3 ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΠΟΥ ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ
Τρία βιβλία για τον έρωτα δίνουν τις δικές τους απαντήσεις στα πώς και τα γιατί του συγκλονιστικού αυτού φαινομένου, που υπάρχει τρόπος να μην τελειώσει ποτέ.
Το θέμα του έρωτα ήταν πάντα το αγαπημένο μου στην τέχνη και στα γράμματα, και μου πήρε αρκετά χρόνια μέχρι να καταλάβω γιατί. Στην αρχή θεωρούσα ότι είχε να κάνει με τη σπανιότητα του φαινομένου, που όταν σου συμβεί σε συνταράζει τόσο ολοκληρωτικά όσο λίγα. Μικρότερη, είχα σίγουρα την περιέργεια να ανακαλύψω τα πώς και τα γιατί: Τι με έκανε να ερωτευτώ έναν άλλο άνθρωπο, συχνά τόσο διαφορετικό και όχι απαραίτητα αντικειμενικά ελκυστικό; Πόσο βαθιά μπορούσε να φτάσει αυτό που ένιωθα και όσα με καθοδηγούσε να κάνω; Συνέβαινε άραγε και σε άλλους ανθρώπους η συγκλονιστική αυτή μετατόπιση και πώς αντιμετώπιζαν εκείνοι τον εφιάλτη της απόρριψης;
Λαμβάνοντας ικανοποιητικές απαντήσεις από μυθιστορήματα, ποιήματα, ταινίες, παραστάσεις, έργα τέχνης, κατάλαβα ότι το πραγματικό ζητούμενό μου ήταν τελικά πολύ βαθύτερο από τη βιοχημική ή ανθρωπολογική εξήγηση του έρωτα: Είχα καταλάβει πώς γεννιέται, πώς εξελίσσεται, πώς πεθαίνει. Αυτό που δεν είχα καταλάβει ήταν ότι ο λόγος που με απασχολούσε τόσο ήταν η δύναμη του έρωτα απέναντι στον μεγαλύτερο φόβο του ανθρώπου: τον φόβο του θανάτου.
Θυμάμαι μια συνέντευξη του Εμμανουήλ Κριαρά, καθηγητή της Φιλοσοφικής του ΑΠΘ, την οποία είχε δώσει πριν από χρόνια, σε ηλικία 104 ετών! Εντυπωσιάστηκα από την ηλικία του περισσότερο και μπήκα να τη διαβάσω, για να εισπράξω από τα λόγια του την απάντηση: «Ερωτεύτηκα πολύ. Έζησα όλη μου τη ζωή ερωτευμένος. Με την κυριολεξία του όρου. Με συγκίνηση».
Θυμήθηκα τον ψυχίατρο Δημήτρη Καραγιάννη, όταν μου μιλούσε για την αξία του να είμαστε ερωτευμένοι με την ίδια τη ζωή, στα εξής λόγια του Κριαρά: «Έρωτας είναι η επιδίωξη του ιδανικού. Σε όλες του τις εκφάνσεις. Ξεχωρίζω δύο: τον σαρκικό-πνευματικό έρωτα προς τη/τον σύντροφο, και τον έρωτα προς την εργασία. Αυτό που λέμε φιλεργία».
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΝΤΙΔΟΤΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ. ΕΙΝΑΙ ΙΣΩΣ Η ΙΔΙΑ Η ΖΩΗ.
Θυμήθηκα επίσης τον βιολόγο-επιγενιστή Bruce Lipton, που περιέγραψε πρόσφατα σε ομιλία του τον έρωτα ως το κόκκινο χάπι του Matrix που σε βγάζει από τη θανατηφόρα ρουτίνα της καθημερινότητας και σου φανερώνει την ομορφιά της ζωής. Έλεγε, λοιπόν, ο Κριαράς: «Ο έρωτας είναι το αντίδοτο του θανάτου. Είναι ίσως η ίδια η ζωή. Μόνο όταν είσαι ερωτευμένος ζεις. Ειδάλλως είσαι… πέτρα…». Και κατέληγε: «Ανυψώνει τον άνθρωπο ο έρωτας. Ο πραγματικός, ο αληθινός έρωτας».
Μα τα ερωτήματα δεν τελειώνουν: Τι γίνεται μετά τον έρωτα; Μπορείς να νιώθεις έτσι πάντα; Για πάντα; Τρία βιβλία για τον έρωτα που έχω διαβάσει τελευταία δίνουν τις δικές τους απαντήσεις με τρόπο σαφή, εμπεριστατωμένο και, όπως ο έρωτας επιβάλλει, αισιόδοξο.
