ΠΟΣΕΣ ΖΩΕΣ ΧΩΡΑΝΕ ΣΕ 170 ΤΕΤΡΑΓΩΝΙΚΑ;

Συζητάμε με τον ηθοποιό Γιωργή Τσουρή, με αφορμή την παράσταση «170 τετραγωνικά», η οποία του χάρισε το βραβείο «Δημήτρης Χορν». Μια κουβέντα για την οικογένεια, με αιχμή τις σχέσεις μεταξύ αδελφών, για την πατρότητα, για την Αθήνα και την επαρχία, αλλά και για τη θεατρική εμπειρία με πανδημία ή χωρίς.

Μου πήρε δυο χρόνια μέχρι να καταφέρω να δω τα «170 τετραγωνικά». Το εισιτήριό μου ήταν για τον Μάρτιο του 2020, αλλά –όπως όλοι ξέρουμε– έφτασε 2022 για να περάσω το κατώφλι του θεάτρου Ιλίσια-Βολανάκης και να δω την παράσταση. Πολύ πολύ λιγότερο χρόνο χρειάστηκα, ωστόσο, καθώς επεξεργαζόμουν αυτό που είδα (ένα αιχμηρό και αληθινά εξαιρετικό νεοελληνικό έργο), για να αναζητήσω επίμονα τον Γιωργή Τσουρή, δημιουργό και έναν εκ των πρωταγωνιστών των «170 τετραγωνικών» και να σχολιάσουμε παρέα το έργο.

Να μιλήσουμε για το εδώ και το τώρα, που τόσο ρεαλιστικά αποτυπώνεται επί σκηνής, κι ας είναι γραμμένο προ πανδημίας. Η όλη ιστορία, άλλωστε, διαδραματίζεται σε ένα σπίτι, ένα σαλόνι, εκεί που κλειστήκαμε όλοι μας πέρυσι και πρόπερσι.

Να μιλήσουμε για την ελληνική οικογένεια και τις σχέσεις μεταξύ αδελφών. Για την Αθήνα και την επαρχία. Για τον τρόπο που επικοινωνούμε σήμερα. Για τον θυμό που έχουμε. Για τύπους όπως ο Γρηγόρης, που κάνουμε ότι δεν τους βλέπουμε. Για την τέχνη και εν προκειμένω τη θεατρική εμπειρία που μας τρέφει και μας ανακουφίζει, μιαν άνοιξη σαν κι αυτή που η αναγέννηση και η δημιουργία έχουν μείνει λίγο πίσω.

«Όλοι του ελεύθερου κάμπινγκ είμαστε στην τέχνη»

Ας ξεκινήσουμε με τις συστάσεις. Ο Γιωργής Τσουρής είναι ηθοποιός, γεννήθηκε στη Λευκωσία της Κύπρου, αλλά τα τελευταία 18 χρόνια ζει στην Ελλάδα. Περισσότερο από τη μισή του ζωή – όπως αρέσκεται να λέει. Είναι αριστούχος απόφοιτος του τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, με κατεύθυνση τις Νεοελληνικές και Βυζαντινές σπουδές και της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου. Είναι επίσης διπλωματούχος κλαρινετίστας, ενώ έχει σπουδές στο πιάνο, στα ανώτερα θεωρητικά και στο κλασσικό τραγούδι.

«Αυτό είναι το οπλοστάσιο των σπουδών μου», λέει ο ίδιος, «το οποίο έχω μοντάρει με τέτοιο τρόπο, ώστε όλα να οδηγούν στη σκηνή. Βασικά ο τρόπος που κινούμαι επαγγελματικά περιλαμβάνει μια εναλλαγή ρόλων και έξω από τα καθήκοντα της υποκριτικής. Τα τελευταία 15 χρόνια έχω γράψει και τραγουδήσει τραγούδια δικά μου, έχω γράψει θεατρικά έργα, έχω σκηνοθετήσει, έχω κάνει μεταφράσεις και κάποιες διασκευές, αλλά η ιδιότητά μου πάντα είναι ηθοποιός. Από αυτή την εμπειρία ξεκινώ πάντα και αυτή αξιώνω να είναι η βασική επαγγελματική μου ιδιότητα.

