μου αποκάλυψε πως διαθέτω 4 κυνόδοντες άριστα αναπτυγμένους και σε καλή κατάσταση. Είναι αυτοί που δεν συναντάς στις οδοντοστοιχίες των φυτοφάγων ζώων. Επίσης, συνεχίζω να διατηρώ αναλλοίωτη την ακατανίκητη έλξη ενός βρικόλακα προς τη σάρκα...
Έτσι σχεδιάστηκα ή εξελίχθηκα ανά τις χιλιετίες από τη Φύση. Δεν παράγω συναισθηματικές τύψεις στη θέα ενός σφαγμένου ζώου, πουλιού, ψαριού. Συναισθηματικά δένομαι με ένα ζώο μόνο εφόσον το γνωρίσω και δεν είναι φίδι, κατσαρίδα ή ενήλικας αρουραίος.
Εννοείται πως, εφόσον κρατήσω ένα νεογέννητο κατσικάκι στην αγκαλιά μου σαν την Μπριζίτ Μπαρντό και πληροφορηθώ πως προορίζεται για άμεση σφαγή, θα κάνω τα πάντα για να το σώσω.
Η ηθική του να μην είσαι vegan
Η ηθική στη διατροφή μου παίζει συγκεκριμένο ρόλο. Οι Ινουίτ, οι κάτοικοι του αρκτικού κύκλου, είναι κατ’ ανάγκην αποκλειστικά σαρκοφάγοι. Όμως κάθε φορά που σκοτώνουν ένα ζώο –φώκια, πολική αρκούδα, φάλαινα–, τραγουδούν έναν ύμνο για να το τιμήσουν προτού το καταναλώσουν.
Η δική μου απότιση σεβασμού προς το σκοτωμένο ζώο ονομάζεται «from nose to tail», από τη «μουσούδα ως την ουρά» και είναι ένα διατροφικό κίνημα που ασπάζονται πολλοί παγκοσμίως. Δεν θα καταναλώσω μόνο τα ψαχνά –ή, ακόμη χειρότερα, επιλεγμένα ψαχνά–, αλλά ολόκληρο το ζώο, ακόμη και τα τμήματα εκείνα που η συντριπτική πλειοψηφία των συνανθρώπων μου τα αφήνει για να μετατραπούν σε οργανικά λιπάσματα για τα φυτά ή σε ζωοτροφές (και μάλιστα φυτοφάγων ζώων).
Το θεωρείτε εύκολο; Εδώ και μια δεκαετία προσπαθώ να βρω ένα ολόκληρο αρνί το Πάσχα, κι όλο και κάτι του λείπει.
Έχω σταματήσει εδώ και πολλά χρόνια να καταναλώνω γόνο, μικρά αιγοπρόβατα ή χοιρινά: εφόσον μεγαλώσουν θα θρέψουν πολλούς περισσότερους συνανθρώπους από την αφεντιά μου.
Πέρυσι, για παράδειγμα, πέτυχα σε έναν ψαροπάγκο της λαϊκής μου πεσκανδρίτσες 120-150 γρ. η καθεμία (ένα ψάρι που μπορεί να φτάσει τα 25+ κιλά). Έξαλλος τηλεφώνησα στον Λευτέρη Λαζάρου (τον άνθρωπο που ανάδειξε το συγκεκριμένο ψάρι) για να τον ρωτήσω, ώστε να κάνω καταγγελία στον υπεύθυνο της λαϊκής. Μου απάντησε πως για τις πεσκανδρίτσες, όσον αφορά την αλίευσή τους, δεν υπάρχει στη χώρα μας νομοθετημένο μίνιμουμ μεγέθους ή βάρους. Αισθάνθηκα σα να με χτύπησε κάποιος με μια 25κιλη πεσκανδρίτσα στο κεφάλι...
Περίπου το ίδιο χρονικό διάστημα τσακώθηκα στα social media με μια food blogger που ποστάρησε περήφανη μια ζωντανή άγρια, αιγαιοπελαγίτικη αστακομάνα (με τα αβγά στο κάτω μέρος της), την οποία ο μάγκας/ωραίος/#gamatos αλιέας-ταβερνιάρης προόριζε για πάρτη της. Όταν τη ρώτησα γιατί δεν ζήτησε να απελευθερωθεί, μου απάντησε –ύστερα από μέρες– πως ψαρεύτηκε εκτός της απαγορευτικής περιόδου για την αναπαραγωγή του είδους. Είναι λογική αυτή;
ΟΣΟ ΩΡΙΜΑΖΩ, ΤΟΣΟ ΤΕΙΝΩ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΠΡΟ ΕΚΑΤΟΝΤΑΕΤΙΑΣ, ΧΟΡΤΟΦΑΓΙΚΗ ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ, ΑΛΛΑ ΜΕ ΣΑΡΚΟΦΑΓΙΚΕΣ ΠΙΝΕΛΙΕΣ.
Μέτρον άριστον
Ο άνθρωπος εξοντώνει εκατομμύρια καρχαριοειδών κάθε χρόνο για μόλις πέντε πτερύγια και την ουρά τους – δηλαδή, συνολικά το ένα δέκατο του βάρους τους ή και λιγότερο! Εκτρέφει και θανατώνει (;) βατράχια αποκλειστικά και μόνο για τα δύο πισινά μπουτάκια τους (και μάλιστα χωρίς την πατούσα τους). Παρότι έχω γευτεί και τα δύο (και μου αρέσουν τα βατραχοπόδαρα), έχω σταματήσει να τα συμπεριλαμβάνω στην «εξωτική διατροφή» μου πολλά χρόνια τώρα, για τους παραπάνω απεχθείς λόγους.
Όσο ωριμάζω, τόσο τείνω προς την ελληνική διατροφή προ εκατονταετίας, που είναι χορτοφαγική στη βάση της, αλλά με σαρκοφαγικές πινελιές. Αγοράζω μικρές ποσότητες κι έχω φροντίσει να μάθω το βάρος της ατομικής μερίδας στις περισσότερες συνταγές. Μισώ τον εαυτό μου όποτε χρειαστεί να πετάξω τρόφιμα (ιδιαίτερα μαγειρεμένα) και προτιμώ να «πεινάω λίγο ακόμα», από το να «σκάσω» ή να πετάξω. Αγοράζω στη συντριπτική τους πλειοψηφία ελληνικά προϊόντα, όχι μόνο επειδή είναι τα περισσότερα εξαιρετικά, αλλά κι επειδή υπεύθυνη για τα αέρια του θερμοκηπίου δεν είναι μόνο η εντατική κτηνοτροφία, αλλά και το βαρύ ενεργειακό αποτύπωμα που απαιτούν οι μπανάνες ή τα λάιμ, για παράδειγμα, για να φτάσουν στους πάγκους της λαϊκής ή των σούπερ μάρκετ.
Vegan δεν μπορώ να γίνω (η Φύση γαρ) και δεν θέλω να γίνω.
Συμπορευόμαστε μεν στις ανησυχίες μας για το μέλλον του πλανήτη, όμως ως vegan θα αισθανόμουν ότι απαρνιέμαι ένα μεγάλο τμήμα του συλλογικού πολιτισμού μας, όπως διαμορφώθηκε ανά τους αιώνες. Γιατί πιστεύω πως ένα σωστό σαβόρε αποτελεί μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς. Όπως και το χοιρινό πρασοσέλινο ή το αρνάκι φρικασέ...