ΙΣΩΣ Η ΑΓΑΠΗ ΝΑ ΜΗΝ ΕΙΝΑΙ ΑΚΡΙΒΩΣ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΝΟΜΙΖΟΥΜΕ
Νομίζουμε ότι η αγάπη είναι συναίσθημα, αλλά μάλλον δεν είναι, γιατί δεν μοιάζει με κανένα από τα συναισθήματα που γνωρίζουμε. Η άποψη ότι η αγάπη είναι δοξοθυμία φαίνεται επικρατέστερη, αρκεί να καταλάβεις τι ακριβώς σημαίνει δοξοθυμία.
Έχουν γραφτεί σε ηλεκτρονικά περιοδικά μερικά αξιόλογα άρθρα εκλαϊκευμένης επιστήμης σχετικά με το τι είναι αγάπη. Στο παρόν άρθρο δεν θα περιστραφούμε γύρω από τους ίδιους ενδιαφέροντες προβληματισμούς. Θέλουμε μόνο, πολύ σύντομα και επιγραμματικά, να δείξουμε ότι η αγάπη είναι δοξοθυμία. Και τούτο όχι ως σχολαστικισμό και παιχνίδια λέξεων. Η κατανόηση της έννοιας της αγάπης με αυτόν τον τρόπο μπορεί να μας βοηθήσει στην πράξη ως ανθρώπους που αγαπάμε και αγαπιόμαστε.
Σχεδόν στο σύνολο των λεξικών Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Γ. Μπαμπινιώτη), Κοινής Νεοελληνικής (Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών), Oxford English Dictionary, Cambridge Dictionary η λέξη «αγάπη» ορίζεται ως «συναίσθημα». Το αντικείμενο της αγάπης, αναφέρουν, μπορεί να είναι πρόσωπο, ζώο, πράγμα, δραστηριότητα, αλλά και ιδανικό, όπως η ανθρωπότητα, το Σύμπαν ή ο Θεός.
Κι όταν σκεφτούμε το πόσο διαφορετική είναι η αγάπη τού να παίζεις μπάλα από την αγάπη για τον Θεό ή η αγάπη για το παλιό σου αυτοκίνητο από την αγάπη για το σύντροφό σου ή ένα ιδανικό, πόσο διαφορετική είναι ακόμα και η αγάπη των γονιών για τα δύο διαφορετικά παιδιά τους, κατανοούμε πως ο ορισμός της αγάπης ως ενός είδους παρόμοιο συναίσθημα δεν μπορεί να μας ικανοποιεί. Κάτι τέτοιο θα ήταν περισσότερο αποδεκτό για το άγχος, αλλά όχι για την αγάπη. Αν η αγάπη θεωρηθεί δοξοθυμία, τα πράγματα γίνονται σαφώς καλύτερα.
Αν δεν είναι συναίσθημα, τότε τι είναι η αγάπη;
Έχω ορίσει τη δοξοθυμία ως την ψυχονοητική οντότητα που περιλαμβάνει αξεχώριστα άποψη (δόξα, από το δοκώ) και θυμικό (συναίσθημα). Η νευροεπιστήμων, Ειρήνη Σκαλιώρα, στην παρουσίαση του βιβλίου Δοξοθυμίες είχε πει πως μια τέτοια ψυχονοητική οντότητα μπορεί να υφίσταται και πως ίσως μια μέρα να έχουμε και νευρωνική υποστήριξη της ύπαρξής της.