»Είναι αυτό που λέει ο Βασίλης Παπαβασιλείου – που είχα την τύχη να με σκηνοθετήσει δυο φορές και τον θεωρώ και δάσκαλό μου εν γνώση του και ερήμην του: “Εγώ είμαι σκηνίτης”».

170 τετραγωνικά

Σκηνίτης και... σκηνίτης; Ελεύθερος camper δηλαδή; Η δική μου συνειρμική ερώτηση, για να σχολιάσει: «Ναι, έλα ντε. Βασικά με έναν τρόπο αυτό έχει μια σωστή συν-δήλωση, καθώς, σε συνθήκες όπως αυτές που ζούμε τα τελευταία χρόνια, όλοι του ελεύθερου κάμπινγκ είμαστε στην τέχνη. Καθημερινά πρέπει να κάνεις έναν αγώνα καλλιτεχνικής επιβίωσης. Αλλά νιώθω ότι τη δική μου τη “σκηνή” τη φτιάχνω με γερά υλικά για να αντέχει στον καιρό».

Ο Τσουρής είναι παντρεμένος με την επίσης ηθοποιό Βάλια Παπακωνσταντίνου και έχουν δύο πολύ μικρά παιδιά.

Ξαναβλέποντας τον κόσμο με μεγάλα έκπληκτα μάτια

–Πώς είναι να είσαι εργαζόμενος μπαμπάς;

Χαίρομαι που μου κάνεις αυτή την ερώτηση γιατί καλό θα ήταν να υπάρχει μια κοινή αντιμετώπιση και για τα δυο φύλα, σε σχέση με τον γονεϊκό ρόλο. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι η γυναίκα μου, που είναι και συνάδελφος, έχει επωμιστεί σε πρώτη φάση μεγαλύτερο βάρος. Εγώ δηλαδή συνεχίζω και εργάζομαι κανονικά, ενώ εκείνη αναγκάστηκε να διακόψει για ένα διάστημα. Προσωρινά φυσικά.

Στο μεταξύ, βιώνω την πατρότητα ακόμα ανιχνευτικά. Οι προτεραιότητες, βέβαια, έχουν αρχίσει να ταράσσονται συθέμελα. Και είναι ένα πολύ ωραίο πράγμα, όπως το βιώνω εγώ τουλάχιστον. Πέφτει πολύ «ξύλο» στον εγωκεντρισμό, στον έρωτα με τον εαυτό μας που πολύ συχνά αναπτύσσουμε εμείς οι καλλιτέχνες, μας θυμίζει ότι το κέντρο μπορεί να είναι και κάπου πέρα από εμάς. Και είναι δύσκολο και λυτρωτικό μαζί. Είναι πολύ απαιτητική κατάσταση. Όσο και να σε εξαντλεί όμως, αν είναι δική σου επιλογή να μπεις σε αυτόν τον δρόμο πάντα σε λυτρώνει. Μια καλή ευκαιρία να ξαναδούμε τον κόσμο με μεγάλα έκπληκτα μάτια!

Αφίσα 170

–Δυο αδελφάκια στο σπίτι, δυο αδελφές και στο έργο, για να περάσουμε στην αφορμή της συνάντησής μας. Τι σε παρακίνησε να ασχοληθείς με τη σχέση μεταξύ αδελφών;

Εγώ ως μοναχοπαίδι πέρασα μεγάλη μοναξιά, οπότε ήθελα εξαρχής να κάνω παιδιά και όχι παιδί. Την ίδια στιγμή, αυτό που μου δίνει το μεγαλύτερο καύσιμο δραματουργικά είναι οι σχέσεις ανάμεσα σε αδέλφια. Με απασχολεί πάρα πολύ το ζήτημα, στο οποίο είμαι μόνο παρατηρητής. Με απασχολεί πάρα πολύ το πώς δυο άνθρωποι από κοινή αφετηρία μπορεί διαφέρουν τόσο πολύ, πώς φτάνουν να συγκρούονται και τι σχέσεις δυναμικής αναπτύσσουν μεταξύ τους.

