ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΤΡΕΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟ;
Οι επιστήμονες μελετούν κατά πόσο το άγχος είναι κληρονομικό, αλλά και με ποιον τρόπο μπορεί να «εγγραφεί» στα γονίδια. Τα συμπεράσματά τους είναι ενδιαφέροντα και προσπαθούν για ακόμη μια φορά να απαντήσουν στο δύσκολο ερώτημα: Γεννιέσαι ή γίνεσαι;
Σε όλη μου τη ζωή το άγχος κι εγώ είμαστε σύντροφοι. Είναι δεύτερη φύση μου. Μέσα στα χρόνια έχω συνηθίσει να ζω με αυτό, να είμαι «αγχώδης» και να το δέχομαι σαν μια πραγματικότητα του χαρακτήρα μου. Βέβαια, δεν ήταν λίγες οι φορές που αναρωτήθηκα αν το άγχος που με χαρακτηρίζει μπορεί να προκλήθηκε από κάποια στρεσογόνα γεγονότα ή αν ήταν στα γονίδια μου, κληροδοτημένο από έναν αγχώδη γονιό ή πρόγονο. Αυτό με απασχόλησε ακόμη περισσότερο όταν αποφάσισα να κάνω παιδιά, ανησυχώντας αν θα πέρναγα την αγχώδη προσωπικότητά μου σε εκείνα μέσα από τα γονίδιά μου.
Το αν το άγχος οφείλεται στα γονίδια ή στο περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνουμε έχει απασχολήσει εδώ και χρόνια την επιστήμη. Κι επειδή η αλήθεια βρίσκεται πάντα κάπου στη μέση, η απάντηση είναι πως δεν ευθύνεται αποκλειστικά ούτε το ένα ούτε το άλλο. Μια πιο σύνθετη και ικανοποιητική απάντηση δίνει η επιγενετική, η επιστήμη που μελετά πώς τα γονίδια ανταποκρίνονται στο περιβάλλον μας σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας και πώς παράγοντες όπως η διατροφή, η έκθεση σε χημικές ουσίες, η άσκηση και το στρες μπορούν να αλλάξουν τα γονίδιά μας.
Η επιγενετική και ρόλος της στην κληρονομικότητα του άγχους
Όπως αναφέρεται σε άρθρο του The Conversation, το γεγονός-σταθμός στην επιστήμη της επιγενετικής ήταν ο ολλανδικός λιμός του 1944, εξαιτίας του οποίου πέθαναν 22.000 άτομα ενώ πολλά ακόμη δυσκολεύτηκαν να ανακάμψουν ή δεν ανέκαμψαν ποτέ. Όπως ήταν φυσικό, τα παιδιά που γεννήθηκαν από μητέρες που ήταν έγκυες κατά τη διάρκεια της πείνας παρουσίασαν πολύ χαμηλότερο βάρος γέννησης από τον μέσο όρο, λόγω της μη επαρκούς πρόσληψης τροφής από τις μητέρες τους.
Αυτό όμως που οι επιστήμονες διαπίστωσαν και ήταν παράξενο ήταν ότι και οι μετέπειτα απόγονοι των παιδιών αυτών είχαν επίσης χαμηλό βάρος γέννησης, παρά την «κανονική» πρόσληψη τροφής και θερμίδων από τις μητέρες τους. Επιπλέον, οι κόρες των γυναικών που εκτέθηκαν στον ολλανδικό λιμό είχαν διπλάσιες πιθανότητες να αναπτύξουν σχιζοφρένεια από τον συνήθως υπολογιζόμενο κίνδυνο.
Τι συνέβαινε, λοιπόν; Συχνά μιλάμε για το γενετικό μας υλικό και για το «πόσο καλά» ή «πόσο υγιή» είναι τα γονίδιά μας. Όμως, δεν είναι μόνο τα γονίδια και το DNA μας που καθορίζουν την υγεία μας, αλλά και περιβαλλοντικοί παράγοντες, π.χ. η διατροφή, το στρες και οι επιλογές του τρόπου ζωής, μαζί με τις εμπειρίες ζωής των γονέων, των παππούδων, των γιαγιάδων, ακόμη και των προπαππούδων μας. Όλα τα παραπάνω έχει αποδειχθεί ότι επηρεάζουν τα σήματα «stop» και «go» που ρυθμίζουν σχεδόν κάθε διαδικασία που λαμβάνει χώρα στα κύτταρά μας. Αυτά τα σήματα μπορούν στη συνέχεια να προκαλέσουν αλλαγές στα γονίδια που κληροδοτούμε στις επόμενες γενιές, γεγονός που εξηγεί και το χαμηλότερο βάρος γέννησης των μωρών που δεν έζησαν τον λιμό οπότε δεν βίωσαν πείνα.
