ΠΩΣ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΑΝΕΠΤΥΞΕ ΑΝΟΧΗ ΣΤΗ ΛΑΚΤΟΖΗ
Ποια ανθρώπινη ανάγκη μπορεί να κρύβεται πίσω από την ανάπτυξη της ικανότητάς μας να χωνεύουμε το γάλα; Οι επιστήμονες εδώ και χρόνια προσπαθούν να βρουν απάντηση στο ερώτημα αυτό.
Ο όρος «δυσανεξία στη λακτόζη» είναι πλέον ιδιαίτερα διαδεδομένος. Τόσο διαδεδομένος, που η αγορά διαθέτει προϊόντα lactose-free για όσους θέλουν να αποφύγουν το συγκεκριμένο σάκχαρο που συναντάμε στο ζωικό γάλα και τα παράγωγά του. Η δυσανεξία αυτή προκαλείται από την ανεπάρκεια του ενζύμου λακτάση, που παράγεται από το λεπτό έντερο και διασπά τη λακτόζη.
«Η αδυναμία κατανάλωσης γαλακτοκομικών προϊόντων (ή, πιο, συγκεκριμένα η αδυναμία πέψης της λακτόζης) ονομάζεται συνήθως “δυσανεξία στη λακτόζη”. Όλοι οι άνθρωποι είμαστε ανεκτικοί στη λακτόζη στην πρώιμη ζωή, επειδή είμαστε θηλαστικά. Οι περισσότεροι αποκτούν δυσανεξία με το πέρασμα στην ενηλικίωση», γράφει σε άρθρο του ο Giles Yeo, Διευθυντής Γονιδιωματικής/ Μεταγραφωματικής στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ.
Γιατί, όμως, οι άνθρωποι ξεκινήσαμε να πίνουμε γάλα και να καταναλώνουμε γαλακτοκομικά προϊόντα; Ποια ανάγκη εξυπηρετεί η ανάπτυξη αυτής της ικανότητας του οργανισμού μας να διασπά τη λακτόζη; Και γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι ανέπτυξαν την ικανότητα να πίνουν γάλα ως ενήλικες χωρίς να αρρωσταίνουν, χιλιάδες χρόνια μετά τη γέννηση της γαλακτοκομίας;
Τι δείχνουν τα πρόσφατα δεδομένα
Απάντηση στα ερωτήματα αυτά προσπαθούν να δώσουν εδώ και χρόνια ερευνητές. Πρόσφατα, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Nature (Ιούλιος 2022) μελέτη γύρω από τους παράγοντες που έχουν διαμορφώσει το χαρακτηριστικό αυτό. «Η εξέλιξη της ανοχής στη λακτάση είναι πιο περίπλοκη από όσο πιστεύαμε», αναφέρει η Shevan Wilkin, μοριακή αρχαιολόγος στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης.
Η ερευνητική ομάδα υποστηρίζει ότι η ανοχή στη λακτόζη φαίνεται να επηρέασε θετικά την εξέλιξη του είδους μας κατά τη διάρκεια περιόδων πείνας και ασθενειών. Η θεωρία της εξηγεί πώς η ικανότητα πέψης του γάλακτος είναι πλέον κοινή στους σύγχρονους Ευρωπαίους, ενώ ήταν σχεδόν ανύπαρκτη στους πρώτους γαλακτοπαραγωγούς.
Οι θεωρίες γύρω από την ανοχή στη λακτόζη
Οι ερευνητές έχουν σήμερα χαρτογραφήσει γονιδιακές παραλλαγές που οδηγούν στην παραγωγή υψηλών επιπέδων λακτάσης. Έχουν, επίσης, διαπιστώσει ότι η παραλλαγή που φέρουν οι περισσότεροι άνθρωποι ευρωπαϊκής καταγωγής αποτελεί ένα από τα ισχυρότερα παραδείγματα φυσικής επιλογής στο ανθρώπινο γονιδίωμα. Ωστόσο, δεν έχουν ακόμα βρει τι κρύβεται πίσω από τα υψηλά ποσοστά εμφάνισης ανοχής της λακτάσης στην Ευρώπη.