Αυτές οι σχέσεις είναι στο κέντρο του έργου: η αμφιθυμική σχέση που αναπτύσσουν τα αδέλφια μεταξύ τους, αλλά και η σχέση που αναπτύσσουν απέναντι στους γονείς. Πώς βλέπει δηλαδή το καθένα από αυτά τους γονείς του, ειδικά σε έναν δυσλειτουργικό γάμο, που τα πράγματα διαλύονται και ο καθένας πρέπει να επιλέξει στρατόπεδο.

Η ιδέα προήλθε παρατηρώντας τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά που κουβαλάνε οι άνθρωποι σε πιο μεγάλες ηλικίες, τα οποία έχουν την αφετηρία τους στις πιο μικρές ή και στις πολύ πιο μικρές ηλικίες. Δηλαδή το πώς δυο άνθρωποι μπορούν να κουβαλάνε αντιθέσεις, ή πράγματα τα οποία δεν έχουν εκφράσει ποτέ ο ένας στον άλλο, συναισθηματικά μπλοκαρίσματα που δεν έχουν πια τον τρόπο να τα επικοινωνήσουν ο ένας στον άλλο. Σαν να έχουν χάσει τον δρόμο τους.

Και με τους ανθρώπους που είμαστε οικογένεια συμβαίνει το εξής: επειδή υπάρχει ο μεγαλύτερος δεσμός και η μεγαλύτερη αγάπη, μπορεί να αναπτυχθεί και το μεγαλύτερο μίσος. Η πιο ακραία, ας πούμε, ρήξη. Ξέρουμε πολλά αδέλφια που δεν μιλιούνται μεταξύ τους. Όλοι ξέρουμε μια τέτοια ιστορία. Στις παλαιότερες γενιές μπορεί να μην μιλιόντουσαν μεταξύ τους για ένα κομμάτι γη ή για τρεις ελιές. Προφανώς δεν είναι οι τρεις ελιές το θέμα. Ποτέ δεν ήταν οι τρεις ελιές το πρόβλημα για να έρθουν δυο αδέλφια σε τέτοια ρήξη. Κάτι βαθύτερο υπάρχει.

«Στην επαρχία δεν μπορούμε να κρύψουμε τις παθογένειές μας»

–Ένα σπίτι 170 τετραγωνικών, λοιπόν, είναι το μήλον της έριδος. Γιατί σε μια επαρχιακή πόλη και όχι στην Αθήνα;

Το έργο τιτλοφορείται «170 τετραγωνικά» γιατί αφορά ένα σπίτι. Ένα σπίτι το οποίο είναι το πεδίο της ρήξης για δυο αδελφές, αλλά σύντομα καταλαβαίνουμε ότι είναι απλώς το σκηνικό μας και το έργο παίζεται πολύ πιο βαθιά. Παίζεται μέσα τους.

