ΣΑΪΝΤ ΓΚΑΣΕΜΙ: ΕΝΑΣ ΙΡΑΝΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΟΝΕΙΡΕΥΕΤΑΙ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
Ο Σαΐντ Γκασεμί αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Ιράν αφού τον συνέλαβαν να έχει στην κατοχή του ένα βιβλίο απαγορευμένο από το ισλαμικό καθεστώς. Πλέον, ζει στην Αθήνα ως πολιτικός πρόσφυγας, δουλεύει και μπορεί να γράφει ανενόχλητος τα ποιήματά του.
Άσε τους δικτάτορες και τις εκφράσεις τους,
τους Χίτλερ και τους Μουσολίνι και τους Μπους και τους Χομεϊνί,
τους Σαντάμ και τους άλλους,
αυτοί έρχονται, τα καίνε όλα και φεύγουν,
αυτοί σπάνε τις πένες,
καίνε τους ποιητές και τα έργα,
πυροβολούν τον Λόρκα.
– Σαΐντ Γκασεμί
Ο Σαΐντ Γκασεμί είναι ποιητής. Ο στίχος του είναι κάποιες φορές πολιτικός και άλλοτε ερωτικός. Η καλλιτεχνική δημιουργία είναι άλλωστε η μετουσίωση της ψυχικής εμπειρίας. Σκέφτεται και ονειρεύεται και στα φαρσί και στα ελληνικά. Αγαπάει τον Λόρκα, τους Πέρσες ποιητές και τον Καβάφη. Όταν γράφει, κάποιοι στίχοι του έρχονται στη μια γλώσσα, κάποιοι στην άλλη.
Ο Σαΐντ Γκασεμί είναι πολιτικός πρόσφυγας. Αναγκάστηκε να φύγει από την Τεχεράνη σε ηλικία 17 ετών και να έρθει στην Ελλάδα ως ασυνόδευτος ανήλικος «εξαιτίας της δικτατορίας». Τον είχαν συλλάβει επειδή είχε ένα απαγορευμένο βιβλίο στην κατοχή του και κινδύνευε η ζωή του. Στο θεοκρατικό καθεστώς του Ιράν δεν υπάρχει χώρος για άλλες πεποιθήσεις όσον αφορά στην πολιτική, τη θρησκεία ή τη ζωή. Η λογοτεχνία, η ποίηση και οι τέχνες δεν πρέπει να ασκούν κριτική στο καθεστώς, ούτε να είναι δυτικότροπες.
Ο Σαΐντ Γκασεμί έφτασε στην Ελλάδα έχοντας μαζί του μόνο ένα βιβλίο και ένα τετράδιο όπου σημείωνε τα ποιήματά του στα φαρσί, τη μητρική του γλώσσα. «Στην Τουρκία, πριν μπούμε στη βάρκα για να περάσουμε στην Ελλάδα, μου είπαν να πετάξω ό,τι είχα μαζί μου, γιατί δεν έπρεπε να έχουμε βάρος στη θάλασσα. Έτσι, δεν κράτησα τίποτα άλλο εκτός από αυτά που είχα πάνω μου». Φυλάει μέχρι σήμερα εκείνο το τετράδιο, το σακίδιο που κρατούσε όταν ξεκίνησε και τα παπούτσια που έλιωσε στον δρόμο διασχίζοντας σύνορα.
Ο Σαΐντ Γκασεμί μπόρεσε να ξεφύγει από το ευνουχιστικό βλέμμα της λογοκρισίας στο Ιράν και μετουσίωσε την τραυματική εμπειρία σε καλλιτεχνική δραστηριότητα. Εκτός από το να γράφει ποίηση, παίζει κιθάρα και φτιάχνει μουσικές. Δεν έχει σταματήσει να κάνει ψυχοθεραπεία από την πρώτη στιγμή που έφτασε στην Αθήνα. Στην αρχή με διερμηνέα και πλέον στα ελληνικά. Εξάλλου, πλέον είναι ο ίδιος διερμηνέας και βοηθάει άλλους πρόσφυγες.
