ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗ ΣΤΟ ΖΕΥΓΑΡΙ ΚΑΙ ΠΩΣ ΑΠΕΙΛΕΙ ΤΗ ΣΧΕΣΗ ΣΟΥ
«Είμαστε αχώριστοι. Είμαστε ομάδα». Όσο κι αν θέλεις να πιστεύεις ότι αυτό δείχνει μια υγιή και δυνατή σχέση, ίσως πρέπει να αρχίσεις να αμφιβάλλεις. Μπορεί απλά να είσαι σε μια σχέση συγχώνευσης, όπως σημειώνει η ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια Θεανώ Πολυζωγοπούλου.
Αν είσαι σε μακροχρόνια σχέση ή έχεις οικογένεια, πιθανότατα το έχεις ζήσει: Αυτή την αίσθηση ότι είστε ομάδα και, επειδή είστε ομάδα, πρέπει να τα κάνετε όλα μαζί. Ότι πονάς εσύ όταν χτυπάει «το άλλο σου μισό» ή ένα μέλος της οικογένειας σου. Αν μέχρι σήμερα πίστευες ότι όλα αυτά δείχνουν πόσο αγαπημένο ζευγάρι ή οικογένεια είστε, μάλλον θα πρέπει να αναθεωρήσεις και να μάθεις τι σημαίνει συγχώνευση.
Εάν μιλήσεις με ψυχοθεραπευτές, θα σου πουν ότι συχνά φτάνουν στο γραφείο τους θεραπευόμενοι που αναφέρονται στη σχέση τους με τον/τη σύντροφό τους σαν μια σχέση στην οποία κανείς δεν κάνει τίποτα χωρίς τον άλλο. Περιγράφουν τους εαυτούς τους σαν αχώριστους και πολύ αγαπημένους συντρόφους, για να αποκαλύψουν καθώς προχωρούν οι συνεδρίες μια προβληματική σχέση, γεμάτη θυμούς, παρεξηγήσεις και ανεκπλήρωτα θέλω.
Τα ζευγάρια που βιώνουν συγχώνευση στη σχέση τους υποφέρουν από μια σύγχυση. Από τη μια είναι τα αισθήματα αγάπης και φροντίδας που νιώθουν ο ένας για τον άλλο, από την άλλη τα συναισθήματα άγχους, θυμού, θλίψης και ενοχής όταν κάποιος από τους δύο επιθυμεί κάτι διαφορετικό ή κάτι που δεν θα είναι αποδεκτό από τον/τη σύντροφο και την οικογένεια του.
Όταν ο ένας χάνεται μέσα στον άλλο
Η συγχώνευση στο ζευγάρι έχει τόσο βαθιά και μακροχρόνια επίδραση, που τα άτομα που βρίσκονται σε συγχωνευτικές σχέσεις ορίζουν και αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους μόνο μέσα από τον άλλο. Πολύ συχνά, μάλιστα, δεν μπορούν να απαντήσουν σε απλές ρωτήσεις, όπως στο τι είναι θέλουν οι ίδιοι για τον εαυτό τους, ποιες είναι οι δικές τους επιθυμίες και όνειρα.
Ακόμη κι όταν μπορέσουν να εντοπίσουν και να εκφράσουν τα θέλω τους, συχνά συμπληρώνουν πως η επιθυμία και το όνειρο τους μπορεί να μην είναι αποδεκτά από τον/τη σύντροφό τους, ή πως δεν μπορούν να τα επιδιώξουν, γιατί ο άλλος τους έχει ανάγκη με κάποιο τρόπο. Αυτή η αντίδραση είναι αποτέλεσμα της πίεσης και την δυσφορίας που βιώνει συχνά ο θεραπευόμενος όταν έρχεται αντιμέτωπος με τα θέλω του, εξηγούν οι ψυχοθεραπευτές.
Όπως αναφέρει η ψυχολόγος- ψυχοθεραπεύτρια Θεανώ Πολυζωγοπούλου, «η συγχώνευση περιγράφει έναν δυσλειτουργικό τρόπο σύνδεσης μέσα στο ζευγάρι ή την οικογένεια. Πρόκειται για έναν δυσλειτουργικό τρόπο επικοινωνίας. Είναι σαν η οικογένεια να μην αποτελείται από διαφορετικές ατομικότητες που συνεργάζονται, εναρμονίζονται και συνυπάρχουν, αλλά σαν να πρέπει να λειτουργεί ως μια οντότητα. Σαν ένα μαζικό, αδιαφοροποίητο "εγώ" από το οποίο όταν κάποιος διαφοροποιηθεί, κινδυνεύει ολόκληρο το σύστημα».