Η επαρχιακή πόλη προέκυψε γιατί καταρχήν έχει πάντα ενδιαφέρον για μένα να βγαίνουμε έξω από τον «αθηναϊκό αυτισμό» μας. Αυτή τη στιγμή έχει συγκεντρωθεί όλο το ενδιαφέρον και όλη η προσοχή σε αυτή την πόλη. Συχνά και η δραματουργία επικεντρώνεται εδώ και είναι πολύ φυσιολογικό. Αλλά η ελληνική επαρχία έχει τρομακτικό ενδιαφέρον γιατί έχει το εξής χαρακτηριστικό: επειδή δεν έχει την πολυφωνία της Αθήνας, δεν έχει όλα αυτά τα αγαθά που μπορεί να απολαύσει κανείς σε μια μεγάλη πόλη, τα πράγματα είναι σχεδόν στάσιμα. Κινούνται σε άλλους ρυθμούς. Οπότε στην επαρχία δεν μπορούμε να κρύψουμε τις παθογένειές μας πίσω από τους φρενήρεις ρυθμούς μιας πόλης που συνέχεια τρέχει. Εκεί οι παθογένειες είναι πολύ πιο ευδιάκριτες.

Ε, η ελληνική επαρχία και δη μια ελληνική επαρχιακή πόλη μεσαίου ή μικρού μεγέθους, όπως είναι η Θήβα ή τα Γιαννιτσά φερ’ ειπείν, είναι ένα καλό «κινηματογραφικό σετ». Και η Αθήνα βέβαια είναι παρούσα στο έργο, γιατί ένας άνθρωπος έρχεται από εκεί και δεν βλέπει την ώρα να γυρίσει εκεί.

170 τετραγωνικα
Από αριστερά: Αντώνης Τσιοτσιόπουλος, Ήβη Νικολαΐδου, Γιωργής Τσουρής, Αμαλία Αρσένη και Ελένη Τσιμπρικίδου

–Ποια η σχέση των Ελλήνων με την ιδιοκτησία;

Νομίζω ότι γενικά οι άνθρωποι δεν έχουμε μια υγιή σχέση με την έννοια της κτήσης. Δεν ξέρω αν είχαμε και ποτέ ως ανθρωπότητα. Θέλουμε πάντα να συσσωρεύουμε όσα περισσότερα μπορούμε. Ό,τι μπορούμε να μαζέψουμε, να το κάνουμε δικό μας, το θέλουμε. Δεν έχουμε βρει το μέτρο.

Τώρα, το πώς ο άνθρωπος έχει ανάγκη να αυτοπροσδιορίζεται μέσα από αυτά που έχει και όχι μέσα από αυτό που είναι ο ίδιος, είναι ένα επιπλέον θέμα. Εάν σε αυτό το κοκτέιλ μπει και το ζήτημα της οικογένειας και της ισότητας που διεκδικούν δυο αδέλφια σε μια οικογένεια, τότε το μείγμα γίνεται αρκετά εκρηκτικό.

Ο άνθρωπος είναι προορισμένος να πέφτει και να σηκώνεται

–Έχουμε μάθει να αντιμετωπίζουμε τα προβλήματά μας;

Βλέπω ξανά και ξανά το «The Last Dance», το ντοκιμαντέρ για τους Σικάγο Μπουλς, αλλά με κέντρο τον Μάικλ Τζόρνταν. Το βλέπω γιατί μου αρέσει πολύ το μπάσκετ, αλλά και γιατί μου αρέσει να βλέπω λεπτομέρειες αυτού που ξεχνάμε για τα μεγάλα είδωλα όταν τελειώνει η καριέρα τους: Ότι πέφτουν. Ότι είχαν πολλά προβλήματα να αντιμετωπίσουν. Ότι πέφτουν ξανά και ξανά.

Δεν ξέρω τι σημαίνει «μαθαίνω να αντιμετωπίζω τα προβλήματά μου». Ξέρω ότι αυτό που μπορεί να γίνει στ’ αλήθεια είναι να τα αναγνωρίζουμε και να προσπαθούμε να κάνουμε κάτι καλύτερο κάθε φορά. Η ζωή δεν είναι σαν μια παρτίδα σκάκι. Είναι πιο πολύ σαν τη Monopoly. Είναι κάτι πιο σχετικό, μια καλή ή μια κακή ζαριά.