Ο Σαΐντ Γκασεμί τα κατάφερε. Κι ας μην είχε προλάβει να τελειώσει ούτε το σχολείο στη χώρα του. Το ολοκλήρωσε στην Αθήνα και τώρα γράφει και στις δύο γλώσσες. Μιλά ελληνικά με εντυπωσιακή ευφράδεια, με ένα αξάν που σε ταξιδεύει στις περιοχές της Μεσοποταμίας. Κι ας είναι μόνο 22 ετών και μόνο πέντε χρόνια στην Αθήνα. Αν είχε μείνει στην Τεχεράνη, δεν θα μπορούσε να δημοσιεύσει ποτέ τα ποιήματα που γράφει. Εάν τα είχε δημοσιεύσει, δεν θα ήταν σήμερα ζωντανός. Η ιστορία του είναι επίκαιρη όχι μόνο με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, αλλά και γιατί δυστυχώς ο πόλεμος στην Ουκρανία προκαλεί μια νέα ανθρωπιστική κρίση και αναγκάζει εκατομμύρια ανθρώπων να γίνουν πρόσφυγες.
Η διαδρομή από την Τεχεράνη στην Αθήνα
Ο Σαΐντ ονειρεύτηκε να ζήσει στη Βιέννη για τη μουσική της, αλλά αγάπησε την Αθήνα για τη ζεστασιά της. Ίσως γιατί η μητέρα του άκουγε ελληνικά τραγούδια ή γιατί ο ίδιος είχε προλάβει να αγαπήσει την ελληνική φιλοσοφία.
«Αποφασίσαμε με τη μητέρα μου να φύγω από το Ιράν παρά τις αντιρρήσεις των δύο μεγαλύτερων αδελφών μου. Ο πατέρας μου είχε πεθάνει δυο χρόνια προτού έρθω στην Ελλάδα. Στην αρχή είχα σκεφτεί να πάω να ζήσω στη Βιέννη, παρόλο που οι περισσότεροι που έφευγαν ήθελαν να πάνε στη Γερμανία. Πήγα στα σύνορα Ιράν-Τουρκίας με ένα λεωφορείο. Μας πήρε ένα άλλο αυτοκίνητο. Μετά περπατήσαμε. Έπειτα ξανά λεωφορείο. Μετά μπήκαμε στη βάρκα. Ήμασταν πάνω από 60 άτομα, παιδιά και γυναίκες. Ήταν επικίνδυνα. Έφτασα στη Χίο και έμεινα μερικές μέρες σε camp. Συνολικά, για να φτάσω στην Ελλάδα πλήρωσα 2.000 ευρώ.
»Όταν έφτασα στην Αθήνα, ήμουν 17 ετών. Ζήτησα άσυλο πολιτικού πρόσφυγα. Το πήρα. Έμεινα στον ξενώνα των Γιατρών του Κόσμου για έναν περίπου χρόνο. Με βοήθησαν πολύ. Μου έστελνε χρήματα η μητέρα μου και τελείωσα το λύκειο. Άρχισα να εργάζομαι σε διάφορες δουλειές και να μένω σε ένα διαμέρισμα με άλλους δέκα ή δεκαπέντε. Κατάλαβα πως δεν μπορούσα να ζω έτσι. Λίγο μετά, βρήκα δουλειά στη ΜΚΟ Άρσις ως διερμηνέας και αμέσως έψαξα για δικό μου σπίτι. Ζω στα Πατήσια μαζί με τον Τζεμπέλ, τον σκύλο μου. Το όνομα του σημαίνει Γρήγορος.
»Κάνω παρέα με Έλληνες, Ιρανούς, Ρουμάνους. Δεν με νοιάζει από πού είναι οι φίλοι μου. Φτιάχνουμε τραγούδια μαζί. Έχουμε σχέδια. Μου αρέσει να βγαίνουμε για φαγητό, να παίζουμε μπάλα. Μου αρέσει πολύ να περπατάω στην πόλη. Να μαθαίνω νέες διαδρομές. Δουλεύω στην Κυψέλη. Όταν γνώρισα την Αθήνα και τους ανθρώπους, δεν ήθελα πια να φύγω, παρόλο που είχα συγγενείς στη Σουηδία και στη Γερμανία. Οι Έλληνες μοιάζουν πιο πολύ με εμάς. Δεν είναι σαν τους Γερμανούς. Είναι ζεστοί άνθρωποι. Θέλω να ζω με τους Έλληνες και να μαθαίνω νέα πράγματα. Όταν έρχεσαι σε μια ανοιχτή κοινωνία όπως η ελληνική πρέπει να είσαι και εσύ ανοιχτός».
