ΠΩΣ ΘΑ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙΣ ΟΤΙ Ο ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΣ ΓΟΝΙΟΣ ΣΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΠΛΕΟΝ ΝΑ ΑΥΤΟΕΞΥΠΗΡΕΤΗΘΕΙ;
Η γηρίατρος Δρ Ευρυδίκη Κραββαρίτη απαριθμεί στο OW τα σημάδια που μαρτυρούν ότι ο ηλικιωμένος γονιός μας δεν μπορεί πλέον να αυτοεξυπηρετηθεί και συμβουλεύει πώς να σχεδιάσουμε μαζί του την επόμενη μέρα.
Τη μέρα που επισκέπτεσαι την 83χρονη μητέρα σου, η οποία ζει εδώ και χρόνια μόνη της, και συνειδητοποιείς ότι το σπίτι δεν λειτουργεί πια όπως παλιά (το ψυγείο της είναι σχετικά άδειο, το μπάνιο κάπως βρώμικο, η ίδια δείχνει κάπως αφηρημένη…), τότε χτυπά το πρώτο μεγάλο καμπανάκι: Είναι πλέον σε θέση ο ηλικιωμένος γονιός μου να αυτοεξυπηρετηθεί;
Το πιθανότερο είναι ότι μόλις πας να της ανοίξεις τη σχετική κουβέντα θα σου ανατρέψει τα πάντα –δεν πρόλαβε να βγει να ψωνίσει, δεν έχει καθαρίσει ακόμα– γιατί πρόκειται για μια συζήτηση που οι περισσότεροι ηλικιωμένοι θέλουν πάση θυσία να αποφύγουν. Φυσικά, καταλαβαίνουν ότι μέρα με τη μέρα οι δυνάμεις τους μειώνονται, όμως ιδανικά δεν θα ήθελαν να αλλάξει τίποτα στις συνθήκες ζωής τους, τουλάχιστον όχι όσο ακόμα μπορούν να έχουν άποψη επ’ αυτού.
Κι όμως, όπως μου λέει η ειδική παθολόγος–γηρίατρος Δρ Ευρυδίκη Κραββαρίτη, είναι ακριβώς αυτή η χρονική στιγμή που χρειάζεται το παιδί να καθίσει με τον ηλικιωμένο γονέα του και να κάνει μια πολύ σοβαρή συζήτηση, στο πλαίσιο της οποίας θα σχεδιάσουν μαζί την «επόμενη μέρα». Τη μέρα, δηλαδή, που πραγματικά δεν θα μπορεί πλέον να αυτοεξυπηρετηθεί.
Πώς καταλαβαίνεις ότι πλησιάζει για τον γονιό σου αυτή η μέρα και τι πρέπει να κάνεις για να τον βοηθήσεις να συνεχίσει να ζει υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες; Η κ. Κραββαρίτη μιλά στο OW.
– Πώς καταλαβαίνεις ότι ο ηλικιωμένος γονιός σου δεν μπορεί πια να αυτοεξυπηρετηθεί;
Στην ανημποριά του ηλικιωμένου, αυτό που μας ανησυχεί περισσότερο είναι το νοητικό κομμάτι. Σίγουρα παίζει ρόλο και το κινητικό, απλά στην περίπτωση αυτή το αποδέχεται και ο ίδιος: για παράδειγμα, αν δεν μπορεί να πάει στο μπάνιο και έχει πρόβλημα ακράτειας, γίνεται προφανές ότι χρειάζεται κάποια βοήθεια.
