ΑΠΟ ΠΟΙΑ ΗΛΙΚΙΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΑΦΗΣΕΙΣ ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΜΟΝΟ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ
Στην εποχή που οι κίνδυνοι φαντάζουν μεγάλοι και οι γονείς αναζητάνε tips για τα πάντα, το πότε και πώς να αφήσουμε ένα παιδί μόνο του στο σπίτι αποτελεί μία ακόμη αφορμή για συζήτηση. Πρέπει να γίνει σωστά και μεθοδευμένα.
Από την εποχή που ως 8χρονα κυκλοφορούσαμε με τα κλειδιά στην τσέπη, μέναμε μόνα μας στο σπίτι με τα φιλαράκια από τη γειτονιά και φροντίζαμε τα μικρότερα αδέλφια μας όσο έλειπαν οι γονείς μας, έχουν αλλάξει πολλά. Τα παιδιά πάνε κι έρχονται παντού συνοδεία ενηλίκων (ακόμη και στα κάλαντα), έχουν κινητό για παν ενδεχόμενο και δεν παίζουν πια στις γειτονιές χωρίς την επίβλεψη μεγάλων.
Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα η νομοθεσία απαγορεύει να αφήσουμε ένα παιδί κάτω των 18 ετών χωρίς επίβλεψη. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι, αν συμβεί κάτι και το παιδί κινδυνέψει, οι γονείς μπορεί να υποστούν ακόμη και ποινικές κυρώσεις.
Όταν ακούς τριγύρω από όλους το περίφημο «τα πράγματα έχουν αλλάξει», όταν οι κίνδυνοι, μαζί με τους φόβους και το άγχος μας έχουν μεγαλώσει, όταν για κάθε βήμα νιώθεις ότι χρειάζεσαι την άποψη του ειδικού, δεν είναι παράξενο που αναρωτιέσαι: Πότε και πώς να αφήσω το παιδί μου μόνο στο σπίτι; Γιατί, άνθρωποι είμαστε, κάποια στιγμή μπορεί να παραστεί ανάγκη.
Η ψυχολόγος MSc Χριστιάνα Γερμανού, που ασχολείται με τη συμβουλευτική οικογένειας και ζεύγους, μητέρα και η ίδια, απάντησε στις ανησυχίες μας.
Ποια είναι η κατάλληλη ηλικία για να μείνει ένα παιδί μόνο στο σπίτι;
Η κατάλληλη ηλικία για κάτι τέτοιο είναι σχετική, καθώς σχετική είναι και η ωριμότητα των παιδιών. Μιας και το κάθε παιδί ωριμάζει με τον δικό του ρυθμό, αλλά και οι ίδιοι οι γονείς δεν είναι έτοιμοι την ίδια χρονική στιγμή για το «μεγάλο βήμα», η κάθε οικογένεια πρέπει να υπολογίζει τη δική της «κατάλληλη στιγμή» για να το τολμήσει.
Παίζει επίσης μεγάλο ρόλο το πώς έχουμε μεγαλώσει το παιδί. Αν είναι υπερπροστατευμένο και δεν του αφήνουμε πρωτοβουλίες για αυτενέργεια, δεν μπορούμε ξαφνικά στην όποια ηλικία να το αφήσουμε μόνο του.
Η σωστή ηλικία, αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε έναν τέτοιο όρο, έχει να κάνει με τη συναισθηματική ωριμότητα και τις πνευματικές και γνωστικές δεξιότητες του παιδιού. Με το αν μπορεί να διαχειριστεί συναισθηματικά την απουσία ενός ενήλικα και το αν είναι σε θέση να υπάρξει μέσα στο σπίτι χωρίς να θέσει τον εαυτό του σε κίνδυνο.
Προτού λοιπόν γενικεύσουν, οι γονείς πρέπει να αναρωτηθούν για το παιδί τους:
- Τι ενδείξεις υπευθυνότητας έχει δείξει ως τώρα;
- Ακολουθεί οδηγίες;
- Είναι συνεπές ως προς τη σχολική μελέτη και οργάνωση;
- Πώς πιστεύουμε ότι θα διαχειριστεί κάτι έκτακτο;
- Είναι ικανό να ακολουθήσει τους κανόνες που θέτουμε; Αν δηλαδή του πούμε να μην ανοίξει την πόρτα σε κανέναν, θα μπορέσει να υπακούσει, χωρίς να παρασυρθεί από την παρόρμησή του;
- Έχει καλή κριτική ικανότητα;
Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, αυτά δεν μπορεί να είναι εφικτά κάτω από την ηλικία των 7 ετών. Οπότε, ξεκινάμε από αυτή την ηλικία και δοκιμάζουμε σταδιακά να αφήσουμε το παιδί μόνο. Γύρω στα 9 θα μπορούσε να μείνει μόνο του ένα παιδί για περίπου 1 ώρα, πολύ γενικά μιλώντας.