To άγχος μπορεί να περάσει από γενιά σε γενιά
Τα τελευταία χρόνια, πάρα πολλές έρευνες δείχνουν ότι το στρες και το τραύμα μπορεί να μεταδοθούν γενετικά. Ο Brian Dias, ερευνητής στο Center for Endocrinology, Diabetes and Metabolism στο Children’s Hospital Los Angeles, έχει αφιερώσει την έρευνα του στο να μελετήσει πώς το άγχος και το τραύμα επηρεάζουν τη νευροβιολογία, τη φυσιολογία και την αναπαραγωγική βιολογία.
Ο Dias και η ομάδα του μελετούν πώς η βιολογική απόκριση ενός οργανισμού στο στρες επηρεάζεται από το γονιδίωμα, το επιγονιδίωμα και τις ορμόνες, καθώς και από εμπειρίες που προέρχονται από το περιβάλλον. «Θέλουμε να κατανοήσουμε πώς το στρες μπορεί να οδηγήσει σε επιγενετικές αλλαγές που στη συνέχεια μεταβιβάζονται από το σπέρμα και το ωάριο στο έμβρυο», αναφέρει ο Dias. «Εξετάζουμε ποντίκια που έχουν εκτεθεί σε ήπιους στρεσογόνους παράγοντες και στη συνέχεια βλέπουμε πώς αυτό επηρεάζει το σπέρμα, τα ωάρια, τα έμβρυα και τους απογόνους τους».
Επιπλέον, η ομάδα του μελετά αν το άγχος είναι κληρονομικό σε όλες τις περιπτώσεις ή όχι, και αν οι αλλαγές που υφίστανται τα γονίδια είναι μόνιμες ή συμβαίνουν για ένα περιορισμένο διάστημα μετά από ένα τραυματικό ή στρεσογόνο γεγονός.
Μελέτες σε πανομοιότυπους διδύμους έδειξαν πώς οι περιβαλλοντικοί παράγοντες μπορούν να μεταβάλουν τα γονίδια που συνδέονται με την κατάθλιψη, το άγχος και την παχυσαρκία. Άλλες μελέτες που έγιναν σε ποντίκια έδειξαν ότι αν ένας θηλυκός αρουραίος φροντίζει καλά τους απογόνους του, τότε τα μικρά της είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν καλύτερα το στρες σε σύγκριση με τα μικρά αρουραίων που δεν είχαν φροντίδα και είχαν υψηλά επίπεδα στρες. Παρομοίως, τα αρσενικά ποντίκια που βιώνουν στρες νωρίς στη ζωή τους το μεταδίδουν στην επόμενη ακόμη και τη μεθεπόμενη γενιά. Οι απόγονοι αυτοί είναι πιο πιθανό να παρουσιάσουν συμπτώματα άγχους και κατάθλιψης, ακόμη και αν μεγαλώσουν σε ένα περιβάλλον που τους φροντίζει.
Τι γίνεται με τους ανθρώπους;
Οι μελέτες σε ανθρώπους είναι δύσκολο να ελεγχθούν, αφού δεν μπορούμε να έχουμε μια τιμή αναφοράς για τους επιγενετικούς δείκτες πριν από ένα τραύμα ή την εκδήλωση άγχους, οπότε δεν μπορούμε να κάνουμε τις απαραίτητες συγκρίσεις. Αυτό όμως που γνωρίζουμε και είναι ενδεικτικό είναι πως σύμφωνα με έρευνες τα παιδιά γυναικών που έμειναν έγκυες ενώ βίωναν εξαιρετικά στρεσογόνες καταστάσεις, όπως οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, ανέφεραν ότι είχαν κατάθλιψη, άγχος και όχι αποτελεσματικούς μηχανισμούς αντιμετώπισης στρεσογόνων καταστάσεων.
Τα καλά νέα
Η έρευνα έχει επιβεβαιώσει πως πολλές από τις επιγενετικές αλλαγές στα γονίδια μας είναι αναστρέψιμες. Μπορούμε να επηρεάσουμε την επιγενετική υιοθετώντας έναν υγιεινό τρόπο ζωής, ώστε να παρέχουμε στον οργανισμό μας όλα τα απαραίτητα δομικά υλικά για να «νικήσει» την κακή κληρονομικότητα.
Πρόσφατες έρευνες, μάλιστα, έχουν δείξει πως συγκεκριμένη φαρμακευτική αγωγή μπορεί να εξουδετερώσει τους αρνητικούς επιγενετικούς παράγοντες και να κάνει γονίδια που σχετίζονται με ασθένειες όπως ο καρκίνος, το Αλτσχάιμερ και ο διαβήτης να επανέλθουν στην αρχική τους κατάσταση.
Επιπλέον, όπως υποστηρίζει ο Dias, όσο κι αν το στρες και το τραύμα κληρονομούνται, το περιβάλλον μπορεί να επηρεάσει και να δημιουργήσει συνθήκες που θα βοηθήσουν τα άτομα να έχουν μια καλή ποιότητα ζωής, απαλλαγμένη από το άγχος. Αυτό συνήθως επιτυγχάνεται με ισχυρό κοινωνικό υποστηρικτικό δίκτυο.