Πρόσφυγας για ένα απαγορευμένο βιβλίο
Συζητάμε για βιβλία που απαγορεύεται να τυπωθούν και να κυκλοφορήσουν στο Ιράν, όπως «Η Τυφλή Κουκουβάγια» του Sadegh Hedayat (1903–1951), μια καφκική ιστορία για τη ζώνη που χωρίζει το όνειρο από την πραγματικότητα, για το «Μικρό Μαύρο Ψάρι» του Samad Behrangi (1939–1968), μια ιστορία για όσους τολμούν να κάνουν αυτό που προστάζει η καρδιά τους.
«ΣΤΟ ΙΡΑΝ, ΟΠΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΠΑΣ ΖΕΙΣ ΜΕ ΑΓΧΟΣ. ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΑΚΟΥΣΕΙΣ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΟΥ ΘΕΛΕΙΣ. ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΕΡΩΤΕΥΘΕΙΣ ΕΛΕΥΘΕΡΑ».
«Με έπιασαν με ένα βιβλίο που αμφισβητεί τη θρησκεία. Το είχε γράψει ένας συγγραφέας που είχαν σκοτώσει στην Τεχεράνη. Εμένα δεν με καταδίκασαν σε θανατική ποινή, γιατί ήμουν ανήλικος και γιατί όταν ήρθαν σπίτι δεν βρήκαν άλλα απαγορευμένα βιβλία και δίσκους. Είχα φροντίσει να τα δώσω, γιατί ήδη είχα προβλήματα με το σχολείο και την αστυνομία επειδή απλά με είχαν δει σε μια πορεία. Έτσι, όταν με έπιασαν με το απαγορευμένο βιβλίο με συνέλαβαν, με κράτησαν για τρεις μέρες στη φυλακή και μετά με άφησαν ελεύθερο, αναγκάζοντάς με να υπογράψω πως δεν θα έχω δικαίωμα να βγω από την Τεχεράνη. Η μητέρα μου φοβήθηκε πολύ. Ήθελε να φύγω από τη χώρα για να μην με σκοτώσουν. Είχαν σκοτώσει τον αδελφό της γιατί τον είχαν πιάσει με απαγορευμένα βιβλία. Τον είχαν βάλει φυλακή κατηγορώντας τον για κομμουνιστή. Δεν βγήκε ποτέ. Και δεν ήταν καν κομμουνιστής. Ήταν ένας άνθρωπος που ήθελε να μαθαίνει».
Τι σημαίνει να είσαι ποιητής στην Τεχεράνη
«Προσπάθησα να δημοσιεύσω τα ποιήματά μου στο Ιράν. Ένας γνωστός ποιητής στο Ιράν είχε πει πως θα με βοηθήσει να τα εκδώσω. Όταν πήγαμε στο Υπουργείο Πολιτισμού και Ισλαμικής Καθοδήγησης, μας είπαν όχι. Στους Γιατρούς του Κόσμου γνώρισα τον ψυχαναλυτή Νίκο Τζαβάρα, ο οποίος διάβασε τα ποιήματα μου και μου είπε πως θα τα εκδώσει στη Γερμανία. Είχε υπάρξει κι εκείνος πολιτικός πρόσφυγας, όταν είχατε τη δικτατορία στην Ελλάδα».