Πώς θα πρέπει να μείνει το παιδί μόνο;
Όπως όλα τα πράγματα με τα οποία θέλουμε να εξοικειώσουμε τα παιδιά μας, θα πρέπει κι αυτό να γίνει σταδιακά. Η εξοικείωση είναι απαραίτητη, διότι ένα παιδί μπορεί να αισθάνεται και χαρά λόγω του αισθήματος ανεξαρτησίας, αλλά και φόβο. Για πόσο; Για ελάχιστα λεπτά στην αρχή, μέχρι να φτάσουμε τις λίγες ώρες.
Μπορούμε δηλαδή να αφήσουμε ένα παιδί 7 χρονών για 5 λεπτά μόνο του, ώσπου να πετάξουμε τα σκουπίδια. Αυτό αποτελεί μια πρώτη δοκιμή. Αφού επαναληφθεί μερικές φορές, το αυξάνουμε σταδιακά. Ένα παιδί 8 ετών θα μπορούσε να μείνει μόνο του για περίπου 30 λεπτά, ώστε να ψωνίσουμε κάτι από την κοντινή λαϊκή ή τον φούρνο.
Το πιο σημαντικό πίσω από αυτή τη διαδικασία είναι να ξέρουμε πού στοχεύουμε. Ο στόχος μας είναι να μάθουμε το παιδί να μένει μόνο στο σπίτι και όχι να πάμε απλώς στη λαϊκή. Συνεπώς αυτό θα καθορίσει και τον τρόπο με τον οποίο θα το κάνουμε.
Για να μπούμε σε αυτή τη διαδικασία, απαραίτητες είναι κάποιες προϋποθέσεις για την ασφάλεια όλων:
- Να το έχουμε συζητήσει από πριν και να έχουμε ρωτήσει το παιδί αν θα το ήθελε.
- Να έχουμε εξακριβώσει ότι θυμάται τα τηλέφωνα των δικών του, τη διεύθυνση και τους ανθρώπους στους οποίους μπορεί να απευθυνθεί.
- Να έχουμε αναρτήσει κάπου ευδιάκριτα σημαντικά τηλέφωνα, εκτός από τα δικά μας, της γιαγιάς, του παππού, των θείων ή και των γειτόνων, αλλά και της αστυνομίας, και να έχουμε εξηγήσει πότε πρέπει να τηλεφωνήσει στον καθένα.
- Να έχουμε συζητήσει για πόση ώρα θα λείψουμε και να έχουμε δημιουργήσει γέφυρες επικοινωνίας, λέγοντας για παράδειγμα «θα σε πάρω μόλις φτάσω», «τηλεφώνησέ μου αν χρειαστείς κάτι». Εδώ θα πρέπει να εξηγήσουμε ότι, αν δεν απαντήσουμε αμέσως, θα καλέσουμε πίσω.
- Να ξέρει πώς να κλειδώνει και να ξεκλειδώνει την πόρτα.
- Να έχουμε υποδείξει κάποιον γείτονα ή κατάστημα-σημείο αναφοράς, όπου το παιδί νιώθει ασφάλεια να απευθυνθεί σε έκτακτες περιπτώσεις (σεισμού, πυρκαγιάς, αν δεν μας βρίσκει).
- Να του έχουμε διδάξει τι είναι ασφαλές και τι όχι στο σπίτι.
- Να μην το αφήσουμε με φίλους της ίδιας ηλικίας.
- Να ξέρει να χρησιμοποιεί τον συναγερμό στο σπίτι, εφόσον υπάρχει.
- Να έχουμε αφήσει σνακ στο ψυγείο και στο ντουλάπι, ώστε να μη χρειαστεί να χρησιμοποιήσει ηλεκτρικές συσκευές (και να είμαστε σίγουροι ότι δεν θα το κάνει).
- Να υπάρχει φακός σε προσβάσιμο σημείο.
- Να μην υπάρχουν φάρμακα, αλκοόλ και άλλα επικίνδυνα αντικείμενα σε κοινή θέα.
Σημαντικά στάδια
Την πρώτη φορά που το παιδί θα μείνει μόνο του, θα πρέπει να ξέρει ότι δεν θα ανοίξει την πόρτα σε κανέναν και για κανέναν λόγο. Θα περιμένει να γυρίσουμε. Αν δεχτεί επίμονα χτυπήματα, είναι προτιμότερο να μας καλέσει στο τηλέφωνο.
Ιδανικό είναι να υπάρχει κάποιο ζωάκι συντροφιάς στο σπίτι. Τα παιδιά νιώθουν λιγότερο μόνα και περισσότερο ασφαλή με τα κατοικίδια, αν και κάτι τέτοιο δεν ισχύει επί της ουσίας.
