Η ΕΡΕΥΝΗΤΡΙΑ ΠΟΥ ΔΟΚΙΜΑΣΕ ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΗΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΡΚΙΝΟΥ
Μια επιστήμονας που διαγνώστηκε με καρκίνο για δεύτερη φορά πειραματίστηκε στον εαυτό της με μια θεραπεία που δεν είχε τις καταστροφικές παρενέργειες των συμβατικών θεραπειών. Το πείραμα πέτυχε.
Η Βeata Halassy είναι επικεφαλής ερευνήτρια στο Κέντρο Έρευνας και Μεταφοράς Γνώσης στη Βιοτεχνολογία, στο Πανεπιστήμιο του Zagreb. Έχει διδακτορικό στη βιολογία και εξειδικεύεται στην ανοσοθεραπεία σε ιογενείς ασθένειες, σε δηλητηρίαση, ανοσολογική απόκριση SARS-CoV-2 σε ανάρρωση και σε εμβόλια. Όπως αναφέρει το The Economic Times, η Δρ. Halassy το 2016 είχε διαγνωστεί με καρκίνο του μαστού σε αρχικό στάδιο. Ακολούθησε ό,τι προβλέπει το πρωτόκολλο (χημειοθεραπεία και μαστεκτομή).
Το καλοκαίρι του 2020, οι εξετάσεις της έδειξαν πως ο καρκίνος (σταδίου 3) είχε επιστρέψει στο σημείο που είχε γίνει η μαστεκτομή. Δεν ήθελε να σκεφτεί το ενδεχόμενο νέου κύκλου χημειοθεραπείας.
Τότε, αποφάσισε να δοκιμάσει στον εαυτό της μια θεραπεία που δοκιμαζόταν ήδη μια δεκαετία σε διάφορα εργαστήρια, ως εναλλακτική για τις καταστροφικές παρενέργειες των συμβατικών θεραπειών. Λέγεται ογκολυτική ιοθεραπεία (oncolytic virotherapy-OVT) και βασίζεται σε ιούς. Δηλαδή, το πεδίο έρευνας της Δρ. Halassy.
Τι περιλαμβάνει η ογκολυτική θεραπεία;
Η ΟVT χαρακτηρίζεται ως αναδυόμενο πεδίο θεραπείας του καρκίνου. Χρησιμοποιεί ιούς για να επιτεθεί στα καρκινικά κύτταρα, ώστε να κινητοποιήσει το ανοσοποιητικό σύστημα να τα καταπολεμήσει. Οι περισσότερες κλινικές δοκιμές που έχουν γίνει έως τώρα, ήταν σε ασθενείς με μεταστατικό καρκίνο τελικού σταδίου. Τα τελευταία χρόνια, η μέθοδος δοκιμάζεται και στο πρώιμο στάδιο.
Μια μορφή της συγκεκριμένης θεραπείας (T-VEC) έχει εγκριθεί από τον αμερικανικό FDA, για τη θεραπεία του μεταστατικού μελανώματος.
Με την έγκριση των ογκολόγων της, η Halassy συνεργάστηκε με δυο συναδέλφους της που είχαν εμπειρία στην ογκολυτική ιοθεραπεία, στο πλαίσιο δοκιμής που έκανε στον εαυτό της. Η δοκιμή αυτή αφορούσε ένεση με δυο τύπους ιών που έκανε απευθείας στον όγκο, σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα, για διάστημα περίπου 6 εβδομάδων.
Ήταν ένα στέλεχος ιλαράς που χρησιμοποιείται σε εμβόλια και ο ιός της φυσαλιδώδους στοματίτιδας που επηρεάζει τα ζώα, τον οποίον έφτιαξε στο εργαστήριο της, σύμφωνα πάντα με όσα ανέφερε στη δημοσίευση της εργασίας της.