Ειδικά για την αγάπη, που είναι και το θέμα αυτού του άρθρου, πολύ πρόσφατη έρευνα, με τη μέθοδο της λειτουργικής μαγνητικής τομογραφίας (fMRI), για το ποιες περιοχές του εγκεφάλου ενεργοποιούνται όταν ο άνθρωπος έρχεται σε επαφή με αγαπημένες οντότητες, φαίνεται να είναι απολύτως συμβατή με τον ισχυρισμό μας ότι η αγάπη είναι δοξοθυμία.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η αγάπη των γονιών για τα παιδιά προκαλεί έντονη εγκεφαλική δραστηριότητα στο σύστημα ανταμοιβής και σε πολλές περιοχές του εγκεφάλου που έχουν να κάνουν με τις γνωσιακές διεργασίες. Η αγάπη για τα κατοικίδια και τη φύση ενεργοποιεί διαφορετικές περιοχές του εγκεφάλου σε σύγκριση με τη διαπροσωπική αγάπη. Όλες οι μορφές αγάπης εμπλέκουν γνωσιακές περιοχές με διαφορετικό τρόπο και ένταση.
Τα ευρήματα αυτά είναι τουλάχιστον συμβατά με την έννοια της δοξοθυμίας και φυσικά δεν συνηγορούν με τον ορισμό της αγάπης ως ενός ειδικού και παρόμοιου είδους συναισθήματος, οπότε θα περιμέναμε την ενεργοποίηση βασικά κάποιων επίσης παρόμοιων «συγκινησιακών περιοχών» σε κάθε μορφή αγάπης.
Η Κέλλυ Σώκου, στο άρθρο «Ήξερες ότι η αγάπη δεν είναι συναίσθημα;» καταλήγει στη συμβατή με την έννοια της δοξοθυμίας διαπίστωση: «Τι είναι τελικά η αγάπη; Με βάση τα παραπάνω H αγάπη δεν θεωρείται βασικό συναίσθημα. Είναι μια κατάσταση πολύπλοκη, που προϋποθέτει κοινωνικούς δεσμούς και συσχετίζεται με ένα ευρύ φάσμα συναισθημάτων – όχι μόνο πρωτογενών… αποτελεί πολύμορφη έκφραση πολλαπλών συναισθημάτων και σκέψεων και συναντάται σε όντα με πολύπλοκη εγκεφαλική λειτουργία». Η αγάπη είναι το θετικό συναίσθημα, η φροντίδα, η επιθυμία για το καλό, μαζί με ένα πλήθος γνωσιακών εκτιμήσεων περί του αξιαγάπητου του αγαπώμενου υποκειμένου, αντικειμένου ή κατάστασης.
Γιατί η ερώτηση «ποιον αγαπάς περισσότερο;» δεν έχει νόημα;
Αντιλαμβανόμενοι την αγάπη ως δοξοθυμία, μπορούμε να καταλάβουμε γιατί ερωτήσεις προς τα παιδιά της μορφής «ποιον αγαπάς πιο πολύ, τη μαμά ή τον μπαμπά;» ή προς τους γονείς, «ποιο παιδί αγαπάς περισσότερο;» δεν μπορούν να απαντηθούν και φέρνουν τους ανθρώπους σε αμηχανία. Αν η αγάπη ήταν μόνο ένα ειδικό συναίσθημα, αυτού του είδους οι ερωτήσεις θα είχαν νόημα, εφόσον θα είχε κανείς να προσδιορίσει μόνο την έντασή του προκειμένου να έχει απάντηση για το ποιον αγαπάει πιο πολύ.
Κατανοώντας όμως πως η αγάπη είναι δοξοθυμία, είναι απλό να αναγνωρίσουμε πως η αγάπη για τη μαμά και τον μπαμπά, η αγάπη για το κάθε διαφορετικό παιδί, είναι απλά διαφορετική, μοναδική και μη συγκρίσιμη με καμιά άλλη. Το παιδί μπορεί να αγαπάει τη μαμά του, επειδή είναι φροντίδα και τον μπαμπά του επειδή είναι προστασία. Αυτά αποτελούν γνωσιακά στοιχεία σε αξεχώριστο πακέτο με το ισχυρό θετικό συναίσθημα, αλλά προφανώς μη συγκρίσιμα.
