ΕΝΑΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΘΡΥΛΟΣ ΤΟΥ ΦΛΑΜΕΝΚΟ ΧΟΡΟΓΡΑΦΕΙ ΣΤΗ ΛΥΡΙΚΗ
Γνωστός για την επαναστατική του προσέγγιση στο φλαμένκο, ο Ισπανός χορευτής και χορογράφος Ισραέλ Γκαλβάν συνεργάζεται με τη Φανί Αρντάν για το ανέβασμα της όπερας «Αλέκο» από την Εθνική Λυρική Σκηνή.
Στον κόσμο του φλαμένκο, ο Ισραέλ Γκαλβάν είναι αυτό που λέμε «σελέμπριτι». Γεννημένος στη Σεβίλλη της Ισπανίας από γονείς χορευτές, συνδύασε στη δουλειά του την παράδοση με την καινοτομία, επαναπροσδιορίζοντας το είδος και κερδίζοντας πολλά βραβεία.
Δεδομένης της φήμης του, δεν είναι έκπληξη ότι συνεργάζεται με έναν φορέα όπως η Εθνική Λυρική Σκηνή. Ίσως όμως είναι έκπληξη το έργο στο οποίο κλήθηκε να δουλέψει: πρόκειται για τη μονόπρακτη όπερα «Αλέκο», του Σεργκέι Ραχμάνινοφ, που σκηνοθετείται από μια ντίβα του γαλλικού κινηματογράφου και θεάτρου, τη Φανί Αρντάν.
Η νέα αυτή παραγωγή της ΕΛΣ θα μας μεταφέρει στη Ρωσία του 1824 και ο Ισραέλ Γκαλβάν έχει αναλάβει τη χορογραφία-κινησιολογία. Αν απορεί κανείς γιατί επιλέχθηκε γι΄ αυτό ένας σύγχρονος εκπρόσωπος του φλαμένκο, η υπόθεση της όπερας δίνει μια πρώτη απάντηση, καθώς φέρνει σε διάλογο δύο διαφορετικούς κόσμους: την κοινότητα των τσιγγάνων με την αστική κουλτούρα. Το έργο μιλάει για έναν κοσμοπολίτη αστό που σκοτώνει την τσιγγάνα γυναίκα του Ζεμφίρα και τον εραστή της, μην μπορώντας να αποδεχτεί το ιδανικό της ελευθερίας των τσιγγάνων.
Μισός τσιγγάνος ο ίδιος, ο Ισραέλ Γκαλβάν εξηγεί πώς οι προσωπικές και χορευτικές του καταβολές βρίσκουν έκφραση στην όπερα «Αλέκο», τι αποκομίζει από αυτή τη δουλειά και τι νιώθει που βρίσκεται στην Ελλάδα.
– Η όπερα «Αλέκο» βασίζεται στο ποίημα «Οι τσιγγάνοι», του Αλεξάντρ Πούσκιν, το οποίο διερευνά θέματα ελευθερίας και έντονου πάθους. Πώς επηρέασαν τα αφηγηματικά και ποιητικά στοιχεία του τη χορογραφία σας;
Είμαι γιος μιας μητέρας που είναι τσιγγάνα και ενός πατέρα που δεν είναι. Ανέκαθεν ζούσα σε αυτούς τους δύο κόσμους. Πάντα είχα μια ορισμένη ελευθερία στον τρόπο που χόρευα, πάντα αναζητούσα την ελευθερία της κίνησης και του ρυθμού, σπάζοντας τους καθιερωμένους κώδικες. Τελικά, αυτό με βοήθησε πολύ να διατηρήσω πάντα τη δική μου ταυτότητα, την προσωπικότητά μου, χωρίς να χάσω ούτε τις ρίζες μου ούτε την παράδοση.
Στην όπερα «Αλέκο» μπορείς να νιώσεις αυτή την ελευθερία και το ιδιαίτερο ταξίδι της ανθρώπινης ψυχής που θέλει κατά καιρούς να περιπλανηθεί σε ένα άλλο μέρος, κάποιες φορές φανταστικό. Αυτό το ταξίδι άλλοτε πηγαίνει καλά κι άλλοτε όχι, αλλά πρέπει να το ζήσεις, είναι ανάγκη.
– Έχετε δουλέψει σε άλλες όπερες;
Πρόσφατα δούλεψα σε μια δική μου εκδοχή της «Κάρμεν», όπου χόρεψα σόλο. Η παράσταση αυτή άνοιξε τη σεζόν στην Όπερα της Σεβίλλης και θα παρουσιαστεί επίσης στη Λυών και στο Παρίσι. Ήταν αρκετά ενδιαφέρον να εστιάσω στην όπερα «Αλέκο» αμέσως μετά την «Κάρμεν», που φυσικά έχει κάποιες ομοιότητες στην αφήγηση και την έμπνευση.