Δεν νομίζω ότι ο άνθρωπος είναι προορισμένος να μάθει να αντιμετωπίζει μετωπικά τα προβλήματά του. Νομίζω ότι είναι πολύ σύνθετο ον για να κάνει κάτι τέτοιο. Είναι προορισμένος να πέφτει και να σηκώνεται. Με λίγο περισσότερη χάρη ίσως κάθε φορά. Και επίσης είναι προορισμένος να πέσει κάποια στιγμή. Και να μπει μια τελεία.

O ΚΟΣΜΟΣ ΕΧΕΙ ΑΝΑΓΚΗ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ ΤΟΥ ΝΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙ ΜΕ ΕΝΑΝ ΤΡΟΠΟ ΠΟΥ ΝΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΤΟΝ ΛΥΤΡΩΣΕΙ.

«Θέλω τα έργα μου να έχουν κωμική καρδιά και δραματικά άκρα»

–Οι θεατές αναγνωρίζουν στους ήρωες του έργου τον αδελφό, τον φίλο, τον γείτονα ή και τον εαυτό τους; Τι λένε μετά την παράσταση;

Καταρχήν να πω ότι έχουμε λάβει πολλή αγάπη όλα αυτά τα χρόνια που παίζεται το έργο έχοντας συμπληρώσει πάνω από διακόσιες sold out παραστάσεις. Έπειτα ότι υπάρχει ένα μέρος του κοινού που κοντοστέκεται για λίγο μετά το τέλος της παράστασης και περιμένει να δει κάποιον από τους ηθοποιούς για να πει κάτι, να μας μιλήσει.

Τι λέει; Αν μπορώ να κάνω μια σούμα είναι «σας ευχαριστούμε που μας κάνατε να δούμε στη σκηνή κάτι που έχουμε βιώσει με κάποιον τρόπο στη ζωή μας, αλλά χωρίς να μας πονέσει». Ή κάτι σαν «το έχω νιώσει κι εγώ αυτό το πράγμα, αλλά τη χάρηκα την παράσταση». «Χάρηκα που ξανασυνδέθηκα με έναν πόνο που έχω βιώσει κάποια στιγμή».

Είναι έτσι και η δομή της παράστασης που το επιζητεί αυτό. Γιατί το έργο μιλάει για τον πόνο αλλά σαν είδος ανήκει πρωτίστως στην κωμωδία. Η πρόθεσή μου είναι τα έργα μου να έχουν κωμική καρδιά και δραματικά άκρα. Δηλαδή ο πυρήνας του έργου να είναι κωμικός και ανά πάσα στιγμή να μπορεί το πράγμα να κυλάει σε στιγμές οι οποίες έχουν άλλη φόρτιση.

Και αυτό το έχει ανάγκη και ο κόσμος, νομίζω. Ειδικά σε αυτήν την περίοδο που έχουμε βιώσει, που έχει πολύ πόνο, πολλή ανασφάλεια, πολλές ανατροπές. Έχει ανάγκη ακόμα και την περιοχή του πόνου του να την επισκεφθεί με έναν τρόπο που να μπορεί να τον λυτρώσει και μέσα από το γέλιο.

Η τέχνη εκτονώνει πράγματα εντέχνως. Διαμεσολαβεί μια συνθήκη η οποία επιτρέπει στον θεατή να κοιτάξει λίγο προς τα μέσα, αλλά με μια εξωτερική ματιά. Δηλαδή να έχει την ψυχραιμία να δει κάτι το οποίο μπορεί και να απωθεί στη ζωή του. Το “ακοίταχτο”, που έλεγε ο Ελύτης.

 

«Τα πράγμα δεν βρίσκονται ακριβώς εκεί που τα έχουμε τοποθετήσει στο μυαλό μας»

–Πώς ξαναδιαβάζεται το έργο μετά την πανδημία;

Η αλήθεια είναι ότι αυτό που μεσολάβησε δεν μας κλόνισε ιδιαίτερα σε σχέση με τη δραματουργία του συγκεκριμένου έργου. Ίσα-ίσα. Όλο αυτό το κλείσιμο σε ένα σπίτι που συμβαίνει στο έργο όπως εξελίσσεται είναι κάτι που μάλλον ενισχύεται.

