ΠΩΣ ΜΑΘΑΙΝΟΥΜΕ ΙΣΤΟΡΙΑ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΤΗ ΔΙΔΑΧΘΟΥΜΕ
Ένα βιβλίο γίνεται αφορμή για απαντήσουμε στο ερώτημα γιατί αγαπάμε και μισούμε ταυτόχρονα την Ιστορία. Μήπως υπάρχουν περισσότερες από μία Ιστορίες;
Κάθε κοινωνικό, πολιτιστικό ή διεθνικό γεγονός, από τη δολοφονία ενός νέου αγοριού στη Θεσσαλονίκη μέχρι τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, και από τις πολιτικές αντιπαραθέσεις στη Βουλή μέχρι τις γυναικοκτονίες, δεν είναι ξεκομμένο από το παρελθόν. Αποτελεί τη συνέχεια μιας ιστορικής σειράς γεγονότων. Αποτελεί το τελευταίο κεφάλαιο μιας Ιστορίας που γράφεται καθημερινά.
Η Ιστορία, με αυτή την έννοια, ξεπηδάει με κάθε αφορμή στο παρόν μας. Εμφανίζεται στον δημόσιο λόγο, στις ειδήσεις… Η Αντίσταση, ο Εμφύλιος, η Μικρασιατική Καταστροφή, η Επανάσταση του 1821 βγαίνουν στα κανάλια, συζητιούνται, γίνονται αντικείμενο αντιπαραθέσεων στο κοινοβούλιο αλλά και στο διαδίκτυο.
Γιατί αγαπάμε και μισούμε την Ιστορία
Με την Ιστορία, όμως, συμβαίνει το εξής παράδοξο: Από τη μία διψάμε για ό,τι έχει σχέση με το παρελθόν, είτε πρόκειται για κινηματογραφικά έργα, μυθιστορήματα, τις ιστορίες του παππού και της γιαγιάς, ή απλώς για αντικείμενα που φέρουν την πατίνα του χρόνου. Από την άλλη, το ίδιο το μάθημα στα σχολεία υποβαθμίζεται.
Ενώ οι εκλαϊκευμένες εκδόσεις της Ιστορίας γίνονται ανάρπαστες, το ίδιο και οι τηλεοπτικές σειρές, οι μαθητές χάνουν ολοένα το ενδιαφέρον τους για τη σχολική εκδοχή της. Το φαινόμενο, μάλιστα, απασχολεί διεθνώς τους ιστορικούς ήδη από τη δεκαετία του 1940.
Ένα βιβλίο για τη ζωή και την Ιστορία
Όλα αυτά απασχολούν την ιστορικό Αιμιλία Σαλβάνου στο βιβλίο της Πώς μαθαίνουμε Ιστορία χωρίς να τη διδαχθούμε; (εκδ. Ασίνη). Απασχολούν κι εμένα, καθώς βλέπω την κόρη μου να ενδιαφέρεται για τις ειδήσεις, αλλά θεωρεί κάτι διαφορετικό το μάθημα που πρέπει να μάθει για το σχολείο. Γιατί μας γοητεύει η Ιστορία, όταν ερχόμαστε σε επαφή μαζί της μέσα από τον πολιτισμό του παρόντος, αλλά μας απωθεί όταν πρόκειται για τη διδασκαλία του μαθήματος;
Προτού βιαστούμε να απαντήσουμε ότι φταίει ο δάσκαλος, το βιβλίο, το σύστημα και η παπαγαλία, ας δούμε λίγο τους μηχανισμούς του γνωστικού αυτού αντικειμένου. Το πώς στήθηκε και στήνεται η επιστημονική εκδοχή της.
Το βιβλίο της κ. Σαλβάνου μας κάνει να αναρωτηθούμε: Χρειαζόμαστε περισσότερη Ιστορία ή χρειαζόμαστε μια διαφορετική; Ποια Ιστορία είναι αυτή που μαθαίνουμε χωρίς να τη διδαχθούμε;
Η συχνότερη παρανόηση στη χρήση του όρου είναι η ταύτισή του με το παρελθόν. Η Ιστορία ασχολείται με θραύσματα του παρελθόντος, μικρές ψηφίδες που θεωρούμε κάθε φορά ότι έχουν νόημα να διασωθούν, επειδή μέσα από την ανασυγκρότησή τους θα δημιουργηθεί μια συνέχεια που θα νοηματοδοτεί και το παρόν.
Το παρελθόν λοιπόν δεν υπάρχει ξέχωρα από το παρόν. Χρειάζεται τη ματιά του παρόντος που θα το διασώσει και θα του δώσει νόημα.
Τι τη διαμορφώνει
Το τι θεωρούμε κάθε φορά ότι αξίζει να ειπωθεί για το παρελθόν σχετίζεται με κώδικες και νοητικά πλαίσια που έχουμε ήδη ενσωματώσει πολιτισμικά. Για παράδειγμα, παλιότερα οι ιστορικοί δεν ασχολούνταν με θέματα που αφορούσαν τα παιδιά, τις γυναίκες, τους εργάτες.