Το νοητικό όμως πολλές φορές κρύβεται, γιατί μπορεί ένας άνθρωπος να χάσει μεγάλο κομμάτι από τη νοητική του εφεδρεία και ικανότητα αλλά να παραμένει σε κάποιο βαθμό αυτοεξυπηρετούμενος, να ζει μόνος δηλαδή. Αρχίζουν, όμως, σταδιακά να φαίνονται κάποιες δυσλειτουργίες που συνήθως είναι οι εξής:
- Στο μαγείρεμα, γιατί είναι μια αρκετά σύνθετη, περίπλοκη δραστηριότητα, με πολλά βήματα, με αποτέλεσμα το άτομο να μην μπορεί πια να την εκτελέσει σωστά. Έτσι, καταφεύγει σε πολύ πρόχειρο φαγητό ή delivery ή προτιμά ακόμα και να «πηδά» γεύματα προκειμένου να αποφύγει να μαγειρέψει, με αποτέλεσμα να χάνει βάρος.
- Αυτή η απώλεια βάρους με τη σειρά της οδηγεί σε μυϊκή αδυναμία. Αν δεν γνώριζες το βάρος της μητέρας ή του πατέρα σου ώστε να τους ζυγίσεις ξανά και να συγκρίνεις, θα την καταλάβεις παρατηρώντας πόσο χαλαρά είναι πλέον τα ρούχα πάνω τους. Επίσης, θα τους δεις να γίνονται πιο αδύναμοι, να περπατούν πιο χαλαρά, να δυσκολεύονται να σηκωθούν από την καρέκλα.
- Αυτά όλα οδηγούν στον κοινωνικό αποκλεισμό. Επειδή, δηλαδή, οι ηλικιωμένοι βλέπουν ότι δεν λειτουργούν καλά, π.χ. δεν θυμούνται κάτι στο μπακάλικο, φοβούνται ότι θα τους κοροϊδέψουν στο καφενείο, κάπως προσβάλλονται και αποτραβιόνται, κλείνονται μέσα. Σταματάνε να βγαίνουν και συνήθως λένε δικαιολογίες, όπως: Δεν θέλω να βγω, δεν χρειάζεται, πού να τρέχω τώρα ή πού να σας ταλαιπωρώ κ.λπ.
- Και μέσα στο σπίτι, όμως, μειώνουν τις δουλειές. Αρχίζει πλέον να δείχνει απεριποίητο, να μην είναι καθαρό όπως παλαιότερα, τα ρούχα τους να μην είναι φρεσκοπλυμένα κ.λπ.
- Τέλος, μπορεί να εμφανιστούν ζητήματα αν οι ηλικιωμένοι αντιμετωπίζουν χρόνια προβλήματα υγείας. Μπορεί, λοιπόν, να παρατηρήσουμε ότι δεν παίρνουν σωστά τα φάρμακά τους ή ότι χάνουν ραντεβού με τον γιατρό. Μπορεί ξαφνικά να απορυθμιστούν οι αιματολογικές εξετάσεις τους, π.χ. να βγαίνει αρρύθμιστο το ζάχαρο ή η πίεση, που ενώ τα τελευταία 10-15 χρόνια ήταν τέλεια, ξαφνικά να είναι αυξημένα, συνήθως επειδή ξεχνιούνται τα φάρμακα, χωρίς φυσικά να υπάρχει κακή πρόθεση από μέρους τους.
Καλό είναι, λοιπόν, πέρα από τα εμφανή συμπτώματα της ανημποριάς να ελέγχουμε κι εμείς τις αιματολογικές εξετάσεις του γονιού μας και να συζητήσουμε μαζί του αν δούμε κάτι να έχει απορρυθμιστεί.
ΕΧΕΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑ Ο ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΣ ΣΕ ΜΙΑ ΛΑΘΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗ. ΑΠΛΑ ΑΥΤΟ, ΔΥΣΤΥΧΩΣ, ΕΝΕΧΕΙ ΡΙΣΚΟ.