Με τον ίδιο τρόπο μπορούμε να δούμε γιατί η ερώτηση «αγαπάς περισσότερο να παίζεις τένις ή τον Θεό;» ακούγεται τελείως ανόητη και κανείς δεν θα μπορούσε να τη θέσει. Το θετικό συναίσθημα μπορεί να έχει κάτι παρόμοιο, αλλά οι γνωσιακές διεργασίες είναι τελείως διαφορετικές. Ως δοξοθυμίες οι δύο αυτές μορφές αγάπης είναι άσχετες, παρά τη χρήση του όρου «αγάπη» και για τις δύο.
Είναι και η μητρική αγάπη δοξοθυμία;
Μια μεγάλη επιφύλαξη που είχα για να γράψω αυτό το άρθρο ήταν επειδή θεωρούσα πως δεν θα μπορούσα να υποστηρίξω την έννοια της δοξοθυμίας για την αγάπη της μάνας. Η μητρική αγάπη υποτίθεται πως είναι άνευ όρων, ενστικτώδης και οδηγείται από πανίσχυρες ορμόνες οι οποίες την κατευθύνουν και για την οποία δεν φαίνεται να έχουν κάποιο ρόλο απόψεις, εκτιμήσεις και γνωσιακές διεργασίες.
Κάποια στιγμή όμως αναγνώρισα πως και η μητρική αγάπη είναι δοξοθυμία, και όχι αυτόματη, όπως π.χ. είναι του θηλυκού ζώου που αναγνωρίζει το δικό του μωρό με τη μυρωδιά. Οι γυναίκες μπορεί να θηλάσουν και να αγαπήσουν μωρό που δεν είναι δικό τους. Γιατί έγινε λάθος στο μαιευτήριο, αλλά και σκόπιμα αν η μάνα του διπλανού μωρού δεν έχει γάλα ή πέθανε.
Και φυσικά με το άγγιγμα, με τον θηλασμό και τη φροντίδα εκκρίνονται ορμόνες που ευνοούν την αγάπη, αλλά αυτό συμβαίνει με το καθετί, εφόσον είμαστε βιολογικά ζώα και τα πάντα υποστηρίζονται από συγκεκριμένες εκκρίσεις και φυσιολογικές διεργασίες. Η γυναίκα αγαπάει τα παιδιά της διαφορετικά, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά τους, ενώ μπορεί να γίνει Μήδεια ή να συναινέσει σε απόξεση και σε ευθανασία, αν θεωρήσει πως το παιδί θα παιδεύεται και θα την παιδεύει στη ζωή του.
Υπάρχουν περιπτώσεις που μητέρα μπορεί να σκοτώσει το παιδί της αν θεωρεί ότι είναι κακό (για διάφορους λόγους), πέρα από τις περιπτώσεις βαριάς κατάθλιψης ή ψύχωσης. Πιο εμφανείς είναι οι διαφοροποιήσεις της αγάπης της μάνας προς το παιδί, σε σχέση με το τι εκτιμά ότι είναι το παιδί. Δεν είναι πάντα ανυπόστατα τα παράπονα και οι ζήλιες παιδιών για το ότι η μάνα τους δεν τα αγαπούσε όσο τον αδελφό ή την αδελφή τους.
Ξέρω προσωπικά γυναίκα που τον γιο τον οποίο έκανε με τον άντρα που της επέβαλαν ως σύζυγο, τον αγαπούσε πολύ «κατώτερα» από τον άλλον, τον οποίο τον έκανε με τον άντρα που ήταν ερωτευμένη και επιθυμούσε. Τον ένα θεωρούσε ότι προερχόταν από παλιόσογο και τον άλλον πρίγκηπα, ενώ η φροντίδα και ο θαυμασμός της ήταν, αντίστοιχα, εξαιρετικά άνισα. Προφανώς, αυτά είναι στοιχεία που δείχνουν πως ακόμα και η θεωρούμενη ως η πιο αυτόματη και ενστικτώδης αγάπη, αυτή της μάνας προς τα παιδιά της, διαθέτει στοιχεία γνωσιακής εκτίμησης, είναι δοξοθυμία και όχι ένα «συναίσθημα στον αυτόματο».