Το Φαινόμενο του Μήνα του Μέλιτος, Bruce Lipton
«Το Φαινόμενο του Μήνα του Μέλιτος» είναι το τελευταίο βιβλίο του Bruce Lipton, διεθνώς αναγνωρισμένου βιολόγου, πρώην καθηγητή του Πανεπιστημίου Stanford, συγγραφέα παγκοσμίων best seller και διάσημου ομιλητή, ο οποίος υπόσχεται να σου εξηγήσει μέσω αυτού όχι μόνο τι «κάνεις λάθος» και δεν καταφέρνεις να προσελκύσεις τον/τη σύντροφο που θα ήθελες, αλλά και τι χρειάζεται ώστε τα μαγικά συναισθήματα του έρωτα που σε πλημμυρίζουν κατά τις πρώτες εβδομάδες ή μήνες της σχέσης να διατηρηθούν ακόμα και μετά από πολλά χρόνια συνύπαρξης.
«Αυτό δεν γίνεται!» θα σκεφτείς. Μεταξύ μας, το ίδιο σκεφτόμουν κι εγώ ξεφυλλίζοντας δύσπιστα τις πρώτες σελίδες, στις οποίες όμως ο Lipton δεν διστάζει να «ξεγυμνωθεί» και να αποκαλύψει τι πήγε τόσο λάθος στον πρώτο του γάμο και στις σχέσεις που ακολούθησαν, για να σε πείσει ότι υπάρχει τρόπος να παραμένει όχι απλά ερωτευμένος αλλά ενθουσιασμένος με την τωρινή σύντροφό του, Μάργκαρετ, 18 χρόνια μετά. Όπως και στο προηγούμενο βιβλίο του, την «Ψυχολογία της Πεποίθησης», ο Lipton δίνει μεγάλη έμφαση στην ικανότητα που έχουμε όλοι να επαναπρογραμματίσουμε το υποσυνείδητό μας εφόσον το επιθυμούμε, καθώς αυτό είναι τελικά που παίρνει τα ηνία της ζωής όταν δεν έχουμε σαφή, συνειδητό προσανατολισμό.
Το αγαπημένο μου σημείο του βιβλίου
Να είστε συνειδητοί στις επιδιώξεις σας
Με τα χρόνια, η Μάργκαρετ κι εγώ έχουμε μάθει από προσωπική εμπειρία μια αλήθεια που την ακούγαμε συχνά στο παρελθόν: Για να βοηθήσετε τον εαυτό σας και να διευκολύνετε το Σύμπαν να σας βοηθήσει, είναι σημαντικό να οραματιστείτε και να απαριθμήσετε ακριβώς αυτά που θέλετε να ζήσετε στη ζωή σας. Όπου οι στόχοι μας είναι ασαφείς, το Σύμπαν κάνει ό,τι μπορεί για να συμπληρώσει τα κενά. Δυστυχώς, από τις λεπτομέρειες που δεν είχαμε σχεδιάσει προκύπτουν αυτά που υπονομεύουν σοβαρά τους στόχους και τις φιλοδοξίες μας.
Με αυτό κατά νου, προτού ξεκινήσετε τον επαναπρογραμματισμό του υποσυνείδητου νου σας, καλύτερα να κάνετε ένα βήμα πίσω και να αναρωτηθείτε συνειδητά: «Τι είναι αυτό που πραγματικά θέλω;».
Το χρονικό του έρωτα, Alain de Botton
Λατρεύω τον Alain de Botton, γιατί κάθε του κείμενο είναι σα να απαντά σε όσα έχει πρώτα διαβάσει στη σκέψη σου. Θυμάμαι στην πολύ διασκεδαστική «Μικρή Φιλοσοφία του Έρωτα», το παλαιότερο και πιο διάσημο ίσως βιβλίο του, αντιλήφθηκα πώς επηρεάζεται ο τρόπος που ερωτευόμαστε από την ιστορία, τη θρησκεία και την εκπαίδευσή μας. Αυτή τη φορά, ένας πιο ώριμος de Botton αφηγείται την ιστορία ενός ζευγαριού που θα μπορούσε να είναι καθένας μας, σε κάθε του φάση.
