ΠΟΥ ΑΡΧΙΖΕΙ ΚΑΙ ΠΟΥ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ ΤΟ «ΕΧΟΥΜΕ ΠΕΡΑΣΕΙ ΤΑ ΙΔΙΑ, ΜΕ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙ»;
Πόσο χρήσιμη είναι η υποστήριξη από άτομα που έχουν περάσει παρόμοιες δυσκολίες με εμάς; Με αφορμή ένα νέο app, εξετάζουμε τα πιθανά οφέλη αλλά και τους κινδύνους που μπορεί να κρύβει το να μην απευθύνεσαι σε ειδικούς ψυχικής υγείας.
Υπάρχουν κάποιες μέρες μέσα στο χρόνο που στο μυαλό μου «παίζουν» σε λούπα συγκεκριμένες σκέψεις οι σχετίζονται με ανθρώπους και καταστάσεις που με έχουν προβληματίσει. Με προβλήματα που πρέπει να διαχειριστώ. Έχω καταλάβει πως αν δεν με σταματήσω σύντομα, βυθίζομαι όλο και πιο βαθιά – χωρίς φυσικά να τακτοποιώ κάποιο ζήτημα. Και «πνίγομαι». Έχω καταλάβει και κάτι ακόμα: είμαι πολύ δυνατή στα «χοντρά», τα σοβαρά προβλήματα. Στα μικρά, έχω θέμα. Θα μου πεις, γιατί δεν μιλάς σε έναν ειδικό ψυχικής υγείας;
Θα σου απαντήσω πως μιλώ στην ψυχοθεραπεύτριά μου κατά τα «ρεκτιφιέ» που ζητώ όταν αντιλαμβάνομαι ότι δεν μπορώ να βγω μόνη μου από το τέλμα. Μιλώ επίσης σε εκείνους που με ενοχλούν, θέτοντας πολύ ξεκάθαρα όρια.
Ακολούθως, γράφω σε ένα χαρτί όσα πράγματα μου προκαλούν πόνο, ενόχληση, απελπισία ή ό,τι άλλο αρνητικό, κατά προτεραιότητα. Δηλαδή, από τα πιο σημαντικά (αυτά που έχουν άμεσες συνέπειες στη ζωή μου και εξαρτώνται στο 100% από εμένα) στα λιγότερο σημαντικά. Όταν ολοκληρώσω, αρχίζω από την πρώτη σημείωση και συνεχίζω έως ότου διαγράψω και την τελευταία. Υπάρχει το ενδεχόμενο να σταματήσω κάπου στη μέση της λίστας. Τότε τα μικρά αρχίζουν να μαζεύονται, γίνονται πολλά και μου προκαλούν ασφυξία.
Γιατί δεν ολοκληρώνω; Επειδή είμαι άνθρωπος. Δεν είμαι, ούτε θέλω να γίνω, καλοκουρδισμένη μηχανή, ώστε να κάνω πάντα όσα «πρέπει» τη στιγμή που «πρέπει». Υποθέτω ότι –όπως κάθε άλλος άνθρωπος που πλησιάζει στο μισό αιώνα ζωής– έχω ζήσει πολλά κι έχω ακούσει περισσότερα από φίλους και συγγενείς, ώστε να μπορώ να καταλάβω πιο εύκολα και πιο γρήγορα τι έχω απέναντί μου –τόσο σε ανθρώπους όσο και σε καταστάσεις– και να καταλήξω πού θέλω να αφιερώνω την ενέργειά μου και πού όχι.
Ναι, πολλές φορές βρίσκω τον εαυτό μου να απορροφάται σε συζητήσεις στις οποίες συνδαιτυμόνες αναφέρουν τα δικά τους προβλήματα. Γίνομαι το αυτί που έχουν ανάγκη να τους ακούσει. Για χρόνια ήμουν εκείνος ο «πρήξας» που δεν τους άφηνε να ολοκληρώσουν, γιατί είχε καταλάβει πού πήγαινε το πράγμα και διέκοπτε για να δώσει τη λύση – κάνοντας και οικονομία στη συζήτηση, λες και ήταν τηλεοπτικός ο χρόνος και χάναμε λεφτά από διαφημίσεις.
Ώσπου συνειδητοποίησα ότι για να βοηθήσεις κάποιον πρέπει κατ’ αρχάς να το ζητήσει. Αν δεν το ζητήσει, σημαίνει πως απλά θέλει να τον ακούσεις. Αν σε ενδιαφέρει, τον ακούς. Αν δεν σε ενδιαφέρει, έχεις το δικαίωμα να προσπεράσεις.
Γιατί όμως στα λέω όλα αυτά; Επειδή έπεσε στην αντίληψή μου μια εφαρμογή που υπάρχει στις ΗΠΑ, μέσω της οποίας θα μπορούσα να ’χω γίνει πλούσια μοιράζοντας τη γνώση που μου έχει προσφέρει η ζωή και η ψυχοθεραπεύτριά μου. Θα μπορούσα βέβαια, να έχω γίνει και πολύ επικίνδυνη, αφού δεν είμαι ειδικός ψυχικής υγείας.
Εν πάση περιπτώσει, το MyFello συνδέει ανθρώπους που έχουν περάσει «ό,τι κι εσύ. Είναι κοινότητα όπου μπορείς να λάβεις οικονομική και πρακτική καθοδήγηση από κάποιον που έχει ζήσει ό,τι ζεις εσύ που χρειάζεσαι βοήθεια, και έχει ανταποκριθεί με επιτυχία στις προκλήσεις που αντιμετωπίζεις».