Παλαιότερες θεωρίες αναφέρουν ότι η ευεργετική επίδραση της παραλλαγής άρχισε να εμφανίζεται μετά τη συστηματική κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων από τους αρχαίους λαούς, ή ότι οι αγελάδες, οι κατσίκες και τα πρόβατα που εξημερώθηκαν πριν χιλιάδες χρόνια χρησιμοποιούνταν κυρίως για το κρέας τους και ότι η κατανάλωση γάλακτος ήρθε εκατοντάδες χρόνια αργότερα.
Ο επικεφαλής της πρόσφατης μελέτης, Richard Evershed, βιογεωχημικός στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ, και η ομάδα του βρήκαν υπολείμματα λίπους γάλακτος σε αρχαία κεραμικά θραύσματα που χρονολογούνται από τις απαρχές της εξημέρωσης των ζώων. Μελέτες έδειξαν, επίσης, ότι οι πρώτοι κτηνοτρόφοι παρουσίαζαν δυσανεξία στη λακτόζη και ότι οι περισσότεροι άνθρωποι στην Ευρώπη άρχισαν να χωνεύουν χωρίς προβλήματα το γάλα πριν από 5.000–4.000 χρόνια.
Βασιζόμενοι σε αρχαιολογικά και γονιδιωματικά δεδομένα, και με τη βοήθεια υπολογιστικών μοντέλων, οι ερευνητές δεν βρήκαν σημαντική αλληλοεπικάλυψη μεταξύ των αυξήσεων στην ανοχή στη λακτόζη και της αυξημένης κατανάλωσης γάλακτος. Όπως αναφέρει ο Mark Thomas, εξελικτικός γενετιστής στο University College του Λονδίνου, οι προηγούμενες υποθέσεις συνέδεαν το πλεονέκτημα της φυσικής επιλογής με την εκτεταμένη κατανάλωση γάλακτος.
Μια εναλλακτική ερμηνεία
Με την παραπάνω ιδέα να χάνει έδαφος, οι ερευνητές εξέτασαν πώς η ανοχή στη λακτόζη σχετίζεται με την κατανάλωση γάλακτος στους σύγχρονους Ευρωπαίους. Αξιοποιώντας δεδομένα από μισό εκατομμύριο Βρετανούς, βρήκαν μικρή συσχέτιση μεταξύ της κατανάλωσης γάλακτος και της ανοχής στη λακτόζη.
Όπως εξηγεί ο Thomas, για τους περισσότερους ανθρώπους με δυσανεξία στη λακτόζη, το κόστος της κατανάλωσης γάλακτος δεν είναι τόσο υψηλό σήμερα και πιθανότατα δεν ήταν ούτε στην αρχαιότητα. Αν είμαστε υγιείς, η κατανάλωση γάλακτος μπορεί να προκαλέσει δυσάρεστα συμπτώματα, αλλά δεν θα μας σκοτώσει. Αντιθέτως, χιλιάδες χρόνια πριν οι συνέπειες θα ήταν πολύ πιο σοβαρές στα άτομα με προβλήματα υγείας που οφείλονταν σε λιμό ή κάποια λοίμωξη. Η ομάδα προτείνει ότι η φυσική επιλογή για την ανοχή στη λακτάση ενισχύθηκε κατά τη διάρκεια περιόδων που τα άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη είχαν περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν.
Όσο για το αν η νέα αυτή θεωρία απαντά τελικά στα αρχικά ερωτήματα, η Wilkin δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα. Ακόμα κι αν οι άνθρωποι δεν πέθαιναν από τις επιπτώσεις της δυσανεξίας σε δύσκολες περιόδους, θα μπορούσαν να έχουν λιγότερες πιθανότητες να αναπαραχθούν, επιτρέποντας έτσι την άνθηση της ανοχής στη λακτόζη. Ωστόσο, χρειάζεται περισσότερη έρευνα, καθώς τα παραπάνω δεν εξηγούν πλήρως γιατί το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό απουσιάζει ή είναι σπάνιο σε ορισμένους γαλακτοπαραγωγούς πληθυσμούς που είχαν εκτεθεί σε λιμούς και λοιμώξεις.