Η ιστορία ακούγεται εντελώς στερεοτυπική: Γνωρίζονται τυχαία γύρω στα 30 τους, είναι και οι δύο έτοιμοι να ερωτευτούν, συζούν και πασχίζουν να καταξιωθούν επαγγελματικά, αποκτούν παιδιά αφενός επειδή το θέλουν, αφετέρου επειδή έτσι κάνουν όλοι οι φίλοι τους, ενώ με τα χρόνια αρχίζει η απόσταση. Είναι δύο καλοί γονείς που καταφέρνουν να μην επαναλάβουν τα στερεότυπα της δικής τους, πιο δύσκολης παιδικής ηλικίας, όμως η προσπάθεια είναι εξαντλητική, η καθημερινότητα είναι εξαντλητική και οι δύο τους δεν σταματούν ποτέ να έχουν το ίδιο ζητούμενο, αυτό που τους ένωσε από την πρώτη ημέρα: την ανάγκη για έρωτα και όλα τα συμπαρομαρτούντα. Πού πάει, όμως, ο έρωτας όταν κανείς δεν παίρνει την πρωτοβουλία να σιδερώσει ρούχα μίας εβδομάδας, τεσσάρων ανθρώπων, μία Τετάρτη βράδυ; Πάει επαγγελματικό ταξίδι στο εξωτερικό, γνωρίζει εντελώς τυχαία ένα τρίτο πρόσωπο και διαπιστώνει πώς θα ήταν η ζωή αν είχε επιλέξει την κουρτίνα 2. Ένας νέος έρωτας πετά τις πρώτες σπίθες του. Τώρα τι γίνεται; Αλλάζεις τα πάντα; Αφήνεις πίσω μια «στρωμένη» ζωή, μια δεμένη οικογένεια αποτελούμενη από 4 ανθρώπους που μοιάζουν απόλυτα αλληλεξαρτημένοι τόσο στην καθημερινότητα όσο και στα όνειρά τους, για να επιχειρήσεις τα πάντα από την αρχή;
Το ενδιαφέρον με το βιβλίο είναι ότι κατά την αφήγηση της ιστορίας του Ραμπί και της Κέρστεν, ο de Botton παρεμβάλλεται εξηγώντας γιατί κάθε φορά οι δυο τους λειτουργούν έτσι και πόσα θα άλλαζαν αν σε κάθε καθοριστική στιγμή είχαν επιλέξει να πουν ή να κάνουν κάτι διαφορετικά, με μεγαλύτερη ειλικρίνεια ή λιγότερο εγωκεντρισμό. Αυτό που σου δίνει να καταλάβεις τελικά είναι ότι ο έρωτας μπορεί μεν να ξεκινά σαν σπίθα ή ακόμα και σαν κεραυνός, όμως για τη διατήρησή του απαιτούνται «δεξιότητες» που αποφασίζουμε αν θέλουμε να καλλιεργήσουμε σε βάθος χρόνου, αποδεχόμενοι να περάσουμε μέσα από μονοπάτια πόνου.
Το αγαπημένο μου σημείο του βιβλίου
Οι κατηγορίες που απευθύνουμε στους συντρόφους μας δεν μοιάζουν ιδιαίτερα λογικές. Σε καμία περίπτωση δεν θα διατυπώναμε τόσο άδικα πράγματα για κάποιον άλλον πάνω στη γη. Όμως οι παράλογες επιθέσεις μας αποτελούν μια ιδιόρρυθμη απόδειξη οικειότητας και εμπιστοσύνης, ένα σύμπτωμα του ίδιου του έρωτα – και, με τον τρόπο τους, μία διεστραμμένη εκδήλωση αφοσίωσης. Ενώ μπορούμε να πούμε κάτι λογικό και ευγενικό σε οποιονδήποτε άγνωστο, μόνο μπροστά στον ερωτικό μας σύντροφο, που τον εμπιστευόμαστε ολόψυχα, τολμάμε να είμαστε ακραία και χωρίς όρια παράλογοι.