Όλα γίνονται μέσω βιντεοκλήσεων διάρκειας 30 λεπτών, για 40 δολάρια. Μπορείς να συζητήσεις για κατάχρηση αλκοόλ, χρήση ναρκωτικών, συμβουλευτική γονιών (από στειρότητα, εγκυμοσύνη και υιοθεσία έως θέματα ειδικά για βρέφη, νήπια κ.ά.) και θέματα στις σχέσεις (π.χ. οικονομικά, κακούς χωρισμούς, απιστίες ή την επιστροφή στο «παιχνίδι»).
Όπως επισημαίνουν επαγγελματίες ψυχικής υγείας, το να ακούμε για τα προβλήματα άλλων ανθρώπων μπορεί να προσφέρει προσωρινά οφέλη (π.χ. ενίσχυση σύνδεσης, απόκτηση προοπτικής κ.ά.), αλλά και να θεωρηθεί υποκατάστατο της επαγγελματικής θεραπείας. Κάτι που δεν πρέπει να συμβεί σε καμία περίπτωση!
Το να βλέπουμε πώς προσεγγίζουν άλλοι ένα θέμα και πώς το επιλύουν ανανεώνει την οπτική και τις στρατηγικές μας. Επιπροσθέτως, ενισχύει την ενσυναίσθηση και τη συναισθηματική ανάπτυξη, με τους κοινούς «αγώνες» να δημιουργούν υποστηρικτικό περιβάλλον και δυνατές σχέσεις.
Την ίδια ώρα, όμως, αν είμαστε φορτισμένοι, το βάρος του άλλου μπορεί να αποδειχθεί αβάστακτο. Ή μπορεί να συγκρίνουμε το πρόβλημά μας με εκείνο του άλλου και να αισθανθούμε περισσότερο φορτισμένοι (να το «βάλουμε» μέσα μας) και πιο απελπισμένοι. Ή να χρησιμοποιήσουμε το πρόβλημα του άλλου, για να μην ασχοληθούμε με το δικό μας.
Γιατί μια τέτοια εφαρμογή δεν μπορεί να υποκαταστήσει την υποστήριξη από ειδικούς ψυχικής υγείας
Οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας εξηγούν πως είναι άλλο να ακούμε κάποιον να μιλάει για ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε κι εμείς, και άλλο να εναποθέτουμε σε κάποιον μη ειδικό την επίλυσή του. Η συγκεκριμένη εφαρμογή προσφέρει μεν προσωρινή ανακούφιση, αλλά όχι και βαθύτερη ανάλυση, όπως γίνεται στην ψυχοθεραπεία.
«Η ακρόαση των προβλημάτων των άλλων μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση επιφανειακών προβλημάτων ή να προσφέρει νέες προοπτικές, αλλά συχνά δεν έχει το βάθος που απαιτείται για να αντιμετωπίσει τις βαθύτερες αιτίες των δικών σας προβλημάτων», λένε οι ειδικοί. Η ψυχοθεραπεία, από την άλλη, παρέχει δομημένα εργαλεία και τεχνικές για την επίλυση υποκείμενων προτύπων και αιτιών, με στοχευμένες στρατηγικές που είναι προσαρμοσμένες στη ψυχική υγεία του καθενός μας.
Πάντα υπάρχει ο κίνδυνος σύγκρισης «που μπορεί να οδηγήσει στην ελαχιστοποίηση των δικών σας θεμάτων μέσω σκέψεων του τύπου “το πρόβλημα μου δεν είναι τόσο χάλια όσο εκείνου”. Ενδέχεται να μας κάνει να αισθανθούμε ανεπαρκείς (“γιατί δεν μπορώ να χειριστώ το δικό μου θέμα, ενώ εκείνος διαχειρίζεται το δικό του;»). Καθένας μας κάνει το δικό του, ξεχωριστό στην ψυχοθεραπεία, με τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας να παρέχουν έναν ουδέτερο χώρο, δίχως τους κινδύνους της κοινωνικής σύγκρισης.
Όταν έχουμε ανάγκη να χρησιμοποιήσουμε όση ενέργεια διαθέτουμε για να τακτοποιήσουμε ένα ζήτημα, δεν έχουμε περιθώρια για «σπατάλες». Αν κάνουμε το λάθος και δώσουμε από αυτό που δεν μας περισσεύει, προκαλούμε στον εαυτό μας συναισθηματική κόπωση που επιδεινώνει την κατάστασή μας. Οι θεραπευτές είναι κατάλληλα εκπαιδευμένοι, για να διασφαλίζουν ότι δεν θα υποστούμε συναισθηματική επιβάρυνση.
Τέλος, μπορούμε να συζητάμε με όποιον θέλουμε ό,τι μας βασανίζει. Ούτε οι συγγενείς μας όμως, ούτε οι φίλοι είναι επιστημονικά καταρτισμένοι για να μας παρέχουν τεχνικές που θα μας οδηγήσουν στο «φως» και δη σε ένα ασφαλές και εμπιστευτικό χώρο που θα μας εμπνεύσει να φτάσουμε στο βαθύτερο σημείο της αναζήτησής μας, με στόχο τη λύτρωση.