ΠΩΣ Η (ΠΑΡΑΜΙΚΡΗ) ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΙΑΣ ΜΑΜΑΣ ΕΠΗΡΕΑΖΕΙ ΤΗΝ ΚΟΡΗ
Γλυκό και αιχμηρό ταυτόχρονα, αθώο επιφανειακά, μα επικριτικό επί της ουσίας. Το μικρό σχόλιο μιας μητέρας προς την ενήλικη κόρη της έχει τελικά τεράστια δύναμη. Τι συναισθήματα γεννάει; Και τι κρύβεται κάτω από την κουβέρτα της μητρικής φροντίδας του;
Ξεκινάει συνήθως με ένα ελαφρύ ανασήκωμα του φρυδιού. Μπορεί να είναι και ξεφύσημα. Δεν έχει σημασία. Συνοδεύεται από μια έκφραση καλά κρυμμένης δυσπιστίας. Αν μπορούσες να διαβάσεις το σκεπτικό πίσω από την έκφραση, αυτό θα ήταν «σε ξέρω - σε έχω γεννήσει - σε παρατηρώ στη λεπτομέρεια - σε κατάλαβα - θα σε διορθώσω». Είναι η μαμά σου και είσαι η κόρη της.
Κι ύστερα το εκτοξεύει. Μπορεί να είναι το «Δεν βάφτηκες λιγάκι, που σου πάει;» ή το «Τελικά τα έκοψες τα μαλλιά σου!», «Πάλι θα παίξει στο τάμπλετ ο μικρός;», «Γιατί δεν πηγαίνατε πιο νωρίς;», «Εγώ να το κάνω, αλλά...», «Το άλλο φόρεμα σε έδειχνε πιο ψηλή/αδύνατη/θηλυκή...» (συμπληρώστε ανάλογα).
Αν την κόψεις αμέσως, θα απαντήσει πιθανότατα πειραγμένη «μια κουβέντα είπα απλώς», «είσαι υπερβολική», «τι σου είπα τώρα και κάνεις έτσι;» Στη συνέχεια, ενδέχεται να επαναδιατυπώσει τη φράση με εντελώς διαφορετικό τόνο, για να σου δώσει να καταλάβεις ότι εσύ παρανόησες. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν παρανόησες. Η παραμικρή κριτική της μαμάς προς την κόρη έχει μια διαχρονική δύναμη: σε κάνει έξω φρενών.
Η κριτική της μαμάς: Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της
Είμαι σίγουρη πως όσες μαμάδες και κόρες διαβάσουν αυτές τις γραμμές, άλλες τόσες φράσεις, εκφράσεις και επαναδιατυπώσεις θα μπορέσουν να σκεφτούν. Το «μικρό σχόλιο» μπορεί να πάρει πολλές μορφές και έχει πρωταγωνιστήσει σε εκατομμύρια ανάλογες στιχομυθίες. Ας πούμε ότι έχει ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά:
- Αφορά αποκλειστικά μαμάδες και κόρες.
- Είναι –ή τουλάχιστον επιδιώκει να είναι– μικρό, ήσυχο, σχεδόν «διακριτικό».
- Είναι επικριτικό, αλλά κουβαλά και πολλά άλλα καλά κρυμμένα συναισθήματα, στερεότυπα και κατάλοιπα.
Ή τουλάχιστον έτσι μου φαίνεται εμένα.
Το μικρό σχόλιο θέλει να είναι μεγάλο. Επειδή όμως δεν το τολμά, επιλέγει τον μανδύα της διακριτικότητας. Τον βρίσκει σε λέξεις που θεωρητικά αποδυναμώνουν την ουσία («μήπως», «τελικά», «ναι μεν, αλλά») και σε δήθεν αθώες ερωτήσεις, που όμως καταλήγουν να προκαλούν περισσότερο εκνευρισμό. Ένα σχόλιο που προσπαθεί να κρατήσει καλυμμένη την αποδοκιμασία του μπορεί να γίνει χειρότερο από μια κατά πρόσωπο κριτική.
Πλην όμως το παιχνίδι της κατά πρόσωπο κριτικής το έχουν παίξει πολλές φορές μια μαμά και μια κόρη, και έχουν καταλάβει πως δεν οδηγεί πουθενά. Η πίστα του μικρού σχόλιου, από την άλλη, καλλιεργεί νέες ικανότητες και στις δύο. Η μία εξασκείται στο να παραμένει ψύχραιμη. Η άλλη αμετακίνητη. Αν τα καταφέρουν, η κόντρα μεταφέρεται στην τελευταία και πιο δύσκολη πίστα: Όταν η μαμά γίνεται γιαγιά.
Όταν η μαμά γίνεται γιαγιά
Όσες φορές κι αν έχεις κρατήσει το στόμα σου κλειστό, όσο κι αν την έχεις συγχωρήσει ή την έχεις καταλάβει –ή και τα δύο μαζί–, η στιγμή που γίνεσαι εσύ μητέρα κι εκείνη γιαγιά σάς πισωγυρίζει στην αρχέγονη διαμάχη, με το αντικείμενο της μεγαλύτερης αγάπης σας στο επίκεντρο: ποια από τις δυο σας ξέρει καλύτερα το καλό των παιδιών σου; Η ερώτηση είναι ρητορική. Δεν χρειάζεται να απαντήσεις.