Όσο τον ακούω, μου έρχεται στο νου το «Λογοκρίνοντας μια ιρανική ερωτική ιστορία», του Σαχριάρ Μαντανιπούρ, ενός από τους σημαντικότερους σύγχρονους Ιρανούς συγγραφείς. Στο βιβλίο, το μυθιστορηματικό alter ego του συγγραφέα παλεύει χρόνια με τον πανίσχυρο λογοκριτή του Υπουργείου Πολιτισμού και Ισλαμικής Καθοδήγησης. Για να πάρει άδεια ένα καλλιτεχνικό έργο, λογοτεχνικό, ποιητικό ή μουσικό, θα πρέπει να μην παρεκκλίνει από τις επιταγές του. Και δεν είναι μόνο η «ελεύθερη δημιουργία» που απαγορεύεται στο Ιράν.
«Δεν μπορείς να ερωτευτείς ελεύθερα. Ερωτεύεσαι μυστικά. Όπου και να πας ζεις με άγχος. Δεν μπορείς να ακούσεις τη μουσική που θέλεις, δεν μπορείς να διαβάσεις τα βιβλία που θέλεις. Η αστυνομία μπορεί να σε συλλάβει γιατί πίνεις μια μπύρα, γιατί πήγες σε μια πορεία, γιατί βγήκες με μια κοπέλα. Οι γονείς μου δεν ήθελαν να παντρευτούν τόσο νωρίς, αλλά έγινε η επανάσταση και αναγκάστηκαν να το κάνουν για να είναι μαζί. Η μαμά μου μου έλεγε συχνά πως κι εκείνη ήθελε να γράφει ποιήματα, να πάει στο πανεπιστήμιο», αφηγείται ο Σαΐντ.
Ένας Ιρανός Ποιητής στην Αθήνα
Κάποιες φορές ακόμα και στον ξύπνιο του οι τόποι και οι γλώσσες μπερδεύονται. Ο εφιάλτης της λογοκρισίας επιστρέφει ακόμα και σε κάποιο πλακόστρωτο των Εξαρχείων. «Στην αρχή, που δεν ήξερα τη γλώσσα, ήταν πιο δύσκολα. Τώρα ονειρεύομαι ακόμα και στα ελληνικά. Μερικές φορές βλέπω παράξενα όνειρα. Βλέπω, δηλαδή, πως είμαι στο Ιράν και μιλάω ελληνικά. Και μετά ξυπνάω με μια περίεργη αίσθηση. Ένα βράδυ τραγουδούσαμε με φίλους μου στον δρόμο. Ήταν Σάββατο. Ξαφνικά, είδα από μακριά κάποιους αστυνομικούς. Με κυρίευσε ο φόβος. Σταμάτησα. Σαν να ήμουν στην Τεχεράνη και κινδυνεύαμε να μας συλλάβουν. Μετά από λίγο, συνειδητοποίησα πως ήμουν στην Αθήνα και μπορούσα να τραγουδάω ελεύθερα. Στην Τεχεράνη δεν μπορούσα να τραγουδήσω και να παίξω κιθάρα δημόσια».
Η ποίηση του Σαΐντ έχει επηρεαστεί από το έργο του Ιρανού ποιητή και δημοσιογράφου Ahmad Shamlou και της Ιρανής ποιήτριας και σκηνοθέτιδας Forough Farrokhzad, ποιήματα της οποίας έχει μεταφράσει.
Αν υπάρχει κάτι που τον πληγώνει είναι η σκέψη πως δεν θα μπορέσει να επιστρέψει ποτέ στο Ιράν. Όπως κάποιοι θείοι του, που έφυγαν όταν έγινε η ιρανική επανάσταση, πριν από σαράντα χρόνια, και δεν μπόρεσαν να γυρίσουν ποτέ. «Μου λείπει η παιδική μου ηλικία. Τότε που δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι σημαίνει δικτατορία. Η οικογένειά μου μου στέλνει παλιές φωτογραφίες. Φοβάμαι μήπως πάθουν κάποιος κάτι. Τα χρόνια που λείπω πέθαναν άνθρωποι που γνώριζα. Νιώθω νοσταλγία. Η μητέρα μου θέλει να συναντηθούμε όλοι μαζί κάπου αλλού, ίσως στην Τουρκία, με τα αδέλφια μου και τα παιδιά τους. Και μετά ίσως έρθει για λίγο καιρό στην Ελλάδα».