Για τα πρώτα 2-3 χρόνια, όταν το παιδί μένει λίγες ώρες μόνο του, πρέπει να είμαστε σε κοντινή απόσταση και να μπορούμε να γυρίσουμε πίσω εύκολα και γρήγορα.
Δεν αφήνουμε τα παιδιά μόνα τους νυχτερινές ώρες. Ένα 10χρονο μπορεί να μείνει και 1μιση ώρα μόνο στο σπίτι, αλλά πρέπει να είναι κατά τη διάρκεια της ημέρας. Στις ηλικίες 11-13 τα παιδιά μπορούν να μείνουν μέχρι και 3 ώρες μόνα, ακόμη κι αν είναι σούρουπο, αλλά όχι μετά τις 9 το βράδυ.
Μετά τα 13 ένα παιδί μπορεί να μείνει μόνο του και το βράδυ, αλλά όχι για όλη τη διάρκεια της νύχτας. Ακόμη και για τα πιο μεγάλα παιδιά, των 16 ετών, που θα μπορούσαν να κοιμηθούν και μόνα, καλό είναι να υπάρχει μια αίσθηση οικογενειακής ζωής: «Μπορούμε να διασκεδάσουμε όλοι μέχρι αργά έξω, αλλά επιστρέφουμε να κοιμηθούμε σαν οικογένεια στο σπίτι».
Τι γίνεται με τα μικρότερα αδέλφια;
Το πιο σημαντικό πρόβλημα εδώ έχει να κάνει με το αίσθημα βάρους και ευθύνης που μπορεί να δημιουργηθεί στο μεγαλύτερο παιδί. Πρέπει να θυμόμαστε ότι όλα τα παιδιά, ανεξαρτήτως ηλικίας, πρέπει να νιώθουν παιδιά και όχι «γονείς που πρέπει να φροντίσουν κάποιο άλλο παιδί». Έτσι, αποφεύγουμε να αφήνουμε ένα 11χρονο π.χ. με το 6χρονο αδελφάκι του.
Για να αφήσουμε μικρό και μεγαλύτερο παιδί στο σπίτι μόνα, θα πρέπει και τα δύο να είναι σε ηλικία που μπορούν να μείνουν μόνα, οπότε η συνεννόηση θα γίνει με το καθένα ξεχωριστά και το ένα δεν θα είναι υπεύθυνο για το άλλο. Εξαιρούνται φυσικά οι περιπτώσεις ανάγκης και το πολύ μικρό διάστημα απουσίας (κάτω της 1 ώρας). Αναφερόμαστε μονάχα σε κάτι που μπορεί να γίνει συνήθεια.
Αν φοβούνται οι γονείς;
Αν φοβούνται οι γονείς, το παιδί θα το καταλάβει και μπορεί αυτό να του προκαλέσει επιπλέον άγχος. Είναι αδύνατον να κρυφτούμε από τα παιδιά, γι' αυτό μην βιαστείτε να κάνετε κάτι για το οποίο δεν είστε έτοιμοι. Αναρωτηθείτε πρώτα αν αυτοί οι φόβοι έχουν να κάνουν με την ανωριμότητα του παιδιού ή είναι εντελώς προσωπικοί και, στη συνέχεια, προχωρήστε στην επίλυσή τους.
Είναι εξαιρετικά δύσκολο και επίπονο για έναν γονιό να αφήσει το παιδί αληθινά ελεύθερο να ανεξαρτητοποιηθεί και να ανοίξει τα φτερά του. Είναι όμως ταυτόχρονα και το σημαντικότερο δώρο και εφόδιο που μπορούμε να προσφέρουμε ως γονείς. Το να μάθει ένα παιδί να μένει μόνο στο σπίτι αποτελεί ένα σημαντικό στάδιο της διαδικασίας. Σε κάθε περίπτωση αυτό πρέπει να γίνει σταδιακά, συστηματικά και δομημένα.
Και μια προσωπική κατάθεση: Αν έλεγα στο δικό μου παιδί, που είναι εξαιρετικά αγχώδες, όλα αυτά τα πιθανά σενάρια κινδύνου από την ηλικία των 8-9 ετών, πιθανότατα δεν θα ήθελε να μείνει ποτέ μόνο του. Προτίμησα να προσαρμόσω τις «πληροφορίες εκτάκτου ανάγκης» στην ψυχοσύνθεσή του, αναφέροντας ό,τι μπορούσε να αντέξει σε κάθε ηλικιακή φάση.
Η Χριστιάνα Γερμανού είναι δημιουργός του Parenting Skills Lab, ενός workshop για γονείς, που στόχο έχει να δώσει πρακτικές λύσεις και να καθοδηγήσει βιωματικά στην οριοθέτηση και στην υποστήριξη των παιδιών.