– Μπορούμε να μιλήσουμε οι ίδιοι με τον γιατρό του γονιού μας;
Μπορούμε να ρωτήσουμε αν ήρθε στο ραντεβού, αλλά εδώ υπεισέρχονται και ζητήματα απορρήτου. Πρέπει να έχει δοθεί η άδεια του ηλικιωμένου στον γιατρό να μιλήσει στο παιδί και αυτό είναι ένα δύσκολο κομμάτι. Γιατί μπορεί οι άνθρωποι που έχουν κάποιες δυσλειτουργίες να μην έχουν πολύ καλή κρίση στο ότι χρειάζονται βοήθεια, εντούτοις διατηρούν την αυτονομία τους και το δικαίωμά τους να πουν στον γιατρό τους: Δεν θέλω να μιλήσεις στους συγγενείς μου. Κι ο γιατρός δεν έχει δικαίωμα να τους παρακάμψει, παρά μόνο στην περίπτωση που κρίνει ότι εμφανώς δεν έχουν τη δυνατότητα λήψης αποφάσεων.
Υπάρχει, όμως, και η γκρίζα ζώνη στη μεγάλη ηλικία που επηρεάζει την κρίση. Δηλαδή, δεν υπάρχει η καλύτερη δυνατή κρίση και αυτό μπορεί να μην είναι μόνο νοητικό θέμα αλλά και θέμα προσωπικότητας. Όλοι δικαιούμαστε καμιά φορά να παίρνουμε λάθος αποφάσεις, το γεγονός αυτό δεν μπορούμε εμείς να το παρακάμψουμε ιατρικά ή να το εκβιάσουμε. Όπως και δεν μπορείς να εκβιάσεις έναν άνθρωπο που δεν επιθυμεί π.χ. να εμβολιαστεί για μια ασθένεια. Έχει δικαίωμα ο ηλικιωμένος σε μια λάθος απόφαση. Απλά, δυστυχώς, έχει ρίσκο αυτό.
– Τι γίνεται, όμως, όταν οι λάθος αποφάσεις αυξάνονται και το ρίσκο γίνεται πλέον μεγάλο;
Εγώ ως γιατρός προσπαθώ να αναλάβω το «μετά» τη λάθος απόφαση. Να συμβουλεύσω τον ηλικιωμένο για το τι έχει να χάσει, γιατί μπορεί να λέει «εγώ είμαι μια χαρά και δεν χρειάζομαι κάτι», αλλά συχνά είναι σε κίνδυνο. Και ο λόγος που θέλουμε να υποστηριχθεί και να πλαισιωθεί είναι ακριβώς για να μπορέσει να παραμείνει λειτουργικός.
Γιατί αν συνεχίσει να λειτουργεί σε αυτό το πολύ οριακό σημείο, επακόλουθα θα έρθουν τα ιατρικά προβλήματα – λόγω της αποδυνάμωσης που αναφέραμε παραπάνω ή της μη ορθής λήψης φαρμάκων. Ο άνθρωπος μπορεί τότε να πέσει, να σπάσει κάτι και έτσι αδιαπραγμάτευτα θα χρειάζεται βοήθεια.
ΚΑΝΕ ΤΟ ΚΑΤΙ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΤΩΡΑ, ΠΟΥ ΕΧΕΙΣ ΤΗ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΝΑ ΕΛΕΓΞΕΙΣ ΤΙΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ.
Αυτό που συμβουλεύω, λοιπόν, εγώ είναι: Κάνε τώρα το κάτι παραπάνω που έχεις τη δυνατότητα να ελέγξεις τις συνθήκες. Δηλαδή, αν θες να βρεις έναν άνθρωπο να έρχεται να σε φροντίζει κάποιες ώρες ή και μόνιμα, αν το κάνεις όταν θα είσαι στο κρεβάτι και ανήμπορος θα πρέπει να δεχτείς αυτόν που θα σου φέρουν. Αν το κάνεις, όμως, όσο είσαι ακόμα στα πόδια σου και προβλέπεις το μέλλον, θα μπορείς να επιλέξεις και να πεις: Αυτός δεν μου κάνει, αυτός μου κάνει. Έτσι, θα καταλήξεις σε έναν άνθρωπο που σου ταιριάζει.