Η αγάπη δεν είναι γυαλί που ραγίζει ή αντέχει, αλλά δοξοθυμία που μεταβάλλεται
Το να αντιλαμβανόμαστε την αγάπη ως δοξοθυμία και όχι ως συναίσθημα έχει και άλλες πολύ σοβαρές συνέπειες, και θα αναφέρουμε ακόμα μια πολύ σημαντική. Όλοι γνωρίζουμε πως οι άνθρωποι δεν έχουμε τη δυνατότητα να καθορίζουμε τις συγκινήσεις μας. Αν την είχαμε, θα επιλέγαμε να είμαστε πάντα χαρούμενοι και ποτέ λυπημένοι και δυστυχείς. Αν η αγάπη είναι συναίσθημα, ίσως είναι σαν γυαλί που ραγίζει και δεν είναι δυνατόν να κάνουμε κάτι γι’ αυτό.
Όμως αυτό είναι λάθος, παρά τους στίχους των τραγουδιών και τα σχετικά ποιήματα. Ευτυχώς, η αγάπη είναι δοξοθυμία και τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Στην ερωτική αγάπη με έντονο σεξουαλικό πόθο, οι άνθρωποι, μετά από κάποιο διάστημα σχέσης, πείθονται σταδιακά ότι η τελειότητα που έπλασαν στο νου τους για τον άλλον δεν υφίσταται, πως η εξαλλοσύνη δεν μπορεί να συνεχιστεί. Αυτό συνεπάγεται τροποποίηση του γνωσιακού μέρους της δοξοθυμίας για το πώς διάκεινται προς τον σύντροφό τους.
Αν κάποιος αναγνωρίζει τα σχετικά της ανθρώπινης φυσιολογίας και ψυχολογίας, μπορεί να αποδεχθεί τις μεταβολές που διαδραματίζονται βασικά στο νου το δικό του και του/ της συντρόφου του, χωρίς διαρκώς να τον πανικοβάλλει το ότι «σπάει το γυαλί». Κουραζόμαστε από την ένταση, βλέπουμε ότι ο άλλος είναι άνθρωπος με ατέλειες και αδυναμίες κι όχι το μυθικό πράγμα που έπλασε η φαντασία μας, συνεπώς μπορούμε να διακρίνουμε πιο ψύχραιμα τις εκδοχές της μετά το φλογερό έρωτα εποχής.
Το να το βάλουν στα πόδια πανικόβλητοι για «ό,τι χάθηκε χωρίς ελπίδα πια» δεν είναι μονόδρομος, εφόσον το να παραμείνουν στη σχέση οι πρώην ερωτοχτυπημένοι και να διορθώνουν βασικά το γνωσιακό μέρος της δοξοθυμίας τους για τον άλλον είναι μια εκδοχή ανοιχτή, αν αντιλαμβάνονται την αγάπη ως δοξοθυμία. Στις πλείστες των περιπτώσεων, το αντικείμενο του πόθου είχε καταστεί τέλειο στο νου μας, και πάλι στο νου μας αποκαθηλώνεται ως σκουπίδι.
Αν πας πέρα από τις ανοησίες των σπασμένων γυαλιών, μπορείς να αναγνωρίσεις πως ο ενθουσιασμός και η απογοήτευση είναι εν πολλοίς στο κεφάλι σου και πως μπορείς να δουλέψεις με το κεφάλι σου για να μην πας από «σπάσιμο σε σπάσιμο».
Ο Στέλιος Κερασίδης είναι φυσικός, Διδάκτωρ Ιατρικής του Πανεπιστημίου Κρήτης.