Αμφότερα τα παθογόνα είναι γνωστά για την ικανότητά τους να μολύνουν τον τύπο του κυττάρου από το οποίο προήλθε ο όγκος της και έχουν καλό ιστορικό ασφαλείας. Επίσης, έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί σε κλινικές δοκιμές OVT – αυτός της ιλαράς έχει δοκιμαστεί στον μεταστατικό καρκίνο μαστού.
Οι συνάδελφοι της Halassy της χορηγούσαν την ένεση, ενώ τσέκαραν την εξέλιξη ώστε αν παραστεί ανάγκη, να μπορεί να επιστρέψει σε συμβατική θεραπεία.
Σε 11 ημέρες ο όγκος άρχισε να συρρικνώνεται και να γίνεται πιο μαλακός. Σταδιακά μίκραινε όλο και περισσότερο, αποσπάστηκε από τον θωρακικό μυ και το δέρμα όπου είχε εισβάλλει, και έτσι κατέστη δυνατή η χειρουργική του αφαίρεση, η οποία έγινε έξι εβδομάδες μετά το τέλος των ενέσεων.
Η ανάλυση που έγινε στον όγκο μετά την αφαίρεση, έδειξε πως είχε γεμίσει με κύτταρα του ανοσοποιητικού (λεμφοκύτταρα), πράγμα που αποδείκνυε πως η OVT είχε λειτουργήσει όπως αναμενόταν: το ανοσοποιητικό σύστημα της ερευνήτριας είχε επιτεθεί στους ιούς και στα καρκινικά κύτταρα.
Στη δημοσίευση της μελέτης, αναφέρεται ότι αυτή «η μη συμβατική θεραπεία» είχε ως συνέπεια να είναι ο καρκίνος σε ύφεση για σχεδόν τέσσερα χρόνια. Όσο για τις παρενέργειες, η Δρ. Halassy ανέφερε πως οι σοβαρές ήταν λίγες.
Η Halassy και οι συνεργάτες της επισήμαναν πως οι συνθήκες της μελέτης είναι δύσκολο να επαναληφθούν, ωστόσο τα αποτελέσματά της «θα πρέπει να ενθαρρύνουν τις κλινικές δοκιμές για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της μεθόδου, στα αρχικά στάδια του καρκίνου».
Ποιο είναι το μεγάλο πρόβλημα με το πείραμα της Halassy;
Όλα όσα διαβάσατε έως εδώ, τα έγραψε η ίδια η Κροάτισσα ερευνήτρια στη δημοσίευση της μελέτης της που έγινε πριν λίγο καιρό στο Nature.
Όπως το περίμενε και η ίδια, η απόφαση να δοκιμάσει μια τέτοια θεραπεία στον εαυτό της, προκάλεσε έντονες συζητήσεις σχετικά με την ηθική του αυτο-πειραματισμού και του κινδύνου που μπορεί να ενθαρρύνει κι άλλους, μη επαγγελματίες υγείας, να δοκιμάσουν μη εγκεκριμένες (και ως εκ τούτου μη αποδεδειγμένες) θεραπείες.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα που ανέφεραν ειδικοί της βιοηθικής στην Washington Post ήταν πως μολονότι η Δρ. Halassy είχε τα προσόντα να καταλάβει τι ακριβώς κάνει στον εαυτό της, ενδεχομένως να μην είχε την αντικειμενικότητα που χρειάζεται να διέπει έναν ερευνητή. Επίσης, η δοκιμή σε έναν ασθενή δεν είναι αρκετή για να παρέχει συμπεράσματα.
Προφανώς και τονίστηκε ότι η δημοσίευσή της μπορεί να ενθαρρύνει άλλους να απορρίψουν συμβατικές θεραπείες, για να δοκιμάσουν ό,τι έκανε εκείνη.
Σε κάθε περίπτωση, η Δρ. Halassy τόνισε στο πλαίσιο της μελέτης της πως αυτό που έκανε «δεν πρέπει να είναι η πρώτη προσέγγιση σε περίπτωση διάγνωσης καρκίνου».