–Και πώς είναι η θεατρική εμπειρία με πανδημία;

Παρότι το θέατρο ήταν εξαρχής από τους πιο ασφαλείς χώρους, πρέπει να πούμε ότι μετά από όλο αυτό που έχουμε περάσει το κοινό που έρχεται είναι πολύ συνειδητοποιημένο. Πλέον το να βγει κάποιος από το σπίτι του και να πάει θέατρο είναι κάτι που το κάνει πολύ συνειδητά. Και όχι μόνο αυτό, αλλά νιώθω επίσης ότι εισπράττει μια πιο γεμάτη εμπειρία από αυτό που εισέπραττε πριν τον κορονοϊό. Ίσως γιατί μας έλειψε πολύ το θέατρο.

Πιστεύω, πάντως, ότι αυτό που έχει συμβεί επηρεάζει όλους τους τομείς της ζωής μας και θα συνεχίσει να μας επηρεάζει και αφού αρθούν όλα τα μέτρα και αφού γίνει μια απλή γρίπη. Γιατί μας υπενθύμισε αυτό που μας υπενθυμίζει σήμερα και ο πόλεμος. Ότι τα πράγμα δεν βρίσκονται ακριβώς εκεί που τα έχουμε τοποθετήσει στο μυαλό μας. Τα γεγονότα μάς χτυπάνε συνεχώς την πόρτα.

Τσουρής

Ο κόσμος είναι πολύ θυμωμένος σήμερα

–Με αφορμή τον ρόλο του Άγγελου, υπάρχει θυμός εκεί έξω; Πώς εκφράζεται και πώς εκτονώνεται;

Ο Άγγελος είναι ένας άνθρωπος που έχει μέσα του και οργή και ζόρισμα, το οποίο βγαίνει όλο μαζί σε μια δύσκολη στιγμή και τον εκθέτει. Αλλά όλο το θέμα με την οργή στο σήμερα με απασχολεί πάρα πολύ. Βλέπω ότι ο κόσμος είναι πολύ θυμωμένος και βλέπω ότι δεν έχει βρεθεί υγιής διέξοδος για να διοχετευτεί όλη αυτή η ενέργεια κάπου σωστά. Εκτονώνεται με τρόπους που εγώ τους βρίσκω ανορθόδοξους.

Δες, για παράδειγμα, τι γίνεται στα σόσιαλ μίντια. Αυτό το δίκοπο μαχαίρι, που είναι το διαδίκτυο και που έχει κάνει πολλά καλά, σίγουρα δεν έχει τονώσει τη νηφαλιότητα στη σκέψη μας. Μπαίνεις να διαβάσεις μια άποψη για ένα θέμα και είναι είτε αποθεωτική είτε ισοπεδωτική. Έχει χαθεί η μετριοπάθεια, η ψύχραιμη τοποθέτηση στα πράγματα, το «δεν είμαι σίγουρος», το «δεν ξέρω, θα πρέπει να το ψάξω λίγο παραπάνω». Οι άνθρωποι με την ίδια ταχύτητα που ποστάρουν μια φωτογραφία, με την ίδια ταχύτητα αποφαίνονται –συχνά ακραία και μάλιστα συνήθως ανώνυμα– για πολύ σημαντικά θέματα. Για μένα μόνο στην ψήφο είναι εποικοδομητική η ανωνυμία.

Στο μεταξύ, έχουμε αναπτύξει έναν διαδικτυακό ακτιβισμό, ο οποίος για πολλούς είναι πραγματικός –τους βγάζει δηλαδή στον δρόμο, όπως έγινε σε πολλές περιπτώσεις– στους περισσότερους όμως δίνει απλά ένα ανώδυνο άλλοθι: «Τα ’πα και ξαλάφρωσα. Πάμε παρακάτω».