Μπορεί όμως να λειτουργήσει σαν εφαλτήριο διαφόρων σκέψεων σχετικά με την αιτιολογία του φαινομένου και τη δύναμη της μητέρας να ασκεί επάνω μας μια μαγική εξουσία. Μια εξουσία από την οποία μοιάζει αδύνατο να ξεφύγουμε. Παραδόξως, εκείνη αισθάνεται ότι τη χάνει. Ή, καλύτερα, νιώθει ότι χάνει τον έλεγχο στη ζωή της κόρης. Το μικρό σχόλιο φαίνεται να είναι το όπλο της, ώστε να εξακολουθεί να επεμβαίνει στα πράγματα. Ποια πράγματα; Κυρίως τη διαχείριση των συναισθημάτων.
Νομίζω ότι διαχρονικά το πεδίο δράσης των γυναικών, αυτό που κανένας άντρας δεν μπορεί να τους πάρει από τα χέρια, είναι ο τομέας των συναισθημάτων. Υπεύθυνες συναισθηματικής διαχείρισης και ανάπτυξης για όλα τα μέλη της οικογένειας, αλλά και μάνατζερ των συναισθηματικών κρίσεων, μαθαίνουμε τις κόρες μας να συνεχίσουν το έργο μας, αλλά δεν είμαστε πρόθυμες να το αφήσουμε εντελώς στα δικά τους χέρια. Διότι πάντα εμείς ξέρουμε καλύτερα τι πονάει και τι όχι, τι είναι καλό και τι κακό, τι εξυψώνει και τι καταρρακώνει... ακόμη κι όταν κάνουμε λάθος.
Μια προσωπική κόντρα
Όταν η μητέρα μου αποδοκιμάζει την επιλογή μου να μην επιτρέπω πολλά γλυκά και junk food στο παιδί μου, το κάνει επειδή νοιάζεται για τη συναισθηματική του ισορροπία. Νομίζει ότι το παιδί θα νιώσει στερημένο, θα ζηλεύει, θα αποκτήσει ψυχολογικά προβλήματα. Πιστεύει πως εκείνη γνωρίζει καλύτερα τι κάνει έναν άνθρωπο ευτυχισμένο. Το δείχνει με τον λάθος τρόπο. Κάνοντας τους κανόνες μου να φαίνονται κακοί ή ανόητοι.
Είτε απαντήσω είτε παραμείνω ψύχραιμη σε εμμέσως επικριτικά σχόλια κρατώντας το στόμα μου κλειστό, στο 90% των περιπτώσεων θυμώνω. Θυμώνω επειδή προσπαθώ να είμαι κάτι άλλο από εκείνη και αισθάνομαι ότι δεν μπορώ. Την κουβαλάω μέσα μου. Το παράδοξο είναι ότι κάποιες φορές θέλω και να της μοιάσω. Θέλω εξίσου να είμαι μια άλλη μαμά και μια μαμά σαν εκείνη –για όλα τα συναισθηματικά εφόδια που απλόχερα μου έδωσε– και αυτό με μπερδεύει. Βλέπετε, στον πυρήνα της σχέσης μαμάς και κόρης υπάρχει το αιώνιο βασανιστήριο της ταύτισης. Πόσο εκείνη είσαι και πόσο διαφορετική θέλεις να γίνεις.
Όσο εκείνη τραβάει τα ηνία της συναισθηματικής διαχείρισης από τα χέρια σου, νιώθοντας ότι χάνει τον έλεγχο και φοβούμενη ότι το παιδί της μπορεί να πληγωθεί ανεπανόρθωτα, άλλο τόσο το παιδί της θυμώνει. Δεν θέλει να νιώθει ανίσχυρο, μα δεν θέλει να νιώθει και ξεσκέπαστο. Δεν θέλει να είναι η μαμά του, αλλά θέλει και να της μοιάσει. Είναι μία από εκείνες τις προβληματικές καταστάσεις που μπορεί να κληροδοτήσει μια «φυσιολογική» κατά τα άλλα οικογένεια.
Η κόρη (της κόρης) δίνει τη λύση
Κάθε φορά που ένα μικρό σχόλιο της μαμάς μου βρίσκει τον στόχο του, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να γυρίζω να κοιτάξω την κόρη μου. Πόσα μικρά, αλλά και μεγάλα (τώρα, που μπορώ) επικριτικά σχόλια κάνω εγώ σε εκείνη; Πόσο σχετίζονται με την ανάγκη μου να την προστατεύσω ή να την καθοδηγήσω συναισθηματικά; Πόσο σχετίζονται με τα κατάλοιπα και τις συνήθειες που κουβαλώ από το σπίτι και την κοινωνία μου, και πόσο με τη συνειδητοποίηση ότι στην πραγματικότητα δεν έχω τον έλεγχο στη ζωή της;
Τις ελάχιστες φορές που καταφέρνω να τη στείλω χωρίς ζακέτα στο σχολείο ή με μια γελοία χριστουγεννιάτικη στέκα με κέρατα στο κεφάλι, αισθάνομαι πιο «φίλη» με τη δική μου μαμά. Σα να τη νιώθω. Τις ελάχιστες φορές που καταφέρνω να σταθώ ψύχραιμα απέναντι στις επιλογές της κόρης μου, τις ολότελα διαφορετικές από τις δικές μου, τότε καταφέρνω να στέκομαι με επιείκεια απέναντι στα μικρά σχόλια της μητέρας μου. Είναι μόλις το 10% των περιπτώσεων, αλλά το παλεύω.