Να βλέπεις στον Έρωτα, του Χόρχε Μπουκάι και της Σίλβια Σαλίνας
Τον Χόρχε Μπουκάι πιθανότατα τον ξέρεις ως έναν από τους διασημότερους Αργεντίνους συγγραφείς βιβλίων ψυχολογίας. Είναι γιατρός και ψυχοθεραπευτής της σχολής Γκεστάλτ, που προτείνει μια υπαρξιακή και βιωματική προσέγγιση στην ψυχοθεραπεία, κατά την οποία το άτομο καλείται να αποκτήσει επίγνωση του τι βιώνει και πράττει για να γνωρίσει καλύτερο τον εαυτό του και το περιβάλλον του, ώστε να καταλάβει ότι έχει τη δυνατότητα να αλλάξει για να ζήσει με περισσότερο νόημα. Στο βιβλίο αυτό συνεργάζεται με την καταξιωμένη επίσης Αργεντίνα ψυχολόγο Σίλβια Σάλινας και μαζί επιχειρούν να απαντήσουν σε όλα τα ερωτήματα που με απασχολούν χρόνια τώρα σχετικά με τον έρωτα.
Το κάνουν μέσα από την ηλεκτρονική συνομιλία δύο ψυχολόγων, ενός άνδρα και μιας γυναίκας, που ετοιμάζουν ένα βιβλίο για τον έρωτα και τις σχέσεις των ζευγαριών, ανταλλάσσοντας σε κάθε email τις εμπειρίες τους με θεραπευόμενους και τις απόψεις τους πάνω στα ζητήματα που ανακύπτουν. Εν τω μεταξύ, από κάποιο λάθος, τη συνομιλία αυτή τη λαμβάνει και ένα τρίτο πρόσωπο, ένας άνδρας που αντιμετωπίζει τις δικές του δυσκολίες στις σχέσεις του.
Το βιβλίο αυτό το διάβασα για πρώτη φορά πριν από 20 περίπου χρόνια και θυμάμαι να με έχει κουράσει η πολυπλοκότητα των ιδεών και των καταστάσεων που εξελίσσονταν στις σελίδες του. Πρόσφατα επέστρεψα σε αυτό, όπως μου αρέσει καμιά φορά να κάνω με βιβλία που νιώθω ότι έχω ανοιχτούς λογαριασμούς, και το βρήκα τρομερά οικείο. Έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον να διαπιστώνεις τον τρόπο που ένας ψυχοθεραπευτής-ειδικός σε ζητήματα σχέσεων «διαβάζει» την κάθε περίπτωση ερωτοχτυπημένου (προσοχή: η λέξη μπορεί να έχει θετικό ή αρνητικό πρόσημο) και το πόσο ανοιχτόμυαλα κρίνει ή προτείνει εναλλακτικές για την κάθε δύσκολη κατάσταση.
Το βιβλίο αυτό σε βοηθά να καταλάβεις πως η ιδέα ότι ο ρομαντικός έρωτας, το σεξουαλικό πάθος και η δέσμευση της μονογαμίας μπορεί να αποτελούν μία αποκλειστική συνθήκη είναι όχι μόνο εξαιρετικά πρόσφατη στην ανθρώπινη ιστορία, μα και μία από τις πιο δύσκολες συνθήκες που έχει επινοήσει η ανθρώπινη φυλή. Και πως ο καθένας μας θα πρέπει να έχει δικαίωμα να επιλέξει ελεύθερα πώς θα γεμίσει τη ζωή του. Σε κάθε περίπτωση, σου θυμίζει πως όταν δυσκολεύεσαι να το κάνεις, ένας καλός ψυχοθεραπευτής μπορεί να λειτουργήσει ως φάρος στα σκοτάδια σου.
Το αγαπημένο μου σημείο του βιβλίου
Μερικές φορές τα ζευγάρια με ρωτούν:
«Πώς μπορούμε να είμαστε μαζί αν θέλουμε πάντα διαφορετικά πράγματα;»
Κι εγώ τους λέω πως, στην ουσία, θέλουν πάντα το ίδιο πράγμα, γιατί όλοι το ίδιο θέλουμε: να μπορέσουμε να αγαπηθούμε, να ενωθούμε, να βγάλουμε την πανοπλία και να παραδοθούμε.
Ίσως η λύση να βρίσκεται στη συνειδητοποίηση πως ο προδιαγεγραμμένος δρόμος αποδείχθηκε άχρηστος. Θα πρέπει να αφήσουμε κατά μέρος τις παλιές μας ταυτίσεις και να αναζητούμε διαρκώς νέα πορεία: να αφήσουμε τις παλιές δομές μας για να επινοήσουμε ένα δρόμο μαζί: να αντιμετωπίσουμε το φόβο για τη σύγχυση και το κενό. Δεν μπορούμε να περιμένουμε να απαλλαγούμε από το φόβο για να προχωρήσουμε. Μόνο μαζί του θα μπορέσουμε να πάμε μπροστά.