Όχι επειδή δεν ήταν σημαντικά, αλλά επειδή η ενασχόλησή τους βρισκόταν έξω από τον ορίζοντά τους. Η ενασχόληση μαζί τους δεν αποτελούσε καν ζήτημα για την εποχή που έζησαν. Συνεπώς, το παρελθόν και η Ιστορία του ορίζεται από τη ματιά μας επάνω τους. Από τις ερωτήσεις που τους θέτουμε.
Πώς «διαβάζουμε» το παρελθόν
Οι κώδικες μέσα από τους οποίους διαβάζουμε το παρελθόν και σχετιζόμαστε με αυτό δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της ιστορικής εκπαίδευσης, αλλά περισσότερο των γεγονότων που μαθαίνουμε χωρίς να διδαχθούμε.
Σήμερα αυτή η σχέση με το παρελθόν είναι πιο δυνατή από ποτέ. Γιατί το παρελθόν έχει υπόσταση. Είναι σχεδόν ένα προϊόν. Ένας τόπος νοσταλγίας, μια επιλογή lifestyle, ένα αφήγημα. Η αντίληψή μας γι’ αυτό διαμορφώνεται μέσα από ένα συνεχώς διευρυνόμενο πλέγμα πολιτισμικών και καταναλωτικών πρακτικών.
Το παρελθόν είναι ζωντανό στις κοινωνίες μας. Το συναντά κανείς στη στρωματογραφία των οικισμών, τους χώρους θρησκευτικής λατρείας, στους δρόμους… Υπάρχουν και οι τόποι συνάντησης με το παρελθόν, μια βόλτα στον βράχο της Ακρόπολης πλέον είναι μια ολόκληρη καταναλωτική εμπειρία. Συνδέεται με το μουσείο, την Πλάκα, τα τουριστικά μαγαζιά. Όλα αυτά διαμορφώνουν τη σχέση του παρόντος με το παρελθόν. Είναι μέρος της δημόσιας Ιστορίας.
ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΔΙΔΑΣΚΕΤΑΙ ΣΑ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΙΑ ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΑΦΗΓΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ, Η ΟΠΟΙΑ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΤΗΝ ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΛΗΘΕΙΑ.
Πώς έρχονται τα παιδιά σε επαφή με την Ιστορία
Αν ρωτήσει κανείς έναν έφηβο, το πιθανότερο είναι ότι θα μιλήσει για τα σχολικά βιβλία, τα μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους, τις σχετικές ιστοσελίδες, τα ντοκιμαντέρ. Σπανίως θα περιλάβει στην απάντησή του τα κόμικς όπως ο Αστερίξ για τη ρωμαϊκή εποχή ή ακόμη πιο σπάνια τα βιντεοπαιχνίδια.
Τα ιστορικά βιντεοπαιχνίδια εμφανίστηκαν τη δεκαετία του 1980 και αναφέρονται στους αρχαίους πολιτισμούς, τον Μεσαίωνα, τον αμερικανικό εμφύλιο, ακόμη και τον Ψυχρό Πόλεμο. Η κατανάλωση και η ενασχόληση με την Ιστορία ως ψυχαγωγική δραστηριότητα, ιδιαίτερα μέσω των βιντεοπαιχνιδιών, επιδρά καθοριστικά στον τρόπο που η νέα γενιά σχετίζεται με το παρελθόν και αποκτά ιστορική συνείδηση.
Πώς διδάσκεται στα σχολεία
Τα παιδιά διδάσκονται ένα ιστορικό γεγονός, την περίοδο της Κατοχής για παράδειγμα, χωρίς να έχουν εικόνα ούτε πώς βιώθηκε η Κατοχή στον τόπο τους, ούτε πώς συνδέεται με τη διεθνή Ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου και την εξέλιξή του.
Στο σχολείο το μάθημα διδάσκεται σα να υπάρχει μία μοναδική αφήγηση για το παρελθόν, η οποία αποτελεί την απόλυτη αλήθεια γι’ αυτό. Και τα παιδιά υποχρεώνονται να θυμούνται τη μία και «αληθινή» εκδοχή του παρελθόντος. Πράγμα που έρχεται σε αντιπαράθεση με τη γνώση που εισπράττουν μέσα από την ψυχαγωγία, τη δημόσια ζωή και την καθημερινότητά τους.
Τι θα πρέπει να αλλάξει
Η Ιστορία δεν είναι σπονδή στο νεκρό παρελθόν. Είναι μια ανοιχτή συνομιλία με το παρόν και τη ζωή. Η τοπικότητα, η εθνική και η παγκόσμια κοινότητα χρειάζεται να συνυπάρξουν και να συνομιλήσουν στο μάθημα.
Θα πρέπει να αλλάξει ο προσανατολισμός της ιστορικής εκπαίδευσης. Μιλάμε για μια ιστορία που θα διαρρηγνύει τα δεσμά της εθνικής ιδεολογίας.
Τα παιδιά πρέπει να μάθουν να αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον τους είτε αυτό προσλαμβάνεται ως οικείο είτε ως κάτι νέο προς εξερεύνηση. Κεντρικός είναι ο ρόλος των εκπαιδευτικών που καλούνται να εκπαιδεύσουν τους μαθητες όχι μόνο γνωστικά, αλλά κυρίως μέσα από το παράδειγμά τους.