Οι πρακτικές «μαφίας» στο ζευγάρι
Στις καταστάσεις που το ζευγάρι ή η οικογένεια βιώνει μια κατάσταση συγχώνευσης, η δυναμική που διαμορφώνεται είναι αυτή μιας «μαφίας», όπως χαρακτηριστικά την περιγράφει η Θεανώ Πολυζωγοπούλου. «Η δυναμική των σχέσεων και των συμπεριφορών διαμορφώνεται έτσι ώστε ό,τι νιώθει ο ένας να νιώθει και ο άλλος. Ό,τι πρεσβεύει ο ένας να το πρεσβεύει και ο άλλος. Αυτό που αποφασίζει ο ένας να το αποφασίζει και ο άλλος. Γι’ αυτό και κάποιες φορές φτάνουμε στο σημείο σε ένα ζευγάρι ή μια οικογένεια ο ένας να αποφασίζει για λογαριασμό του άλλου ή των άλλων. Θα σκεφτώ για λογαριασμό σου, θα λειτουργήσω, ακόμη και θα δράσω πολλές φορές για λογαριασμό σου. Κάποτε ακόμη και χωρίς να σε ρωτήσω, γιατί αυτό είναι αυτονόητο».
Μήπως είναι οι τόσες ώρες, μέρες, χρόνια κοινής ζωής που ευθύνονται για το φαινόμενο της συγχώνευσης; «Ο πολύς χρόνος κοινής ζωής δεν είναι ικανή συνθήκη από μόνος του να προκαλέσει συγχώνευση στο ζευγάρι», αναφέρει η Θεανώ Πολυζωγοπούλου. «Έχει περισσότερο να κάνει με τον τρόπο λειτουργίας που παραδίδεται από γενιά σε γενιά. Το μήνυμα που περνά στο ζευγάρι και την οικογένεια ότι δεν γίνεται να μην περνάμε πολλές ώρες μαζί. Δεν γίνεται να μην τρώμε όλα τα Σαββατοκύριακα μαζί. Δεν γίνεται να πάμε χωριστά διακοπές. Γιατί αν γίνει αυτό, κινδυνεύει η συνοχή της οικογένειας».
Ένα ακόμη σύμπτωμα που συναντάμε στα ζευγάρια και τις οικογένειες που βιώνουν το φαινόμενο της συγχώνευσης είναι η πεποίθηση του «αν με αγαπούσες, θα ήξερες τι θα ήθελα και τι θα έπρεπε να κάνεις». Ουσιαστικά, πρόκειται για μια απαίτηση ο άλλος να λειτουργεί από τη θέση μας και μέσα από τον δικό μας εαυτό. Είναι σαν να θεωρούμε τη συγχώνευση αυτονόητη απόδειξη αγάπης και αφοσίωσης.
«Αυτό ταυτόχρονα εκφράζει κι έναν φόβο να αφήσουμε τον σύντροφο μας να κάνει τις επιλογές του, λέγοντας ή αφήνοντας να εννοηθεί ότι αν αυτό που τον ευχαριστεί είναι διαφορετικό από αυτό που θέλουμε εμείς, τότε δεν μας αγαπάει ή θα καταστραφεί η σχέση μας», επισημαίνει η Θεανώ Πολυζωγοπούλου.
Τα σημάδια που δείχνουν ότι βρίσκεσαι σε σχέση συγχώνευσης
• Δεν καλλιεργείς άλλες σχέσεις γιατί νιώθεις ότι έτσι θα παραμελήσεις το άλλο σου μισό.
• Έχεις εναποθέσει την αυτοεκτίμησή σου στην άποψη του άλλου και αντίστροφα.
• Οι καβγάδες μέσα στη σχέση σού προκαλούν μεγάλη αγωνία και φόβο ότι θα οδηγήσουν στη διάλυσή της.
• Ζεις τα προβλήματα και τα συναισθήματα του άλλου σαν να είναι δικά σου.
Τι μπορούμε να κάνουμε όταν διαπιστώσουμε ότι έχουμε πέσει στην παγίδα της συγχώνευσης.
«Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνουμε είναι να δώσουμε το δικαίωμα στον εαυτό μας να μην έχει τις ίδιες επιθυμίες, αντιδράσεις και πεποιθήσεις με τον σημαντικό μας άλλο. Αυτό δεν είναι κάτι που μπορείς να το πετύχεις από τη μια μέρα στην άλλη, ούτε ακολουθώντας κάποιες πρακτικές συμβουλές», αναφέρει η Θεανώ Πολυζωγοπούλου. «Η συγχώνευση δεν είναι εύκολο να δουλευτεί χωρίς ψυχοθεραπεία. Ή κάποιος θα δει ότι άλλα συστήματα, άλλες οικογένειες, άλλοι άνθρωποι λειτουργούν διαφορετικά και θα δώσει το δικαίωμα στον εαυτό του να το κάνει, ή θα το κάνει μέσα από τη ψυχοθεραπεία».
Για να αντιμετωπίσουμε την συγχώνευση πρέπει να μετακινηθούμε προς τη διαφοροποίηση. Ο στόχος είναι να μπορέσουμε να δούμε τον εαυτό μας ως μία ξεχωριστή οντότητα μέσα σε μια ομάδα, είτε αυτό είναι η σχέση είτε η οικογένεια μας. Να μην χρειάζεται για να ανήκουμε στην ομάδα να εγκαταλείψουμε τον εαυτό μας και τα θέλω μας. Αυτό άλλωστε είναι το κλειδί μιας ισότιμης και ισορροπημένης σχέσης.