Στον «Αλέκο», οι χορευτές –οι τσιγγάνοι– αντιπροσωπεύουν περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο τον τόπο τους, το «μικρό χωριό» τους, που έχει τους δικούς του νόμους. Αυτό με οδήγησε να δημιουργήσω χειρονομίες που είναι κατά κάποιο τρόπο συνηθισμένες, καθημερινές, αλλά την ίδια στιγμή και τελετουργικές. Προσπάθησα να αποφύγω τη χορογραφία της απόλυτης ακρίβειας και δεξιοτεχνίας, και να αφήσω στους χορευτές κάποια ελευθερία –τουλάχιστον έτσι φαίνεται–, καθώς στη δουλειά μου υπάρχει πάντα πειθαρχία και σεβασμός σε έναν τελετουργικό κώδικα, ώστε να οργανώνω τους χορευτές σαν να ήταν ένα σώμα, μια ψυχή.
– Η έννοια του «τσιγγάνου» έχει συχνά εξιδανικευτεί ή και παρεξηγηθεί στην τέχνη. Πώς την προσεγγίζετε με βάση τόσο τη σημασία της όσο και τις δικές σας επιρροές;
Είναι κάτι που κουβαλάω σε όλη μου τη ζωή. Στην Ανδαλουσία ή στην Ισπανία υπήρχαν πάντα τσιγγάνοι και έχω ζήσει μαζί τους. Η μισή μου οικογένεια είναι τσιγγάνοι. Ανάμεσα στους χορευτές φλαμένκο, με τους οποίους έχω την πιο στενή επαφή για προφανείς λόγους, υπάρχουν και τσιγγάνοι και όχι. Για μένα αυτός ο συγκερασμός ήταν πάντα καλός, το να συνδυάζω αυτές τις δύο ενέργειες.
Ο δάσκαλός μου, Μάριο Μάγια, που ήταν τσιγγάνος, έκανε πολλά έργα για την υπεράσπιση των τσιγγάνων αλλά την ίδια στιγμή είχε μεγάλη ελευθερία στις χορογραφίες του και ήταν πολύ ανοιχτός. Έτσι έμαθα ότι είναι σημαντικό να τιμάς την παράδοση και να είσαι ταυτόχρονα πολύ ανοιχτός.
– Υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο μέρος του έργου που σας αγγίζει προσωπικά, είτε στην ιστορία είτε στη μουσική;
Έχω ζήσει για λίγο καιρό σε τσιγγάνικο τροχόσπιτο σε ένα τσίρκο, ως «ξένος». Υπήρξε –και ουσιαστικά υπάρχει ακόμα– ένας άντρας που ζει σε αυτό το τσίρκο, έχει το δικό του τροχόσπιτο και δεν είναι τσιγγάνος, έχει τη δική του ιστορία… Οπότε είναι κάτι που συμβαίνει μέχρι και σήμερα…
– Πώς σας επηρέασε το όραμά της Φανί Αρντάν;
Το να μοιράζομαι αυτή την εμπειρία με μια γυναίκα-θρύλο συνίσταται κυρίως στο να βλέπω πώς ζει η ίδια, πώς στέκεται, και να μαθαίνω από αυτήν. Κατάλαβα από την πρώτη μέρα ότι οι συμβουλές της είναι πάντα επί της ουσίας. Έχει ζήσει τόσα στην καριέρα της, που, για μένα, έχει έναν τρόπο να φτάνει στο αρχέγονο. Αυτό μαθαίνω κατεξοχήν και αυτό προσπαθώ πάντα να κάνω στη δουλειά μου. Έχει επίσης απίστευτη ενέργεια να φροντίζει την παραμικρή λεπτομέρεια, ενώ όταν λέει κάτι στους ερμηνευτές, τους αγγίζει με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Είναι πολυτέλεια για μένα να βλέπω πώς σκηνοθετεί και πόσο ατρόμητη είναι.
– Η απόσταση που χωρίζει το φλαμένκο από τη ρωσική όπερα φαίνεται μεγάλη. Υπάρχουν στοιχεία ή τεχνικές του είδους που προσαρμόσατε σε αυτή την παραγωγή;
Αν δεις το επαναστατικό έργο του Στραβίνσκι και του Νιζίνσκι, για παράδειγμα στην «Ιεροτελεστία της Άνοιξης», την οποία έχω χορέψει πολλές φορές, μπορείς να νιώσεις την έκρηξη του ρυθμού στους χτύπους των ποδιών στο πάτωμα. Όταν δουλεύω με τραγουδιστές όπερας, μου θυμίζουν τους τραγουδιστές φλαμένκο, επειδή τραγουδούν από τα βάθη της ψυχής τους.