Όπως πάντα στη ζωή, όταν τα πράγματα τα προσχεδιάζουμε και τα κάνουμε συντεταγμένα, οι συνθήκες τελικά που θα φτιάξουμε για τον εαυτό μας είναι οι καλύτερες. Αν τα αφήνεις μέχρι τελευταία στιγμή, όταν το μαχαίρι φτάσει στο κόκαλο, τότε τα πράγματα γίνονται κάπως εκβιαστικά.
Το δύσκολο εδώ είναι ότι τους φέρνεις αντιμέτωπους με το ότι είναι τώρα σε ένα σημείο που κινδυνεύουν να χάσουν αυτά που έχουν. Και αυτό είναι κάτι που κανείς δεν θέλει να σκεφτεί. Κανείς δεν θέλει να δεχτεί ότι βρίσκεται σε αυτό το σημείο, οπότε υπάρχει μια άρνηση και μια αναβολή για το μέλλον που τελικά τις περισσότερες φορές μας φέρνει προ τετελεσμένων.
– Έχει νόημα, λοιπόν, να πάρουμε τον ηλικιωμένο γονιό μας και να επισκεφθούμε μαζί έναν γηρίατρο για να συζητήσουμε για όλα αυτά;
Πολύ συχνά συμβαίνει αυτό, να έρχονται άνθρωποι έπειτα από πίεση από τα παιδιά τους, χωρίς να είναι δική τους επιθυμία. Πολλές φορές, μάλιστα, το βιώνουν και λίγο υποτιμητικά, ότι «με πας στον γηρίατρο, άρα γέρασα, άρα με θεωρείς λιγότερο ικανό να φροντίσω τον εαυτό μου».
Υπάρχει ένα πολύ κρίσιμο σημείο, ότι στην Ελλάδα πολλές φορές μπερδεύουμε την ανημπόρια με την έλλειψη αυτονομίας. Δηλαδή, το ότι κάποιος χρειάζεται βοήθεια –και αυτό το βλέπουμε και με τους ανθρώπους που χρησιμοποιούν αμαξίδια– δεν σημαίνει ότι δεν είναι αυτόνομος άνθρωπος, ότι οι επιθυμίες του δεν έχουν σημασία και ότι δεν αποφασίζει για τη ζωή του. Πολλές φορές, λοιπόν, αυτό που προσπαθώ εγώ να κάνω από την αρχή σε αυτές τις περιπτώσεις είναι να εξηγήσω στον ηλικιωμένο ακριβώς αυτό: ότι είσαι αυτόνομος, εσύ παίρνεις τις αποφάσεις, αλλά χρειάζεσαι βοήθεια. Το ένα, δηλαδή, δεν αναιρεί το άλλο.
Αυτό μερικές φορές είναι πρόβλημα και στους φροντιστές: Κουβαλούν, δηλαδή, μια νοοτροπία ότι «εγώ αποφασίζω για εκείνον, επειδή εγώ τον βοηθώ να ντυθεί το πρωί ή να μετακινείται» ή «επειδή έχει ήδη άνοια, θα αποφασίσω εγώ αν θα φάει αβγό ή θα φάει γιαούρτι». Δεν είναι έτσι, όμως. Όση άνοια κι αν έχει κάποιος, έχει δικαίωμα να πει ότι δεν του αρέσει το αβγό.
Ας μην ξεχνάμε ότι οι ηλικιωμένοι έχουν και τραυματικές εμπειρίες από τους δικούς τους γονείς ή παππούδες, παρακολουθώντας τα τελευταία τους χρόνια, καθώς ήταν και μια άλλη εποχή, με πολύ παρωχημένες αντιλήψεις και πρακτικές.
Έχει νόημα, λοιπόν, να έρθει στον γηρίατρο μόνο αν τελικά τον πείσει κανείς. Το να έρθει εκβιαστικά, με το ζόρι ή κρυφά (π.χ. να του πούμε ότι πάμε σε έναν παθολόγο ενώ είναι ψυχίατρος), τέτοιες πρακτικές δεν έχουν κανένα νόημα.