Υπάρχουν άνθρωποι πολύ απροστάτευτοι και συνήθως αόρατοι

–Κλείνοντας την κουβέντα μας για τον χαρακτήρα που ενσαρκώνεις, πόσο δύσκολο είναι να επιβιώσουν άνθρωποι σαν τον Γρηγόρη;

Ο Γρηγόρης είναι ένας άνθρωπος πολύ ευάλωτος στα πάντα, και κοινωνικά και συναισθηματικά. Έχει βρει έναν τρόπο προφανώς να επιβιώνει, αλλά είναι ένας τύπος τον οποίο όταν τον συναντάω στον δρόμο, πάντα με πονάει λίγο. Με πονάει το backstory που δεν ξέρω.

Η αφορμή γι’ αυτόν τον ρόλο ήταν διάφοροι άνθρωποι που έχω γνωρίσει και είναι πολύ απροστάτευτοι, συνήθως αόρατοι, και η ανάγκη μου με κάποιον τρόπο να μιλήσω γι’ αυτούς.

Συνήθως είναι κάποια παιδιά με οριακή νοημοσύνη, άνθρωποι που συναντάμε στον δρόμο και καταλαβαίνουμε ότι είναι εξαρτημένα μέλη μιας οικογένειας, και δεν θέλουμε και πολύ να ξέρουμε την ιστορία τους. Εμένα με αφορούν πολύ αυτές οι ιστορίες. Και το βασικό πράγμα που μου αρέσει να κάνω ως ηθοποιός είναι να δίνω λόγο και σκηνική υπόσταση σε ανθρώπους της διπλανής πόρτας. Αυτής που δεν θέλουμε να ανοίξουμε.

–Είσαι καθόλου αισιόδοξος;

Γενικά ήμουν αισιόδοξος για πάρα πολλά χρόνια. Τα τελευταία δυο τρία χρόνια οφείλω να πως έχω αρχίσει και αμφισβητώ πολλά πράγματα απ’ τα οποία αντλούσα απόλυτη σιγουριά και αυτοπεποίθηση. Νιώθω ότι είμαι κι εγώ σε μια μεταβατική φάση, όπου θα αποφασίσω λίγο αργότερα, συνομιλώντας με τον εαυτό μου, σε τι φάση είμαι. Προτιμώ να μείνω με αυτή την εκκρεμότητα προς το παρόν.

Ως μπαμπάς εύχομαι να έχουν υγεία τα μωρά μου και τα μωρά όλου του κόσμου – είναι κάτι που έλεγε η γιαγιά μου και με συγκινούσε πολύ.

Τα «170 τετραγωνικά» ολοκλήρωσαν φέτος έναν μεγάλο κύκλο sold out παραστάσεων και θα τα δούμε ξανά την ερχόμενη θεατρική σεζόν. Τον Γιωργή Τσουρή, τον βλέπουμε στην καθημερινή σειρά της ΕΡΤ «Χαιρέτα μου τον Πλάτανο», ενώ ο ίδιος, πολυπράγμων και αεικίνητος, ετοιμάζεται να ηχογραφήσει και να διαθέσει στο διαδικτυακό κοινό του άλλο ένα δικό του τραγούδι. Ολοκληρώνει επίσης ένα ακόμα θεατρικό έργο, που αναμένεται και αυτό να δει το φως της σκηνής κάποια στιγμή του χρόνου.

SLOW MONDAY NEWSLETTER

Θέλεις να αλλάξεις τη ζωή σου; Μπες στη λογική του NOW. SLOW. FLOW.
Κάθε Δευτέρα θα βρίσκεις στο inbox σου ό,τι αξίζει να ανακαλύψεις.