Το φλαμένκο είναι μια τέχνη που εμπλουτίζεται και αντλεί επιρροές από τα πάντα, χωρίς να απομακρύνεται από την παράδοση. Ήταν πάντα σε διάλογο με άλλες κουλτούρες. Για παράδειγμα, τα «Ρωσικά Μπαλέτα» του Ντιαγκίλεφ προσέλαβαν στη Σεβίλλη τον χορευτή Felix el Loco (τον έχει ζωγραφίσει σε ένα υπέροχο σχέδιο ο Πικάσο) για να τους μάθει να χορεύουν το «Τρίκωχο Καπέλο» του Μανουέλ ντε Φάγια.
Θεωρώ ότι όταν ο Ρώσος Λεονίντ Μασίν χορεύει στην ταινία «Τα κόκκινα παπούτσια» ένα κομμάτι που έχει ατμόσφαιρα φλαμένκο, υπάρχουν κάποια βήματα και πιρουέτες από τον χορό του Ανδαλουσιανού Antonio El Bailarín ή του Antonio Gades. Μερικές φιγούρες του μπαλέτου έχουν ενταχθεί πλέον στο φλαμένκο, κάτι που πιστεύω ότι οφείλεται στις ανταλλαγές με τα «Ρωσικά Μπαλέτα».
– Ποια είναι η καθημερινή σας ρουτίνα όταν δουλεύετε για ένα έργο όπως αυτό; Υπάρχουν συγκεκριμένες πρακτικές ή συνήθειες που σας βοηθούν να μπείτε στο πνεύμα;
Το πρώτο πράγμα που κάνω είναι να πάω στο γυμναστήριο για μερικές ώρες, ώστε να κουραστώ και να ιδρώσω. Μου αρέσει ότι μετά μου έρχονται ιδέες στη στιγμή. Δεν προετοιμάζω πολλά βήματα στη χορογραφία. Στην προκειμένη περίπτωση, δούλεψα με Έλληνες χορευτές από διαφορετικά είδη, που έχουν όλοι καλή ρυθμική βάση και αυθορμητισμό – κάτι που μου αρέσει να αξιοποιώ και να τους δίνω τη δυνατότητα να εκφραστούν.
– Υπήρξε κάτι που σας εξέπληξε ή σας ενέπνευσε δουλεύοντας στον «Αλέκο»;
Η κίνηση της Φανί όταν κάνει διορθώσεις, οι συμβουλές της και ο ενθουσιασμός των χορευτών θα με συνοδεύουν για πολύ καιρό.
– Ποιο είναι το μεγαλύτερο κέρδος που αποκομίζετε δουλεύοντας στην όπερα; Πιστεύετε ότι θα επηρεάσει επόμενες δουλειές σας;
Είμαι συνηθισμένος να χορεύω μόνος, μου αρέσει να χορεύω σόλο ή σε ντουέτο με συνεργάτες που ξεχωρίζω. Το να χορογραφώ άλλους δεν είναι κάτι που κάνω συχνά και μου αρέσει γιατί ταυτόχρονα μαθαίνω από αυτούς, βλέπω πώς τα βήματά μου αντανακλώνται στους άλλους και επιστρέφουν σε εμένα με διαφορετική μορφή.
Στην περίπτωση της όπερας, για κάποιον σαν εμένα που συχνά χορεύει μόνος, χωρίς μουσική, μόνο με τον ήχο του σώματός μου, μου αρέσει να βρίσκομαι στην «πόλη της όπερας». Νιώθω σαν ένα από τα κομμάτια ενός παζλ, κι αυτό με βοηθά να μοιράζομαι και να παρατηρώ πώς δουλεύουμε όλες τις λεπτομέρειες, βλέπω όλους τους βοηθούς, την προετοιμασία… Η μέρα περνάει γρήγορα και είναι γεμάτη τέχνη.
– Έχετε ξαναδουλέψει στην Ελλάδα;
Έχω έρθει αρκετές φορές για να χορέψω και να κάνω workshops. Είναι μια χώρα με πολύ ρυθμό, πολύ εκλεπτυσμένη, με μακρά παράδοση. Οι Έλληνες μιλούν πολύ και στοχάζονται πολύ, έχω την αίσθηση ότι ο πολιτισμός είναι κάτι που αντιμετωπίζεται με σοβαρότητα, όχι επιφανειακά.
Η νέα παραγωγή της μονόπρακτης όπερας «Αλέκο» θα παρουσιαστεί σε δίπτυχο με την επίσης μονόπρακτη όπερα «Ο Πύργος του Κυανοπώγωνα», του Μπέλα Μπάρτοκ, που έκανε πρεμιέρα στην Εθνική Λυρική Σκηνή τη σεζόν 2022/23, σε σκηνοθεσία Θέμελη Γλυνάτση. Παραστάσεις στις 12, 14, 16, 19, 21 και 23 Νοεμβρίου 2024. Κλείσε εισιτήρια